Περί Ανομίας ο Λόγος ή η Ευθύνη των Πολιτών

Είναι αλήθεια πως θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ακούγοντας συζητήσεις σε καφενεία ή άλλους χώρους παραγωγής πολιτικού λόγου και πολιτικών αντιπαραθέσεων ότι η ελληνική κοινωνία νοσεί ή ότι πολύ περισσότερο ζούμε σε μια κατάσταση ανομίας. Μεταφέροντας αυτήν την αίσθηση αρκετών συμπολιτών μας φοβούμαι λοιπόν μήπως κινδυνεύουμε να ξεπέσουμε στην γη των Κυκλώπων, των μυθικών εκείνων άνομων και ανήμερων πλασμάτων που μήτε βουλή έχουν μήτε νόμους ξέρουν να τηρούν1 . Όταν λοιπόν οι πρόγονοί μας, από την Ομηρική κιόλας εποχή, θεωρούσαν αποφασιστικό γνώρισμα πολιτισμού την ύπαρξη συνέλευσης που κρίνει και νομοθετεί από την μία πλευρά και πολιτών που τηρούν τους νόμους από την άλλη, οι Κύκλωπες της μυθολογίας που τ’ αγνοούσαν αυτά χαρακτηρίζονται «άγριοι και άνομοι».

Είναι η αναλογία κάπως υπερβολική ή μήπως στη παθογένεια του σύγχρονου πολιτικού κόσμου μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία που προσιδιάζουν την άγρια και άνομη κατάσταση της ζωής των μυθικών εκείνων πλασμάτων; Άραγε ζούμε εν ανομία ή μήπως αυτή προβάλλεται ως άλλοθι για να καλύψει τις δικές μας προσωπικές ευθύνες; Η αυθαιρεσία και η παραβατικότητα, μικρότερη ή μεγαλύτερη, στην οποία γλιστράμε καθημερινά λίγο-πολύ όλοι μας, καταδεικνύει σίγουρα την σοβαρότητα μιας κατάστασης.

Η ανομία ως κατάσταση, για την αρχαιοελληνική πολιτική αντίληψη, θεωρείται προάγγελος κακών για την πόλη. Ο Αίσωπος διδάσκει σε ένα μύθο του τον 6ο αιώνα πως, όπου παρουσιαστεί η αυθαιρεσία («ύβρις») σε πόλη ή έθνος, αμέσως την ακολουθούν πόλεμος και μάχες2 . Η ανομία ωστόσο επιφέρει κακά και για τον πολίτη. Για την ελληνική σκέψη όποιος πράττει άνομα τον περιμένει βαριά τιμωρία. Η νέμεση αποτελεί νομοτέλεια την οποία ο Χορός υπενθυμίζει στον Πολυμήστορα και στην Εκάβη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη το 424 π.Χ3 . Όμως ποια η σχέση της ανομίας με την «πόλη», την σύγχρονη Ελλάδα και τους πολίτες του σήμερα;

Καταρχάς η ανομία ως κατάσταση αναφέρεται είτε στην ανυπαρξία νόμων είτε -όταν υπάρχει νομικό πλαίσιο- στην μη τήρηση διατάξεων που το καθορίζουν. Καθώς λοιπόν ανομία με την πρώτη έννοια στις ημέρες μας δεν υφίσταται, φαίνεται πως η ανομία συνδέεται αντιθετικά με την ίδια την έννοια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά συνέπεια η έννοια της δημοκρατίας αποκτά κρίσιμο περιεχόμενο καθώς εν μέρει οριοθετεί αντιθετικά και το περιεχόμενο της κατάστασης της ανομίας. Για τον λόγο αυτό ο Αριστοτέλης στην Ρητορική του αναφέρει πως σε τίποτα δεν διαφέρει ένας νόμος, όταν δεν εφαρμόζεται, από το να μην υπάρχει4 , ενώ ο Μένανδρος ταυτίζει τον κακό νόμο με την ανομία5 . Τέλος ο Δίων ο Χρυσόστομος (40;-115 μ.Χ.) θέτει την ανομία στο περιβάλλον της τυραννίας μαζί με την σκληρότητα, την ύβρη και την διχόνοια6 . Επομένως, τη στιγμή που ο νομικός μας πολιτισμός στηρίζεται στη δημοκρατία και τη νομιμότητα, η ανομία καλύπτει εκείνες τις εκδηλώσεις αυθαιρεσίας που προσβάλλουν τον νομικό μας πολιτισμό και κατ’ επέκταση την ίδια την κοινωνική μας συμβίωση.

Στην χώρα μας, τρεις δεκαετίες μετά το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, ολοένα και πιο συχνά γίνεται δυστυχώς λόγος από τους ίδιους τους πολίτες για την απαξίωση του ρόλου των πολιτών με αιχμή του δόρατος την άποψη ότι οι «απλοί» πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης στα συμβαίνοντα. Χωρίς φυσικά να παραβλέπουμε τις σοβαρές προσπάθειες ανθρώπων που επιχειρούν να αρθρώσουν πολιτικό λόγο και έργο σε διάφορες πτυχές της κοινωνικής ζωής, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως το γενικό κλίμα χαρακτηρίζεται από μια απαξιωτική εκατέρωθεν (πολιτών και πολιτικών) συμπεριφορά που αναπότρεπτα θα μας οδηγήσει σύντομα ενώπιον των ευθυνών μας 7. Ποια είναι όμως τα αίτια και οι πηγές της απαξίωσης της πολιτικής ζωής αλλά και της αδιαφορίας των πολιτών για τα πολιτικά πράγματα που ουσιαστικά οδηγούν στην εικόνα της ανομίας υπό την έννοια που μόλις προαναφέραμε;

Η έμμεση αντιπροσώπευση στη λήψη των αποφάσεων αποτελεί μάλλον την κύρια γενεσιουργό αιτία της ανομίας. Τα ερωτήματα σχετικά με το ποιος νομοθετεί, ποια συμμετοχή έχω στη λήψη των αποφάσεων, ποιος κρίνει την ορθότητα των θεσπισθέντων και πως περιφρουρείται η νομιμότητα, θέτουν όχι μόνο το περίγραμμα της σκέψης του σύγχρονου Έλληνα αλλά εκφράζουν θεμελιωδώς και τις ίδιες τις αγωνίες του. Η ανομία, η συνειδητή αυθαιρεσία και η απομάκρυνση από τους κανόνες δικαίου, γεννάται λοιπόν ως αντίδραση στην αίσθηση που έχουν οι πολίτες πως δεν συμμετέχουν, πως δεν έχουν λόγο στην νομοθετική παραγωγή. Πολύ δε περισσότερο η αίσθηση ενισχύεται όταν καλείται το κοινωνικό σύνολο να εφαρμόσει νόμους, οι οποίοι κρίνονται αντίθετοι προς τα συμφέροντά των μελών της κοινωνίας. Παράλληλα, τα ΜΜΕ, με τη χαρακτηριστική υπερβολή τους και ειδικότερα την τάση τους να μεγεθύνουν συχνά σε εξωπραγματικό βαθμό τις διαστάσεις των θεμάτων που προβάλλουν, φέρουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στην αναπαραγωγή της καχυποψίας, την έλλειψη εμπιστοσύνης για τους θεσμούς της πολιτείας και την αύξηση της ανασφάλειας, η οποία αν δεν γεννά η ίδια την αυθαιρεσία, τουλάχιστον την αναπαράγει.

Το κρίσιμο ερώτημα ωστόσο είναι το πώς συμμετέχει ο καθένας προσωπικά στη διαφύλαξη του ρόλου που το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα προορίζει για εμάς. Το πρόβλημα υπό αυτή τη σκοπιά δεν είναι τόσο θεσμικό όσο κυρίως προσωπικό, ή καλύτερα είναι θεσμικό στο βαθμό που οι θεσμοί επιτρέπουν την αυθαιρεσία ή αποτρέπουν τους πολίτες από την ανάληψη ενός διαφορετικού ρόλου από αυτόν του θεατή. Ο σύγχρονος όμως πολίτης ζει κλεισμένος κι εγκλωβισμένος σε έναν μικρόκοσμο που ο ίδιος τις περισσότερες φορές έχει δημιουργήσει. Η σημερινή κατάσταση που βιώνει σε προσωπικό επίπεδο καθημερινά ο καθένας μας θυμίζει λίγο έως πολύ την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στις αρχές του 19ου αιώνα και το «Δόγμα Μονρόε» 8. Πρόκειται βέβαια για ένα προσωπικό δόγμα Μονρόε, το οποίο αρθρώνεται από τον καθένα μας, απευθύνεται προς όλους τους άλλους και έχει πεδίο εφαρμογής τα όρια του εαυτού μας, όπως τουλάχιστον αυτά καθορίζονται από εμάς τους ίδιους. Έτσι ξεκάθαρα διαχωρίζουμε τον εαυτό μας, το Εγώ μας, από τους άλλους και διεκδικούμε για τον εαυτό μας όσα «δικαιωματικά» του ανήκουν, εκφράζοντας συνάμα ξεκάθαρη προειδοποίηση προς τους άλλους για τις συνέπειες της παραβίασης των ορίων που χαράσσουμε, ή αλλιώς των κεκτημένων. Στο προσωπικό πεδίο το σύγχρονο αυτό ελληνικό δόγμα λειτουργεί ανασταλτικά για την ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων, καθώς δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να διεισδύσει στον προσωπικό μας χώρο, ενώ σε πολιτικό – κοινωνικό επίπεδο φθείρει την κοινωνική συνοχή καθώς οδηγεί στην αδιαφορία για καθετί που εκφεύγει των ορίων που ο καθένας έχει καθορίσει για τον εαυτό του. Η σύγχρονη αδιαφορία για την πολιτική ζωή είναι η αρχή μιας πορείας που με βεβαιότητα οδηγεί στην ανομία, στη μη τήρηση των νόμων και τελικά στην άρση, στην πράξη, της δημοκρατικής λειτουργίας της κοινωνίας μας.

Βέβαια, σημαντικό μερίδιο ευθύνης αναλογεί και στα πολιτικά πρόσωπα. Στην Αρχαία Ελλάδα, η μη τήρηση των νόμων είναι αδιανόητη ακόμη και για τους ίδιους τους θεούς. Ο Ευριπίδης στο έργο «Ίων» αναρωτιέται μέσω του ήρωα «πώς είναι δίκαιο, εσείς [οι θεοί] που βάλατε τους νόμους στους θνητούς, οι ίδιοι εσείς να κάνετε ανομίες;» 9 . Σήμερα οι «εν βουλευτηρίω» σύγχρονοι θεοί δεν διστάζουν να καταπατήσουν ή όταν αυτό δεν είναι δυνατό (επειδή θα κάνει κακό στη δημόσια εικόνα και κατ’ επέκταση και στην ψηφοθηρία) να παρακάμψουν τεχνηέντως τη νομιμότητα. Οι φωτογραφικές διατάξεις εξάλλου αυτό το ρόλο εκπληρώνουν και δυστυχώς τα παραδείγματα δεν είναι λίγα.

Επίσης, ο τρόπος ανάδειξης των πολιτικών προσώπων επιτρέπει την διαιώνιση των κακώς κειμένων. Όταν ρωτήθηκε ο Σωκράτης ποια πόλη διοικείται κακώς, απάντησε: «εκείνη στην οποία οι άρχοντες εγκαθίστανται από φατρίες»10 . Οποιαδήποτε λοιπόν προσπάθεια για την βελτίωση της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει με επιτυχία αυτό το θέμα: τον τρόπο ανάδειξης των προσώπων που θα κληθούν να ασκήσουν την πολιτική. Το θέμα αυτό είναι πρωτίστως θεσμικό, αναπόδραστα όμως συνδέεται με την προσωπική στάση των πολιτικών, την «αλληλεγγύη» μεταξύ των κομματικών συντρόφων, τις «ιερές» συμμαχίες με τα οικονομικά συμφέροντα και τα «ανέντιμα» χτυπήματα κατά των αντιπάλων εντός του πολιτικού στίβου. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον Θουκυδίδη, ο οποίος αναφέρει πως ο πόλεμος και η ανάγκη οδηγούν τον άνθρωπο να αλλάξει και τις έννοιες των λέξεων προκειμένου να δικαιολογηθούν οι πράξεις του. Έτσι ανάμεσα στ’ άλλα ο συγγενής λογίζεται πιο ξένος από τον κομματικό σύντροφο, επειδή ο τελευταίος είναι προθυμότερος να ριχτεί στον κίνδυνο για το κόμμα χωρίς να εξετάσει την αληθινή αιτία της πράξης του. Στις περιπτώσεις αυτές οι κομματικοί σύντροφοι ενώνουν τις δυνάμεις τους για να κερδίσουν πλεονεκτήματα στο πείσμα των νόμων και των κοινωνικών ηθών11 .

Οι σκληρές συνθήκες ανάδειξης των πολιτικών (εκ)προσώπων οδηγεί συχνά σε ακρότητες. Κατά τον Δίωνα στις εμφύλιες αυτές συγκρούσεις κάθε μερίδα ονομάζει τους αντιπάλους της «εχθρούς της πατρίδος» και ισχυρίζεται πως αυτή μονάχα αγωνίζεται για το καλό του τόπου12 . Μέσα σ’ αυτό το κλίμα οι υποστηρικτές των ηττημένων απαξιώνουν με την στάση τους το πολιτικό γίγνεσθαι και στρέφουν την ενεργητικότητα τους στα «ίδια» πράγματα. Οι υποστηρικτές των νικητών αντιθέτως σπεύδουν να παραλάβουν τα «πεσκέσια» που τους έταξαν, γινόμενοι τοιουτοτρόπως συμμέτοχοι στην απαξίωση του πολιτικού ρόλου του κάθε πολίτη. Την στιγμή όμως που οι αρχές της ισότητας και της ελευθερίας αποτελούν το θεμέλιο της δημοκρατικής αρχής, όταν ο πολίτης αμελεί τον πολιτικό του ρόλο που είναι πρωτίστως η εν ισότητα και ελευθερία συμμετοχή, τότε θέτει σε κίνδυνο την ίδια την δημοκρατία στην ουσία της.

Οι παραπάνω σκέψεις αναδεικνύουν πτυχές μόνο από τις δυσκολίες που έχουν να αντιμετωπίσουν οι σύγχρονοι πολιτικοί. Έτσι λοιπόν είτε η ίδια η πάλη για την άνοδο είτε οι προσωπικές επιδιώξεις διαβρώνουν τους πολιτικούς και δίνουν άλλοθι στους πολίτες για να προβάλλουν την δική τους αδιαφορία διατυπωμένη μέσα από ένα σύγχρονο «δόγμα Μονρόε». Η ευθύνη όμως είναι και παραμένει προσωπική, ιδίως όταν το θεσμικό πλαίσιο σε βασικές γραμμές υπάρχει. Πολύ περισσότερο όμως, ακόμη κι όταν αυτό κρίνεται ανεπαρκές, η επιλογή να συμπεριφερθεί κανείς στην προσωπική του ζωή με αίσθημα πολιτικής ευθύνης είναι προσωπική ευθύνη του καθενός. Όταν όλες μας οι πράξεις θα ελέγχονται με κριτήριο την πολιτική-κοινωνική ορθότητα ή συμβατότητα, τότε η κοινωνική συμβίωση θα ωριμάζει και ο κίνδυνος που ελλοχεύει θα απομακρύνεται. Γιατί ο πραγματικός κίνδυνος όπως τον διατύπωσε ο Ανώνυμος Ιαμβλίχου στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα είναι η τυραννίδα, η οποίο γεννιέται από την ανομία. Αυτό βέβαια το κακό επέρχεται όταν στο σύνολό τους οι πολίτες στραφούν στο κακό. Γιατί όταν λείψει ο νόμος και η δικαιοσύνη τότε η φύλαξή τους περιέρχεται στα χέρια ενός μόνο, του τυράννου13 .

Αλλά και ο Αριστοτέλης έρχεται να στηρίξει τα παραπάνω καθώς και ο ίδιος πιστεύει πως το να αποκτήσει [ηθικό] κύρος μια πόλη δεν είναι έργο της τύχης, αλλά της επιστήμης και της θέλησης των πολιτών14 . Με άλλα λόγια, η σύγχρονη δημοκρατία θέλει πολίτες με υψηλό αίσθημα ευθύνης των συνεπειών της πολιτογράφησής τους, και αυτό πηγάζει από την ίδια την έννοια της λέξης δημοκρατία ως μορφή πολιτεύματος λαϊκής κυριαρχίας. Η δημοκρατία για να λειτουργήσει απαιτεί ενεργούς πολίτες. Πολίτες δηλαδή που δεν θα αποποιούνται τον ρόλο τους, ούτε θα απαξιώνουν την δυνατότητα ανάληψης δράσης. Τελικά στις δύσκολες συνθήκες του σύγχρονου πολιτικού γίγνεσθαι και της κοινωνικής συμβίωσης ο δρόμος προς την δημοκρατία παραμένει προσωπική υπόθεση και αξίζει «τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτέ από το χρέος μη κινούντες· δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις… Και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε»15 .


Υποσημειώσεις:

1. Ομήρος, Οδύσσεια, ι, 106, 112.
2. Αίσωπος, Μύθοι, 319, Πόλεμος και Ύβρις.
3. Ευριπίδης, Εκάβη (424; π.Χ.), 1086 (Χορός).
4. Αριστοτέλης, Ρητορική (334-324 π.Χ.) Α, 15, 1375Β, 20.
5. Μένανδρος, Γνώμαι μονόστιχοι.
6. Δίων ο Χρυσόστομος, Περί βασιλείας, Α, 71R (17Μ).
7. Δημήτριος Θ. Τσάτσος, Συνταγματικό δίκαιο, τόμος β’, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα 1993, σελ. 56.
8. Το Δόγμα Μονρόε διακηρύχτηκε το 1812 από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μονρόε. Διακήρυττε στις παραδοσιακές ευρωπαϊκές δυνάμεις την θέση των ΗΠΑ για τη στάση που έπρεπε στο εξής να τηρήσουν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις απέναντι στο δυτικό ημισφαίριο. Το Δόγμα Μονρόε τόνιζε στην Ευρώπη ότι δεν πρέπει να εμπλακεί στις αμερικανικές υποθέσεις, όριζε με δυναμικό τρόπο ποιες ακριβώς νοούνταν ως τέτοιες και προειδοποιούσε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις πως το νέο έθνος θα προχωρούσε σε πόλεμο προκειμένου να υπερασπίσει το απαραβίαστο του δυτικού ημισφαιρίου από οποιαδήποτε επέκταση ευρωπαϊκής δύναμης. Βλ. και Kissinger Henry, Διπλωματία, εκδ. «Νέα Σύνορα» – Λιβάνη, 1995, σ. 41.
9. Ευριπίδης, Ίων (413-408;) 442 (Ίων).
10. Στοβαίος Ιωάννης, Ανθολόγιον ΜΓ, 81.
11. Θουκυδίδης, Ιστορία Γ΄ 82,4 – 83.
12. Δίων ο Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία, ΜΑ, 17 (ΜΣτ΄, 34) 163-235 μ.Χ.
13. Ιάμβλιχος, Προτρεπτικός εις φιλοσοφίαν, 103, 20-104, 14, μτφρ. Μπενάκης Λ. στο Αφιέρωμα στον Κ. Τσάτσο, Σάκκουλας 1980.
14. Αριστοτέλης, (384-322 π.Χ.) Πολιτικά, Ζ, 12, 1.332 Α, 33.
15. Καβάφης, Θερμοπύλες, Νοέμβριος 1903.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού