Αναγκαστική Ομοδικία ή Αναγκαίο Κακό;

Σύνηθες στη δικαστηριακή πρακτική είναι το φαινόμενο η εκδίκαση μιας υπόθεσης να σχετίζεται με περισσότερα πρόσωπα. Εκτός δηλαδή από την περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο που ασκεί μια αγωγή στρεφόμενο κατά άλλου προσώπου αποκτώντας τα δύο αυτά πρόσωπα την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την άσκηση και την επίδοση της αγωγής, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες διεξάγονται δίκες με περισσότερα των δύο προσώπων είτε από την πλευρά του ενάγοντος είτε από την πλευρά του εναγομένου. Πρόκειται για την ομοδικία η οποία διακρίνεται σε απλή και αναγκαστική. Μια διάκριση με μεγάλη σημασία στο χώρο του δικονομικού αλλά και του ουσιαστικού δικαίου, καθώς σε καθεμία από τις δύο κατηγορίες διαφοροποιούνται τόσο τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις θεμελίωσής τους όσο και τα αποτελέσματα που προκαλούν τα δύο αυτά είδη. Η χρησιμότητα της διάκρισης φαίνεται στις περιπτώσεις ερημοδικίας ή άσκησης ένδικων μέσων. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο διευκολύνεται η οικονομία της δίκης. Οι προϋποθέσεις για το πότε υπάρχει η μία ή η άλλη δηλ. απλή ή αναγκαστική ομοδικία, καθορίζονται κάθε φορά από το νόμο. Εκείνη όμως η οποία δημιουργεί περισσότερα ζητήματα ακριβώς διότι όταν συντρέχει απαιτείται, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις με ποινή απαραδέκτου, όχι μόνο η κοινή συζήτηση της υπόθεσης για τα πρόσωπα τα οποία αφορά αλλά και η έκδοση ενιαίας αποφάσεως για όλους τους ομοδίκους σε αντίθεση δηλαδή με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση της απλής ομοδικίας στην οποία η απόφαση που θα εκδοθεί μπορεί να είναι ενιαία χωρίς ωστόσο να απαιτείται το περιεχόμενό της να είναι όμοιο για όλους τους ομοδίκους. Στις περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας τα πράγματα περιπλέκονται αρκετά γι’ αυτό εκείνο που προέχει είναι να διευκρινισθούν τα πραγματικά περιστατικά, να αποσαφηνισθούν οι σχέσεις που συνδέουν τα περισσότερα πρόσωπα ώστε να επακολουθήσει η υπαγωγή τους στους αντίστοιχους κανόνες δικαίου και ο σωστός νομικός χαρακτηρισμός τους.

Ο νομοθέτης στο άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζει: «Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί επεκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους αναγκαίους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται».

Το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ καθορίζει τους λόγους που δικαιολογούν την αναγκαστική ομοδικία. Παρακάτω ακολουθούν οι λόγοι αυτοί όπως εφαρμόζονται από τα δικαστήρια.

  • ·Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση

Βασιζόμενη σ’ αυτό το λόγο η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αρ. 6/2005 απόφαση δέχεται, ότι η ανακοπή της αναγκαστικής εκτέλεσης που ασκείται μετά την κατακύρωση, πρέπει να απευθύνεται κατά του υπερθεματιστή και του επισπεύδοντος δανειστή, αφού η διαφορά επιδέχεται ως προς αυτούς ενιαία ρύθμιση και δεν νοείται έγκυρος πλειστηριασμός για τον ένα και άκυρος για τον άλλο. Αν δεν απευθύνεται κατά και των δύο τούτων, η ανακοπή είναι απαράδεκτη. Αποδέχεται την άποψη που είχε υιοθετήσει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αρ. 11/1992 απόφασή της.

Για αναγκαστική και όχι απλή ομοδικία κάνει λόγο η υπ’ αρ. 9398/1996 απόφαση του Εφετείου Αθηνών λόγω της ανάγκης ενιαίας ρυθμίσεως της διαφοράς μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή όταν ενάγονται από τρίτο για ακύρωση της σύμβασης που έχουν συνάψει οι δύο. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί η σύμβαση της πώλησης να είναι έγκυρη για τον ένα συμβαλλόμενο και άκυρη για τον άλλο γιατί τότε εκτός του ότι θα υπήρχαν αντίθετες αποφάσεις θα προκαλούνταν σύγχυση και ανασφάλεια στις συναλλαγές.

  • · Όταν η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους.

Βασιζόμενη σ’ αυτό το λόγο η υπ’ αρ. 23/1997 απόφαση του Αρείου Πάγου δέχεται ότι αναπτύσσεται αναγκαστική ομοδικία μεταξύ του μισθωτή και του υπομισθωτή όταν ενάγονται με αγωγή αποδόσεως του μισθίου επειδή η απόφαση που εκδίδεται κατά του μισθωτή εκτελείται και κατά του υπομισθωτή.

Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, κατά το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 328 ΚΠλοΔ, η οποία ορίζει ότι «η απόφαση που εκδίδεται μεταξύ του δανειστή και του πρωτοφειλέτη (ή του εγγυητή) και απορρίπτει την αγωγή, επειδή το χρέος είναι ανύπαρκτο, αποτελεί δεδικασμένο και υπέρ του εγγυητή (ή του πρωτοφειλέτη)» κατ’ αντιστοιχίαν.

Περαιτέρω, στην παρ. 4 του άρθρου 76 ΚΠολΔ ορίζεται ότι, «η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ.1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους», τούτο δε με την έννοια ότι, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος ασκήσει ένδικο μέσο, θεωρούνται από το νόμο ότι ασκούν αυτό και οι (αναγκαίοι) ομόδικοι του, παρόλο ότι αδράνησαν. Δηλ. επί αναγκαστικής ομοδικίας θεωρούνται από το νόμο ότι ασκούν την έφεση και οι ομόδικοι του εκκαλούντα, που αδράνησαν, επομένως πρέπει και αυτοί να καλούνται κατά τα άρθρα 110 παρ. 2 και 76 παρ. 3 ΚΠολΔ στη συζήτηση της έφεσης, η οποία (συζήτηση), αν δεν κληθούν αυτοί νομίμως και εμπροθέσμως ή δεν εμφανισθούν κατ’ αυτήν κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους. (Εφ.Αθ. 1704/94, ΝοΒ 1995 62)

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δέχεται με την υπ’ αρ. 4069/2001 απόφασή του ότι η σχέση πρωτοφειλέτη και εγγυητή δημιουργεί αναγκαστική ομοδικία. Όμοια, σύμφωνα με την ίδια ως άνω απόφαση, αν ο πρωτοφειλέτης ασκήσει έφεση και γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή, τότε το επεκτατικό αποτέλεσμα της έφεσης ισχύει και υπέρ του εγγυητή, με την προϋπόθεση ότι δεν αποδέχθηκε την πρωτόδικη απόφαση. Ακόμη δηλ. και στην περίπτωση κατά την οποία ο εγγυητής δεν έχει την ιδιότητα του εκκαλούντος κατ΄ άρθρο 537 ΚΠολΔ εφόσον δεν στράφηκε κατά της πρωτόδικης αποφάσεως με άσκηση εφέσεως. Το άρθρο 537 ΚΠολΔ καταλαμβάνει και τους μη εκκαλέσαντες ομοδίκους του εκκαλούντος, εφόσον κατά την πρωτόδικη απόφαση ηττήθηκαν. Κατ’ εξαίρεση η έφεση μπορεί παραδεκτά να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος ή κατά κάποιων εξ αυτών, αν η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ’ άλλου ομοδίκου. (ΕφΔωδ.323/2001, ΝοΒ 50 1285). Στην περίπτωση αυτή ο ομόδικος κατά λογική ακολουθία δεν έχει ταυτοχρόνως την ιδιότητα του εκκαλούντος και του εφεσιβλήτου διότι αυτό είναι νομικό παράδοξο. Πρόκειται για μια ειδική περίπτωση κατά την οποία δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 76 παρ. 4 ΚΠολΔ. Αφορά την περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας που προκύπτει σε δίκη δικαστικής διανομής. Στην περίπτωση αυτή για να είναι παραδεκτό το ένδικο μέσο, το οποίο ασκεί ένας από τους ομοδίκους, πρέπει τούτο να απευθύνεται και κατά του μη ασκήσεως τούτου ομοδίκου του. (ΑΠ 1527/2002, ΕλλΔικ.44. 436). Κατ’ άρθρο 478 ΚΠολΔ είναι αναγκαία η εναγωγή όλων των κοινωνών. (ΑΠ 885/2001, ΕλλΔικ. 43. 721).

Ωστόσο η σχέση πρωτοφειλέτη και εγγυητή δεν δημιουργεί γενικά και εκ προοιμίου σχέση αναγκαστικής ομοδικίας, όταν τα ως άνω πρόσωπα ενάγονται με κοινή αγωγή. Παράδειγμα η υπ’ αρ. 1627/2003 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δέχεται ότι με βάση το άρθρο 328 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, από τη δίκη που έχει διεξαχθεί μεταξύ του δανειστή και είτε του πρωτοφειλέτη είτε του εγγυητή προκύπτει δεδικασμένο υπέρ του άλλου μόνον επωφελές και μόνον αν η αγωγή του δανειστή απορρίφθηκε λόγω ανυπαρξίας του χρέους. Κατά αυτό τον τρόπο η ως άνω απόφαση δεν δέχεται ότι γενικά στη σχέση του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή δημιουργείται πάντα αναγκαστική ομοδικία αλλά αυτό κρίνεται κατά περίπτωση και κυρίως μόνον όταν πρόκειται να επωφεληθεί ο ομόδικος, δηλ. όταν καταφέρεται στην κοινή υπεράσπιση πρωτοφειλέτη και εγγυητή ως προς την ύπαρξη του χρέους.

Και καταλήγει στον χωρισμό των δικών. Κατά συνέπεια σε περίπτωση πτώχευσης του ενός επέρχεται διακοπή της δίκης μόνον ως προς αυτόν. Η ως άνω απόφαση αφορούσε εκκαλούσα εταιρεία, η οποία είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης μετά την άσκηση της έφεσης. Η δίκη, σύμφωνα με την απόφαση, έπρεπε να διακοπεί μόνον ως προς την εκκαλούσα πτωχεύσασα εταιρεία η οποία ήταν πρωτοφειλέτρια. Ως προς τους λοιπούς όμως εκκαλούντες οι οποίοι φέρονταν ως εγγυητές του χρέους της πτωχεύσασας εταιρείας προς την εφεσίβλητη, το Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε η δίκη να χωριστεί και να συνεχιστεί η συζήτηση της υπόθεσης γιατί κατά την κρίση της δεν υφίστατο αναγκαστική ομοδικία μεταξύ της πρωτοφειλέτριας πτωχεύσασας εταιρείας και των λοιπών εγγυητών. Αντίθετα δηλ. με ότι υποστηρίζεται από τη θεωρία και τη νομολογία, ότι μεταξύ του πρωτο-φειλέτη και του εγγυητή δημιουργείται αναγκαστική ομοδικία (Μον ΠρΘεσ. 4069/2001), εδώ κατά τη κρίση του Δικαστηρίου δημιουργείται απλή ομοδικία γιατί τότε επιτρέπεται ο χωρισμός των αγωγών που είχαν σωρευθεί στο ίδιο δικόγραφο.
. Όταν δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις μεταξύ των ομοδίκων.

Χαρακτηριστική εδώ είναι η περίπτωση του αγοραστή όταν ενάγει από κοινού τον εργολάβο και τον οικοπεδούχο προκειμένου οι τελευταίοι να του μεταβιβάσουν τη κυριότητα του δια-μερίσματος.(ΕφΘεσ. 322/1998, Αρμ. 1998 463)

Για τον ίδιο λόγο διακόπτεται η δίκη λόγω θανάτου ενός εκ των αναγκαίων ομοδίκων και ως προς τους λοιπούς ομοδίκους.(άρθρα 286 α’, 288, 76 παρ. 1 α’ΚΠολΔ). Από τη διάταξη του άρθρου 288 ΚΠολΔ συνάγεται αβίαστα ότι, στην περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας ο θάνατος ενός από τους ομοδίκους έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της δίκης ως προς όλους τους διαδίκους ενώ στην περίπτωση απλής ομοδικίας ο θάνατος ενός από τους ομοδίκους δεν διακόπτει τη δίκη ως προς τους λοιπούς. Ενώ δηλ. δεν υφίστατο στην συγκεκριμένη περίπτωση κίνδυνος συγκρούσεως δεδικασμένου, δεν νοείται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων αλλά μια όμοιου περιεχομένου απόφαση ως προς όλους τους ομοδίκους. Στην περίπτωση αυτή η δίκη μπορεί να συνεχισθεί κατά τα άρθρα 290 και 291 ΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 290 ΚΠολΔ εκούσια επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή και σε περίπτωση θανάτου του με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του κληρονόμου του. Οι ομόδικοι δηλ. μπορούν να προκαλέσουν την επανάληψη της δίκης που είχε διακοπεί προσκαλώντας τον αντί-δικο με κοινοποίηση. Διαφορετικά η συζήτηση της υπόθεσης κηρύσσεται απαράδεκτη. (ΕφΘεσ. 1844/2003, Αρμ. 2004 1451)

  • · Όταν οι ομόδικοι μόνον από κοινού μπορούν να ενάγουν ή να εναχθούν.

Έτσι υπάρχει αναγκαστική ομοδικία των εναγομένων σε δίκη προσβολής πατρότητας τέκνου. Σύμφωνα με την υπ’ αρ. 263/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, «όταν ενάγουσα είναι η μητέρα, η αγωγή πρέπει να στρέφεται κατά του τέκνου ή του ειδικού επιτρόπου του και κατά του συζύγου-τεκμαιρόμενου πατέρα, ενώ όταν ενάγων είναι ο άνδρας με τον οποίο η μητέρα είχε σαρκική επαφή, εναγόμενοι θα είναι οι δύο σύζυγοι και το τέκνο. Και καταλήγει, απαράδεκτη η σχετική αγωγή για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, όταν δεν ενάγονται όλα τα προαναφερόμενα πρόσωπα.» (ΠολΠρΚαβ.263/99 Αρμ.2001.1202). Δέχεται το απαράδεκτο λόγω της ύπαρξης αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ των αναφερομένων προσώπων.

Τα δικαστήρια ακολουθώντας τους κανόνες δικαίου διαμορφώνουν νομολογία η οποία ακολουθείται όταν υπάρχουν υποθέσεις με όμοια πραγματικά περιστατικά. Όταν δηλ. πρόκειται να κριθούν ζητήματα και σχέσεις για τις οποίες έχουν αποφανθεί σχετικά ανώτατα και ανώτερα δικαστήρια. Η νομολογία είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τον νομικό αλλά και τον δικαστή, και είναι αρκετοί εκείνοι οι οποίοι καταφεύγουν σ’ αυτή προκειμένου να υποβοηθηθούν στο έργο τους. Βέβαια κάθε περίπτωση είναι ιδιαίτερη, παρουσιάζει αποκλίσεις από ήδη κριθέντα ζητήματα γι’ αυτό και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή τόσο από τους διαδίκους όσο και από τους δικαστές κατά την εφαρμογή των νόμων. Υπάρχουν υποθέσεις που διαφέρουν ελάχιστα και που όμως αυτές οι μικρές διαφοροποιήσεις πολλές φορές οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα και αυτό είναι εύλογο. Και αυτό είναι προς το συμφέρον όλων διότι οι αποφάσεις που εκδίδονται πρέπει να έχουν αυτοτέλεια και τη δική τους δυναμική.

Η αναγκαστική ομοδικία είναι ένα περίπλοκο νομικό σχήμα το οποίο όμως εφαρμόζεται «αναγκαστικά» όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος γιατί δεν μπορεί να εκδοθεί μια απόφαση χωρίς να συμμετέχουν όλα τα πρόσωπα τα οποία αφορά. Απαιτείται να καταβάλλεται η δέουσα προσοχή, τόσο από τους διαδίκους όσο και από τα δικαστήρια κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου προκειμένου να αποφεύγονται λάθη που οδηγούν στην απόρριψη ένδικων μέσων ή σε λανθασμένες αποφάσεις που περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα και δεν οδηγούν στην ταχεία απονομή της δικαιοσύνης.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού