Όπως συμβαίνει με τα ψυχολογικά συμπλέγματα του ατόμου, δύο χρόνια ύφεσης και δεκάδες πολιτικής διαφθοράς δεν είναι αρκετά για τον Έλληνα ψηφοφόρο να αποδεσμευτεί από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα το οποίο κουβαλάει στην πλάτη του εκ γεννετής, όπως το πρωπατορικό αμάρτημα.
Ένα μήνα μετά από τη γροθιά που προσπάθησε να δώσει στο πολιτικό σύστημα, στο δικομματισμό και στα διεφθαρμένα πρόσωπα, έβαλε τα χέρια πίσω στις άδειες τσέπες του και απομακρύνθηκε από το γεμάτο υδρατμούς-μοναδική ένδειξη ζωής στο δωμάτιο- ραγισμένο παράθυρο.
Άνοιξε την πόρτα, φόρεσε τις σαγιονάρες του και όποιος κατάφερε να μη πνίξει την απογοήτευσή του στην καταγάλανη θάλασσα και τη ρακή κάτω από τον «ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα» ήλιο, μπόρεσε να φτάσει μέχρι τις διαφανείς κάλπες και να ρίξει το λευκό φακελάκι με διπλωμένη μέσα σε αυτό είτε την απερίσκεπτη οργή, είτε την ψευδαίσθηση πως αντιδρά στο κατεστημένο, είτε τέλος το φόβο της συντέλειας του κόσμου, όπως προμήνυσαν λίγες μέρες πριν τα ιερά τέρατα του τάγματος της μαζικής ενημέρωσης.
Λίγες ώρες μετά, μπροστά στην τηλεόραση, φοβισμένα ή υπνωτισμένα ακόμα από το ιώδιο της θάλασσας μάτια, παρακολουθούν μισοφέγγαρα από χαμόγελα ικανοποίησης της προσωπικής φιλοδοξίας να κρέμονται μπροστά στο γυαλί, γνέφοντας συγκαταβατικά απέναντί τους πως από αύριο κρίνεται απαραίτητη η σύνταξη μιας αιμομικτικής κυβέρνησης, όπως συμβαίνει με κάθε δυναστεία η οποία θέλει να εξασφαλίσει την καθαρότητα και γνησιότητα της αριστοκρατικής της καταγωγής.
Κρυφή ελπίδα κάποιων η «Χρυσή Αυγή» που θα ξημερώσει και η εθνική περηφάνεια του συνόλου που θα ξεπηδήσει σε λίγες μέρες, όταν οι κοπιώδεις προσπάθειες έντεκα ποδοσφαιριστών οδηγήσουν την στρόγγυλη θεά στα δίχτυα των Γερμανών.