Αρκετές δεκαετίες μετά τη μεγάλη έκρηξη της κατάχρησης των ναρκωτικών στην Ευρώπη, οι συζητήσεις μπορούν να παρακάμπτουν τα αυτονόητα: οι βλαβερές συνέπειες της κατάχρησης είναι πασίγνωστες, το κυνήγι των εμπόρων του θανάτου είναι αναγκαίο αλλά ανεπαρκές.
Οι βασικές απορίες, ωστόσο, έχουν μείνει αξεδιάλυτες. Διάφοροι κύκλοι ειδικών αναζητούν ακόμη το γένος στο οποίο ανήκει το ζεύγμα εξάρτηση-απεξάρτηση. Ανάγεται άραγε αυτό στο αιώνιο δίπολο υποδούλωση-ανεξαρτησία, με τις κοινωνικοπολιτικές και κατ’ αντανάκλαση ψυχολογικές διαστάσεις; Μήπως πρόκειται βασικά για μια αρρώστια και για τη θεραπεία της; Πριν από περίπου είκοσι χρόνια, η ιδέα «ο τοξικομανής δεν είναι εγκληματίας, αλλά άρρωστος»1 λειτούργησε προοδευτικά. Έπαιξε στη χώρα μας έναν ιστορικό ρόλο ανθρωπιστικού καλέσματος. Σήμερα όμως πια η εμπειρία έχει δείξει ότι όλες οι μονοδιάστατες θεωρήσεις χωλαίνουν. Πολλές επιστήμες (ψυχολογία, κοινωνιολογία, ιατρική, βιολογία, εγκληματολογία, νομική) διεκδικούν το υπέδαφος της συζήτησης, ενώ αντίστοιχα οι κατασκευές πλασματικών υποκείμενων (κακούργος, άρρωστος, περιθωριακός) καλουπώνουν παραμορφωτικά τις σχέσεις και τις οντότητες. Αν π.χ. το ζήτημα είναι ψυχοκοινωνικό, τα οικογενειακά προπλάσματα εξάρτησης μπορούν πολλά να διδάξουν. Το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού και οι μεταλλαγές του, επίσης. Αξίζει μάλιστα τον κόπο να αναζητήσουμε (όχι μόνο την ιστορία, αλλά και) τη γεωγραφία των εξαρτήσεων, καθώς και τα ποικίλα πολιτιστικά τους υπόβαθρα. Αν πάλι πρόκειται για ιατρικό θέμα, η εξατομικευμένη εξέταση, τα φάρμακα και το κλινικό περιβάλλον προέχουν. Τα υπόλοιπα τα φροντίζει ο εισαγγελέας.
Από ζητήματα όπως τα παραπάνω εξαρτώνται οι απαντήσεις σε επιμέρους εναγώνια ερωτήματα, όπως η δυνατότητα (ή μη) οριστικής απαλλαγής από την έξη των ναρκωτικών, η χρησιμότητα ή η ματαιότητα των προσπαθειών πρόληψης και η διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής για το μέλλον.
Η ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στη διάδοση των ναρκωτικών απασχολεί το παρόν κείμενο. Είναι αλήθεια ότι κάποτε οι λύσεις στα επιστημονικά προβλήματα έρχονται τυχαία. Θα ήταν αδύνατο όμως να λυθεί χωρίς μια αιτιολογική βάση ένα τόσο πολύπλοκο ζήτημα, όπως η αντιμετώπιση των ναρκωτικών. Από την άποψη αυτή, καθώς δηλαδή εξ αρχής έλειπε οποιαδήποτε ιστορικοκοινωνική προσέγγιση και φιλοσοφία, γίνονται ευεξήγητα τα ευρήματα της αξιολόγησης της στρατηγικής και του σχεδίου δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά των ναρκωτικών για τα έτη 2000-20042: προκύπτει μείωση του αριθμού των θανάτων και βλαβών της υγείας, αλλά όχι και μείωση της ζήτησης και της διαθεσιμότητας των ναρκωτικών.
Μια νέα στρατηγική κατά των ναρκωτικών για την περίοδο 2005-2012 εγκρίθηκε, εν τω μεταξύ, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τον Δεκέμβριο του 2004. Εξαγγέλλει μια συνδυασμένη προσπάθεια περιορισμού τόσο της προσφοράς όσο και της ζήτησης, αποδίδει έμφαση σε ζητήματα διεθνούς συνεργασίας και προωθεί το τρίπτυχο «έρευνα – ενημέρωση – αξιολόγηση». Αναφέρεται ότι στόχος είναι να προστεθεί αξία στις εθνικές στρατηγικές, με σεβασμό στις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.
Ας δεχθούμε για λίγο ότι η γραφειοκρατική γλώσσα των Βρυξελλών, αποτελεί έναν αναπόφευκτο κώδικα συνεννόησης. Η αξιοπιστία των διακηρύξεων και των στρατηγικών κείμενων δεν παύει παρά ταύτα να εξαρτάται από τις προηγούμενες εμπειρίες μετουσίωσης των διατυπώσεων σε έργα. Εδώ, λοιπόν, η αμηχανία γίνεται έκδηλη: ποιες προοπτικές επιτυχίας έχει η νέα πολιτική, όταν στηρίζεται στις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές με την προηγούμενη που δεν κατόρθωσε να περιορίσει τη ζήτηση και την προσφορά;
Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Νομίζω, όμως ότι το έλλειμμα δεν ξεφεύγει από την προσοχή των Ευρωπαίων: η ισορροπία μέτρων κατά της προσφοράς (δηλαδή, μέτρων αστυνόμευσης και καταστολής) αφ’ ενός, και μέτρων κατά της ζήτησης ναρκωτικών αφ’ ετέρου, αποτυπώνεται μεν στα διακηρυκτικά έγγραφα, αλλά δεν ενυλώνεται στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς εφαρμογής. Η Ευρώπη π.χ. έχει (ορθώς) δημιουργήσει κοινά αστυνομικά σώματα (Europol, Eurojust) και θεσμούς διασυνοριακής συνεργασίας, που εξυπηρετούν (και) την καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών. Λείπουν, ωστόσο, οι κοινές δομές πρόνοιας: έγκαιρης προληπτικής επέμβασης ή θεραπείας και επανένταξης υπέρ των εξαρτημένων. Το σχετικό βάρος αφήνεται στις κυβερνήσεις, που προσφεύγουν συνήθως στις πιο απλές λύσεις (π.χ. συντήρησης), αποφεύγοντας τις κοινωνικοψυχολογικές παρεμβάσεις. Με άλλα λόγια: πλουραλισμός μεθόδων στα χαρτιά, μονομέρεια στην πράξη.
Στο πρόσφατο 10ο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο για τα Ναρκωτικά που οργανώθηκε από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Θεραπευτικών Κοινοτήτων και το ΚΕΘΕΑ και έλαβε χώρα στην Κρήτη, ακούστηκαν ενδιαφέρουσες απόψεις σε μία ευρεία επιστημονική συνάντηση (500 σύνεδροι από όλη την Ευρώπη, με προσκεκλημένους επίσης κορυφαίους Αμερικανούς). Οι περισσότερες εισηγήσεις και κατ’ εξοχήν οι καταληκτικές, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας A. Slater και του αντιπροέδρου Χ. Πουλόπουλου, συνέκλιναν στα βασικά τους πορίσματα: οι κοίνωνικοψυχολογικές παράμετροι της διάδοσης των ναρκωτικών είναι καθοριστικές.
Με την κατάχρηση των ναρκωτικών, βέβαια, μπορεί να συνυπάρχει μια νόσος (συννοσηρότητα) ή μια αναγνώριση γονιδίων υπόπτων για ευαλωτότητα απέναντι στις ουσίες. Όπως όμως εύγλωττα τονίστηκε, μια επέμβαση στα γονίδια θα ήταν επικίνδυνη, οικονομικά ασύμφορη και αμφίβολης αποτελεσματικότητας, ενόψει της συνδρομής άλλων παραγόντων. Εξάλλου, η έμφαση στην ιδιότητα ενός εξαρτημένου ως αρρώστου, όχι μόνον αποπροσανατολίζει από τις κρίσιμες κοινωνικοψυχολογικές παραμέτρους, αλλά και δυσχεραίνει την από μέρους του λήψη μιας απόφασης για αλλαγή ζωής και ιδίως την επανένταξη του. Ο εξαρτημένος βολεύεται με την ταμπέλα του ανήμπορου, ώστε να ζητεί από άλλους τη σωτηρία του («κάντε κάτι»), χωρίς ο ίδιος να καταβάλλει προσπάθειες3.
Εξίσου βολεύεται έτσι και ο αστικός περίγυρος, εξατομικεύοντας το πρόβλημα, δείχνοντας με το δάχτυλο ένα μοναδικό πάσχον πρόσωπο και αποσείοντας τις δικές του ενοχές. Όλα καλά! Η θέση ότι ο εξαρτημένος «φταίει, αλλά όχι μόνος» δεν συγκινεί ούτε τις γειτονιές που αντιδρούν στην εγκατάσταση μονάδων, ούτε τις βιομηχανίες που παράγουν υλικά πανάκειας, ούτε την Ευρώπη που προσηλώνεται στην αστυνόμευση.
Μία νέα λοιπόν σειρά από μελέτες και έρευνες, που ανακοινώθηκαν στο παραπάνω συνέδριο επιβεβαιώνουν την κοινή αντίληψη για τον καθοριστικό χαρακτήρα συνθηκών, όπως ο κοινωνικός αποκλεισμός (αλλά και η αίσθηση αποκλεισμού από «λαμπερά» μοντέλα ζωής), οι οικογενειακές δυσλειτουργίες και η φτώχεια. Η επενέργεια στις συνθήκες αυτές της διάδοσης των ναρκωτικών συνιστά αναγκαίο όρο επιτυχίας οποιασδήποτε προληπτικής ή θεραπευτικής πολιτικής. Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν προσέξει τα σχετικά πορίσματα, αν έτσι οι διακηρύξεις περί κοινωνικής πολιτικής συνεχίσουν να διαψεύδονται από τα έργα, τότε οι Ευρωπαίοι «στρατηγοί» θα συνεχίσουν να αρμενίζουν σε ποταμούς κονδυλίων, να φορούν αντιναρκωτικά παράσημα, αλλά και να χάνουν τις μάχες. Αν, αντίθετα, ο εξαγγελλόμενος διάλογος με την κοινωνία των πολιτών πραγματοποιηθεί και ληφθεί υπόψη, ίσως κάτι κερδηθεί.
Υποσημειώσεις:
1. Βλ. Εισηγητική Έκθεση ν. 1729/1987
2. Βλ. το υπ’ αρ. 15074/2004 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
3. Σχετικά: Κ. Μάτσα, Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές (2001) 126, Α. Κουκουτσάκη, Χρήση ναρκωτικών – Ομοφυλοφιλία (2002) 41-42