Περίληψη: Από το πρωί οι φωνές στην πλατεία ενοχλούσαν τα άλογα. Έβγαινε απ’ τα ρουθούνια τους η ανάσα τους κοφτή, κροτάλισαν τα χείλη τους, τίναξαν τα κορμιά τους να βρούνε μια βόλεψη. Τα λουριά τ’ ανάγκαζαν να στέκονται στο ίδιο σημείο ανασηκώνοντας πότε τα μπροστινά, πότε τα πισινά τους πόδια. Κατάλαβε ο αμαξάς, τα έπιασε από τα γκέμια, τα ‘φερε κοντά στο πρόσωπό του, τα μίλησε, χάιδεψε το ένα, φίλησε το άλλο, κανένα δε ξεχώριζε. Γύρισε πίσω να βοηθήσει τους εργάτες να κάνουν πιο γρήγορα. Ξεφόρτωσαν τα βαρέλια με τα παστά τα ψάρια, μα περίσσευε ακόμα φορτίο. Οσμίστηκαν οι μέλισσες το μεζέ, αφηνιασμένες άρχισαν το πέταγμα ψάχνοντας μια χαραμάδα να τρυπώσουν. Χαμπάρισαν τ’ άλογα, κόντευαν να σπάσουν τα λουριά.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ: https://intellectum.org/articles/issues/intellectum2/ITL02p095098_XorosLepidas_karavakis.pdf