Η Αρχιτεκτονική της Παρακολούθησης

Σε μια εποχή όπου η αρχαία ρήση τα «εν οίκω μη εν δήμω» τίθεται εν τοις πράγμασι σε αμφιβολία η αρχιτεκτονική αναζητά εναγωνίως ρόλο και ταυτότητα σε μία μεταλλαγμένη κοινωνία που τείνει να απολέσει ολοκληρωτικά τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα και να μεταμορφωθεί σε δυνάστη του μέχρι πρότινος (;) ελεύθερου ατόμου.

Αυτό ακριβώς είναι και το θέμα που πραγματεύεται το εξόχως ενδιαφέρον άρθρο του Σπύρου Παπαδόπουλου με αφορμή και συνάμα αιτία την έκθεση αρχιτεκτονικής «Μεγάλος Αδελφός: Αρχιτεκτονική και Παρακολούθηση» που διοργανώθηκε από το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης με επιμελητή τον Μέμο Φιλιππίδη το καλοκαίρι του 2002.

Αρχικά ο συγγραφέας του άρθρου διατυπώνει την άποψη πως η σχέση ιδιωτικού και δημόσιου χώρου εκφράζεται σε κάθε ιστορική εποχή με δεδομένο τρόπο και προσδιορίζεται μέσα από τη διαμόρφωση των συστημάτων εξουσίας και ελέγχου. Συνακόλουθα, η αρχιτεκτονική ως η κατεξοχήν επιστήμη σχεδιασμού και διαμόρφωσης του χώρου διαδραματίζει αναπόδραστα από τα πρώτα κιόλας βήματα της εμφάνισής της ρυθμιστικό ρόλο μεταξύ της ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας.

Ωστόσο, ο ρόλος αυτός καθίσταται ολοένα και πιο δυσχερής όχι μόνο γιατί σε θεωρητικό επίπεδο υπάρχει έντονη διαμάχη αναφορικά με τον εννοιολογικό προσδιορισμό της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας (πράγμα που παραλείπει να επισημάνει ο ίδιος ο συγγραφέας), αλλά κυρίως διότι σε πρακτικό επίπεδο παρουσιάζονται έντονα φαινόμενα διάβρωσης των διακριτών τους ορίων και αλληλοδιείσδυσης του ενός χώρου στον άλλο. Αυτός είναι και ο στόχος της έκθεσης «Μεγάλος Αδελφός: Αρχιτεκτονική και Παρακολούθηση» σύμφωνα με τον Σπύρο Παπαδόπουλο.

Νοηματική αφετηρία για την κατάδειξη των θέσεων του συγγραφέα αποτελούν δύο από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της αρχιτεκτονικής παρακολούθησης, το «Πανόπτικον» του Μπένθαμ και ο «Μεγάλος Αδελφός» του `Οργουελ. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί σ’ αυτό το σημείο ότι δυστυχώς ο Σπύρος Παπαδόπουλος δεν προβαίνει στον απαραίτητο διαχωρισμό αυτών των δύο μοντέλων μεταξύ τους. Δεν αναφέρεται, δηλαδή, στο κρίσιμο γεγονός ότι το «Πανόπτικον» του Μπένθαμ ήταν μία συγκεκριμένη αρχιτεκτονική πρόταση που αφορούσε μία ειδική και σχετικά ευάριθμη κατηγορία πολιτών, αυτή των φυλακισμένων, ενώ αντίθετα το οργουελικό μοντέλο του «Μεγάλου Αδελφού» ήταν ένα εφιαλτικό κοινωνικοφιλοσοφικό μοντέλο που αφορούσε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες και που ο ίδιος ο `Οργουελ φυσικά απευχόταν να λάβει στην πραγματικότητα σάρκα και οστά.

Παρ’ όλα αυτά, το άρθρο επισημαίνει ότι το εν τέλει ουτοπικό «Πανόπτικον» του Μπένθαμ στα τέλη του 18ου και το μοντέλο του «Μεγάλου Αδελφού» από τον `Οργουελ1 στον 20ο αιώνα, τα οποία συνιστούν βέβαια ακραία, καταφανέστατα παραδείγματα ολοκληρωτικού ελέγχου του ατόμου μέσω του κατάλληλου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, είναι πλέον παρωχημένα. Σήμερα, η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος μας επιτρέπει την επίτευξη των ίδιων σκοπών με καλύτερο και σχεδόν άδηλο τρόπο, σε αντίθεση με τα παραπάνω μοντέλα τα οποία εμφανίζουν ως άμεσα αντιληπτό και πρόδηλο τον επιδιωκόμενο σκοπό τους. Δίχως άλλο, το παραπάνω συμπέρασμα υποδηλώνεται από την παραπάνω έκθεση, η οποία επιχειρεί την επανατοποθέτηση της αρχιτεκτονικής της παρακολούθησης μέσα στο πλαίσιο των τεχνολογικά εξελιγμένων και σε μεγάλο βαθμό άδηλων τρόπων παρακολούθησης που κυριαρχούν στη σύγχρονη εποχή μας. Μέσα στο πνεύμα αυτό, η έκθεση δεν μπορεί παρά να λάβει επίσης σοβαρά υπόψη της την πληροφοριακή εποχή και τις πρακτικές της συλλογής και παρακολούθησης προσωπικών δεδομένων, της αποκεντρωμένης παρακολούθησης μέσω ηλεκτρονικών δικτύων και της ευχερούς κατά συνέπεια παρακολούθησης ομάδων ανθρώπων αντί απλά της κλασικής ατομικής παρακολούθησης.

Αναντίλεκτα, η οπτικοακουστική γλώσσα έχει κεντρικό ρόλο τόσο στην αρχιτεκτονική της παρακολούθησης όσο και στην ίδια την έκθεση.`Ετσι, δεν χρησιμοποιείται μόνο έντονα ως μέσο έκφρασης αλλά και ως βασικό δομικό στοιχείο της ίδιας της έκθεσης. Αυτό συμβαίνει κυρίως διότι η οπτικοακουστική γλώσσα διηγείται τη σύγχρονη ιστορία του χώρου έχοντας τρεις σαφείς στόχους: (α) να επαναπροσδιορίσει τα όρια του χώρου (β) να περιγράψει τις έννοιες που συνδέονται με την ηλεκτρονική παρατήρηση του άτομου, όπως την ηδονοβλεπτικότητα, τον ναρκισσισμό και την τυραννία της οικειότητας (γ) να προτείνει τρόπους και τόπους διαφυγής από τη σύγχρονη επιτήρηση, η οποία είναι απρόσωπη και καθολική.

Εντούτοις, η απειλή του πανοπτισμού, όπως αρχικά αυτή παρουσιάζεται, αμφισβητείται φανερά από τον ίδιο τον συγγραφέα2. Με άλλα λόγια, η ικανότητα του πανοπτισμού να εξουσιάζει ολοκληρωτικά τους ανθρώπους τίθεται εν αμφιβόλω πρωτίστως επειδή τα συνήθη τηλεοπτικά παραδείγματα-εκπομπές τύπου «Μεγάλου Αδελφού» στοχεύουν ουσιαστικά με σκηνοθετικά μέσα3 στην αφήγηση μιας σαπουνόπερας παρά στην ενδελεχή παρατήρηση της ζωής των εθελουσίων συμμετεχόντων4. Σε κάθε περίπτωση όμως, η λειτουργία της εποπτείας εντείνεται από το αφηγηματικό βλέμμα κατά τη διάρκεια της εικονοπλαστικής αναπαραγωγής του χώρου με την αρωγή των νέων ψηφιακών μέσων. Με άλλα λόγια, η προσπάθεια επιβολής συνεχούς ελέγχου σχετίζεται άμεσα με την αφήγηση, διότι μέσα από τη σχηματοποίηση των αφηγηματικών δομών του χώρου, αδιάφορο αν αυτός είναι δημόσιος ή ιδιωτικός, μεταβιβάζονται όλες οι απαιτούμενες οπτικοακουστικές και ηλεκτρονικές πληροφορίες. Η σημασία δε της οπτικοακουστικής γλώσσας για τη δημιουργία της αφήγησης διαπιστώνεται ευχερέστερα στην περίπτωση της ζωντανής αναπαραγωγής της εικόνας της παρακολούθησης.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο αρθρογράφος δεν εκφράζει άμεσα την αμφιβολία του αναφορικά με το εάν το φαινόμενο του πανοπτισμού συνιστά πραγματική απειλή, έχοντας απαραιτήτως κατά νου τους αυξημένους λόγους ασφάλειας που επιβάλλει η τρομοκρατούμενη-τρομολάγνα εποχή μας5. Χωρίς να επεισέρχεται ουσιαστικά στο προαναφερθέν ζήτημα, φαίνεται απλά να διαισθάνεται ως απειλητική την αρχιτεκτονική της παρακολούθησης μόνο όταν ασκείται με ολοκληρωτικό τρόπο από την εξουσία και τους φορείς της. Βέβαιο είναι επίσης ότι σε κανένα σημείο του κειμένου δεν κάνει την παραμικρότερη νύξη για τις πρακτικές δυσκολίες που συνεπάγεται η προσπάθεια παρακολούθησης όλων των πολιτών (π.χ. τεράστιος αριθμός οπτικοακουστικών και ηλεκτρονικών συσκευών οι οποίες θα πρέπει να ελέγχονται και να επιτηρούνται από έναν επίσης τεράστιο αριθμό ατόμων) και οι οποίες θέτουν επίσης με τη σειρά τους υπό αμφισβήτηση σε πρακτικό επίπεδο την απειλή του πανοπτισμού6 .

Φυσικά, ένας από τους αδήριτους αν και άδηλους στόχους της θεωρίας του πανοπτισμού μέσα στο πλαίσιο του πλήρους ελέγχου των ατόμων και των δεδομένων-πληροφοριών είναι η προβολή και εν τέλει καθολική επιβολή οδηγιών, τρόπων, συμβάσεων και κοινωνικών συμπεριφορών τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων. Ο συγγραφέας δεν διστάζει μάλιστα ν’ αναφερθεί και σε μία παλιότερη ρήση της Ελένης Χαλκούση από το βιβλίο της «Σαβουάρ Βιβρ: Καλοί τρόποι για μια καλύτερη ζωή» προς επίρρωση και κατάδειξη του παραπάνω στόχου. Μέσω της ρήσης αυτής οι αναγνώστες προτρέπονται να τρώνε κάθε μέρα μόνοι τους όπως θα τρώγανε σε κοινή θέα στην πλατεία Συντάγματος, προτρέπονται δηλαδή να υιοθετήσουν στον ιδιωτικό τους βίο όλους εκείνους τους συμβατικούς κανόνες και συμπεριφορές που εφαρμόζουν στη δημόσιά τους ζωή. Εκεί ακριβώς, στους κανόνες των Σαβουάρ Βιβρ, ο συγγραφέας πρεσβεύει πως κείτονται τα πρώτα ψήγματα του φαινομένου της ιδιωτικοδημόσιας αποχαύνωσης που καταγγέλλει ο Π. Μαρτινίδης λίγο μετά τις αρχές της νέας χιλιετίας, αλλά συνάμα και η διάβρωση-αλληλοδιείσδυση των δύο χώρων που τονίζει η έκθεση.

Πέρα όμως από το φαινόμενο διάβρωσης-αλληλοδιείσδυσης των δύο χώρων ένα από τα υποερωτήματα που θέτει η έκθεση -χωρίς να δίνει ωστόσο μια ξεκάθαρη απάντηση- είναι το κατά πόσο ο ρόλος χαρακτηριστικών κατηγοριών κατοίκων παίζει αποφασιστικό ρόλο ή όχι στη δημιουργία των διάφορων αρχιτεκτονικών σεναρίων του χώρου. Με άλλα λόγια, εξετάζεται το εάν ο σύγχρονος αστικός νομάδας, ο τουρίστας, ο επιχειρηματίας-αιώνιος εργένης, ο μέσος ιδιωτικός υπάλληλος κ.α. επηρεάζουν το σημερινό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ή εάν απλά ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός προσπερνά αδιάφορα τις ανθρώπινες επιθυμίες και επιβάλλει τρόπον τινά δικτατορικά τις επιταγές του στις εν λόγω, σχετικά καινοφανείς κατηγορίες πολιτών εκμεταλλευόμενος το α-χρονικό και α-τοπικό τοπίο του αόρατου ελέγχου κατά τον ίδιο τον συγγραφέα7.

Γενικότερα πάντως, η έκθεση επιχειρεί να αποτυπώσει την αρχιτεκτονική της παρακολούθησης παρουσιάζοντας διάφορες αρχιτεκτονικές προτάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε δύο κυρίως κατηγορίες: στην ανθρωπολογικότερη (αρχιτεκτονική) πρόθεση και στην επονομαζόμενη ουδέτερη ιδεολογικά ή κατ’ εμάς εξουσιαστικότερη (αρχιτεκτονική) πρόθεση. Αναπότρεπτα όμως έτσι η έκθεση καθίσταται αυτοβούλως ημιτελής αφού δεν περιλαμβάνει και μία τρίτη μεικτή κατηγορία της αρχιτεκτονικής της παρακολούθησης που εμείς χαρακτηρίζουμε ως ορθολογικότερη-εξουσιαστικότερη αρχιτεκτονική πρόθεση.

Ενώ λοιπόν, η πρώτη ανθρωπολογικότερη κατηγορία της αρχιτεκτονικής της παρακολούθησης αναφέρεται στα αναχώματα που δύναται να προσφέρει η επιστήμη της αρχιτεκτονικής προκειμένου να προστατεύσει την ατομική ελευθερία και την ιδιωτική ζωή του ατόμου και, αντίθετα, η δεύτερη «ιδεολογικά ουδέτερη»8 πρόθεση στην συνδρομή της αρχιτεκτονικής προκειμένου να κυριαρχήσει το εξουσιαστικό μοντέλο διαρκούς ελέγχου και επιτήρησης του ατόμου, υπάρχει και μία τρίτη μεικτή κατηγορία. Η ορθολογικότερη-εξουσιαστικότερη αρχιτεκτονική πρόθεση9 καλείται να επιτελέσει ένα διττό σκοπό: από τη μία πλευρά να προστατεύσει με εξωτερική περίφραξη, κάμερες, παντός τύπου δέκτες ήχου, μαγνητικές κάρτες-κλειδιά, μηχανήματα, υλικά απορρόφησης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων10 καθώς και άλλα μέσα τους ανθρώπους που βρίσκονται εντός ενός κτίσματος από οποιαδήποτε είδους προσπάθεια αθέατης, άμεσης και έμμεσης, πληροφοριακής ή άλλης εισβολής τρίτων.

Από την άλλη όμως πλευρά, και χρησιμοποιώντας λίγο-πολύ τα ίδια μέσα η ορθολογικότερη-εξουσιαστικότερη αρχιτεκτονική πρόθεση διευκολύνει τα μάλα στην παρακολούθηση των ατόμων που βρίσκονται μέσα στο κτίριο από την διεύθυνση ή την προϊσταμένη αρχή. `Ετσι, λόγου χάριν, είναι εφικτό και πάνω απ’ όλα νόμιμο στη διεύθυνση να αναγνώσει τα προσωπικά ηλεκτρονικά μηνύματα του ατόμου, να γνωρίζει τον κωδικό πρόσβασης στον υπολογιστή του, να παρακολουθήσει τις τηλεφωνικές του συνδιαλέξεις και να είναι σε θέση να ξέρει όχι μόνο πόσα διαλείμματα έκανε κατά τη διάρκεια της εργασίας του αλλά και τις διαδρομές που έκανε μέσα στο κτίριο, δεδομένου ότι οι τελευταίες καταγράφονται στην μαγνητική του κάρτα-κλειδί.

Έτσι, μέσα στο περιβάλλον της ορθολογικότερης-εξουσιαστικότερης αρχιτεκτονικής συναντάται το αρχικά παράδοξο γεγονός το άτομο να προστατεύεται μεν όσο καλύτερα γίνεται από εξωτερικές ανεπιθύμητες παρεμβάσεις στην προσωπική-εργασιακή του σφαίρα, αλλά να καθίσταται ταυτόχρονα υποκείμενο αδιάλειπτης παρακολούθησης και πλήρους ελέγχου από ένα μικρό αριθμό εντεταλμένων ατόμων. Η τρίτη αυτή κατηγορία της αρχιτεκτονικής της παρακολούθησης συναντάται όλο και συχνότερα σε κεντρικά γραφεία πολυεθνικών ή μεγάλων δικηγορικών εταιριών, σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς, σε δικαστήρια, σε σωφρονιστικά ιδρύματα κ.α.

Επιπρόσθετα, πρέπει στο σημείο αυτό απαραιτήτως να υπογραμμιστεί ότι ο συγγραφέας, κατά ανεπιτυχές και εν πολλοίς δυσερμήνευτο τρόπο ονοματίζει την μεν πρώτη τάση ως ανθρωπολογικότερη (αρχιτεκτονική) πρόθεση και τη δεύτερη ως ουδέτερη ιδεολογικά (αρχιτεκτονική) πρόθεση. Και ενώ ως προς τον πρώτο χαρακτηρισμό δεν υπάρχει καταρχάς κάποιο πρόβλημα μεγάλη εντύπωση προκαλεί η εννοιολογική χρήση του δεύτερου όρου, καθώς η αρωγή του εκάστοτε αρχιτεκτονικού σχεδιασμού για την επιβολή ενός καθεστώτος ελέγχου και επιτήρησης μόνο ιδεολογικά ουδέτερη δεν μπορεί να είναι. Εκτός φυσικά αν ο συγγραφέας υπονοεί ότι γενικά ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός είναι ιδεολογικά ουδέτερος αλλά και πάλι τότε ο όρος αυτός θα έπρεπε να ιδωθεί ευρύτατα11 και κατά συνέπεια τελικά ως όρος κενός περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα η υιοθέτηση αυτού του ουδέτερου ιδεολογικά πρίσματος θα έθετε υπό αμφισβήτηση την ορθότητα του πρώτου όρου. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να συμμεριστούμε τον όρο που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο συγγραφέας και προτείνουμε ως ορθότερο τον όρο της εξουσιαστικότερης πρόθεσης, ο οποίος έρχεται επίσης αντιθετικά σε αρμονία με τον όρο της ανθρωπολογικότερης αρχιτεκτονικής πρόθεσης.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας εμφανίζεται αρκετά έως υπέρμετρα αισιόδοξος για το μέλλον της αρχιτεκτονικής και ισχυρίζεται ότι η αρχιτεκτονική της παρακολούθησης δεν συνιστά ανταγωνιστικό πόλο προς την «δυνατή», «υλική» ή «πραγματοποιήσιμη» αρχιτεκτονική, προτάσσοντας τον σύνθετο-διεπιστημονικό της ρόλο12. Μοιάζει ωστόσο να παραβλέπει ουσιαστικά κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι το καίριο θέμα εδώ εκφεύγει από τα στενά πλαίσια της αρχιτεκτονικής αλλά συνδέεται με την ελευθερία του ατόμου και την προάσπιση των δικαιωμάτων του, οπότε μία συζήτηση για τον διεπιστημονικό ρόλο της αρχιτεκτονικής αποκτά μέσα στο πλαίσιο αυτό περισσότερο φιλολογικό ενδιαφέρον. Επίσης ο Σπύρος Παπαδόπουλος αναφέρεται στην αρχιτεκτονική σαν αυτή να είναι η ίδια πρόσωπο με δική της βούληση ξεχνώντας προς στιγμή πως η αρχιτεκτονική είναι απρόσωπη επιστήμη χρησιμοποιούμενη από ανθρώπινα όντα-πρόσωπα δεκτικά χειραγώγησης στα κελεύσματα των καιρών και τις ανάγκες της εξουσίας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο εναπόκειται πάντοτε στους ανθρώπους-φορείς της επιστήμης της αρχιτεκτονικής να ορθώσουν το ανάστημά τους και να προστατεύσουν το σύγχρονο άτομο από την εξουσιαστική μανία του κράτους ή της «διεθνούς κοινότητας»13.

Φθάνοντας στο τέλος του ωραίου άρθρου του ο Σπύρος Παπαδόπουλος επισημαίνει ότι η έκθεση επιτυγχάνει παρ’ όλες τις εγγενείς αδυναμίες της, τις οποίες ακροθιγώς αναγνωρίζει και ο ίδιος, να μεταλαμπαδεύσει το κλίμα του ερευνητικού προβληματισμού γύρω από την αρχιτεκτονική της παρακολούθησης και να φέρει στην επιφάνεια σπουδαία ζητήματα σχετικά με το μέλλον της υλικής και άυλης αρχιτεκτονικής. Επ’ αυτού δυστυχώς εμείς δεν έχουμε τίποτα να προσθέσουμε ή να αντιλέξουμε αφού δεν είχαμε την ευκαιρία να είμαστε αυτόπτες μάρτυρες της εν λόγω έκθεσης. Αρκούμαστε, λοιπόν, να εμπιστευτούμε το λόγο του αξιόλογου συγγραφέα.


Υποσημειώσεις:

1. Το οργουελικό μοντέλο μπορεί να συνοψιστεί στην τοποθέτηση μίας αμφίδρομης οθόνης που είναι ταυτόχρονα πομπός και δέκτης μηνυμάτων και η οποία συνεπικουρείται από τη σχεδίαση των εσωτερικών χώρων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται σχεδόν αδύνατη η αποφυγή παρακολούθησης του ατόμου από την οθόνη του «Μεγάλου Αδελφού».

2. Με τη χρήση ερωτηματικού σε παρένθεση μετά τη λέξη απειλή στο αρχικό κείμενο.

3. Αξίζει να σημειωθεί πως η επιτυχία των εκπομπών «ριάλιτυ» βασίζεται καίρια στη χρήση σκηνοθετικών τεχνικών όπως η εναλλαγή της κάμερας, η μουσική επένδυση και το μοντάζ.

4. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος φαίνεται επίσης να υιοθετεί την άποψη του T. Levin ότι «η κινηματογραφική αφήγηση συχνά καταλήγει να γίνει με επιτυχία συνώνυμη με την άσκηση της παρακολούθησης».

5. Ωστόσο, στο τέλος του άρθρου ο συγγραφέας σημειώνει ότι «η αρχιτεκτονική δεν χρειάζεται να φοβάται την κοινωνία του ελέγχου, ούτε να ελπίζει σ’ ένα κοινωνικά ασφαλέστερο μέλλον, αλλά πρέπει να αναζητήσει νέα όπλα να αναμετρηθεί μαζί της».

6. Φυσικά, από την άλλη πλευρά, μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι ο ουσιώδης χαρακτήρας της παρακολούθησης και η απειλή του πανοπτισμού δηλώνει βροντερά παρών σε χώρους ή γεγονότα αυξημένης ασφάλειας (π.χ. αεροδρόμια, διεθνείς οργανισμούς, ολυμπιακούς αγώνες).

7. Προφανώς με το επίθετο α-χρονικός αναφέρεται στο φαινόμενο της 24ώρης κοινωνίας που εφαρμόζεται επί του παρόντος σε όλο του το μεγαλείο κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Θεωρούμε πάντως ότι τα επίθετα α-χρονικός και α-τοπικός είναι υπερβολικά και αναληθή επειδή, μολονότι είναι βέβαιο πως οι χωροχρονικές διαστάσεις έχουν διαβρωθεί και συρρικνωθεί πολύ, εντούτοις δεν έχουν ακόμη χάσει εντελώς ολόκληρη την αξία τους έτσι ώστε να μπορούμε να μιλούμε ευθέως για ένα πλήρως α-χρονικό και α-τοπικό περιβάλλον.

8. Ο όρος έχει τοποθετηθεί εντός εισαγωγικών γιατί θεωρούμε πως είναι ακατάλληλος για λόγους που αναλύονται στις αμέσως επόμενες παραγράφους.

9. Το σπίτι του ριάλιτυ του Big Brother με τις αλλεπάλληλες περιφράξεις προκειμένου να είναι απρόσιτο σε τρίτους μπορεί επίσης να ιδωθεί ως ένα απλοϊκό και υποτυπώδες αρχιτεκτονικό παράδειγμα της τρίτης αυτής κατηγορίας.

10. Παραδείγματος χάριν, το πάτημα του πληκτρολογίου ενός υπολογιστή εκπέμπει κύματα τα οποία μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν αν δεν τοποθετηθούν εντός και εκτός του κτηρίου τα κατάλληλα υλικά και τεχνικά μέσα.

11. Θα πρέπει να ιδωθεί, δηλαδή, ως ένας όρος που καλύπτει όλες τις εκφάνσεις της αρχιτεκτονικής.

12. Ο σύνθετος-διεπιστημονικός ρόλος της αρχιτεκτονικής διακρίνεται: (α) σε θεωρητικό εργαλείο για την ανάλυση της σχέσης δημοσίου και ιδιωτικού ρόλου (β) σε κοινωνιολογικό εργαλείο που ανιχνεύει τη συμπεριφορά των κατοίκων (γ) σε ερευνητικό εργαλείο αναζήτησης μεθόδων και τρόπων χωροπροστασίας από τους σύγχρονους κινδύνους ελέγχου και παρακολούθησης (αλλά συνάμα και σε ερευνητικό εργαλείο υποβοήθησης του εξουσιαστικού ελέγχου κατά τη γνώμη μας).

13. `Oρος που χρησιμοποιείται από νομικούς και δημοσιογράφους καταχρηστικά αφού στην ουσία του εκφράζει τα μόνιμα μέλη-κράτη του Συμβουλίου Ασφαλεία

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού