ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ ΗΜΕΡΑΣ ‘Οχι Ευχαριστώ

Μόλις προχθές, μια καθημερινή καυτή μέρα του καλοκαιριού στο κέντρο της πόλης σε κάποιο από τα γνωστά καφέ του κέντρου, την ώρα της «χαρούμενης ώρας» του καφέ, αναζητώ λίγη δροσιά προτού πάω στο γραφείο.

Βγάζω το «μποφοριόμετρο» από την τσάντα, διαλέγω με ακρίβεια χιλιοστού το τραπέζι στο οποίο κουνιούνται περισσότερο οι χαρτοπετσέτες και παραγγέλνουμε με τη φίλη μου έναν ελληνικό, μάλλον  λίγο τουρκικό ή ορθότερα αραβικό, καφέ. Μετά από μερικές ρουφηξιές και αφού έχει αρχίσει να αποκτά το τονωτικό μου ρόφημα τη σωστή για την εποχή θερμοκρασία, με  πλησιάζει ένας άγνωστος άνδρας. Ήταν ο τρίτος στη σειρά μετά από ένα παιδάκι που πουλούσε αναπτήρες και έναν Κινέζο που πουλούσε από παπαγάλους που μιλάνε μέχρι ρακέτες που σκοτώνουν τα κουνούπια.

«Θα πάρετε χαρτομάντιλα;»
«Όχι, ευχαριστούμε».
Ποτέ άλλοτε η ευγένεια του «ευχαριστώ» δεν ξεσήκωσε τέτοια αντίδραση. Τα φρύδια πίσω από τα γυαλιά του πήραν το σχήμα ταραγμένης θάλασσας και τα μάτια του εκτόξευσαν ακτίνες λέιζερ που μπορούσαν να ανοίξουν τρύπες στον εγκέφαλο.

«Με ειρωνεύεσαι κοπέλα μου; Είμαι άρρωστος με έμφραγμα!»
Λίγο πριν πάθω και εγώ έμφραγμα, από την ξαφνική επίθεση, η φίλη μου κατάφερε να ψελλίσει:

«Δεν ειρωνευτήκαμε, απλά είπαμε όχι στην προσφορά σας…»
Ο κύριος απομακρύνθηκε μονολογώντας κάποια σανσκριτικά και στο τραπέζι μας προσγειώθηκε μία σιωπή, σαν πιάνο που έπεσε από τον 8ο όροφο.

Η λέξη «ευχαριστώ» σαν βέλος τρύπησε τη συνείδηση και άρχισε να αναζητά καινούριο ορισμό. Απορία, θλίψη και προβληματισμοί μαζεύτηκαν σαν μύγες πάνω από το κεφάλι. Από την εύλογη απορία «μα δεν είπα κάτι που τον προσέβαλε» μέχρι τη συνειδητοποίηση του οξύμωρου της ειρωνείας που μπορεί να εμπεριέχει η λέξη «ευχαριστώ» σε κάποιον ο οποίος στα δικά μας μάτια προσέφερε κάτι να αγοράσουμε ενώ στα δικά του, κατάντησε στο σημείο να επαιτεί. Διλήμματα για το αν λέει αλήθεια ή απλά είναι η εύκολη λύση, αν τα χρήματα που δίνεις τα χρησιμοποιεί ο ίδιος ή υπάρχει κάποιο κύκλωμα που τον εκμεταλλεύεται, αν ο συνάνθρωπός σου έχει ανάγκη ή όχι, ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια, παρόλο που παλιότερα έχεις δώσει μία μάλλον αυθαίρετη απάντηση.  Αναρωτιέσαι ξανά για τη δική σου «δεδομένη» ανθρωπιά και για την ειλικρίνεια του άλλου. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια όλων στο κατακάθι του καφέ. Το μόνο για το οποίο είσαι σίγουρος είναι πως σε ένα κράτος στο οποίο υπάρχει κοινωνική πρόνοια δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται τέτοιου είδους διλήμματα.

Μεγάλωσα στην ελληνική επαρχία. Μέχρι τα 18 μου νομίζω δεν είχα δει ποτέ άνθρωπο να ζητιανεύει στο πεζοδρόμιο. Μόνο ελάχιστες φορές κάποιοι έφταναν μέχρι την πόρτα του σπιτιού μου. Όλοι γνώριζαν ποιές οικογένειες είναι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση και πολύ απλά τους βοηθούσαν. Τόσο ανθρώπινα και με απλά μαθηματικά. Έχω δύο, σου δίνω το ένα ή και το μισό ή έστω το ένα δέκατο. Έδινες. Τη μία μέρα εσύ, την άλλη ο γείτονας. Το κράτος ήταν και εκεί απόν, όμως ο άνθρωπος παρών, ακέραιος στην κλίμακα του, πρόθυμος να το αντικαταστήσει.
Λίγο πριν μετρήσω ισάριθμα, με τη ζωή στην επαρχία, χρόνια στην ανωνυμία και στην εκτός ανθρώπινης κλίμακας πόλη (το κλισέ «δεν ξέρεις ούτε το γείτονά σου» είναι απλά πραγματικότητα) αναρωτιέμαι μήπως αρχίζω να συνηθίζω στην άσχημη όψη της κοινωνίας. Μήπως αρχίζω να συνηθίζω και εγώ στο «πρόσωπο του τέρατος» που περιέγραψε ο Χατζιδάκις. Ίσως ναι. Ελπίζω όχι.

Η βόλτα στην πόλη μπορεί να γίνει αποκαρδιωτική. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι στο πεζοδρόμιο με λιγότερο ή περισσότερο ευφάνταστους ή δραματικούς τρόπους ζητάνε τον οβολό σου. Όλο και περισσότεροι κοιμούνται στους δρόμους. Ολοένα περισσότεροι, μπροστά από ολοένα περισσότερες άδειες βιτρίνες και άδεια κτίρια. Ειρωνεία.

Κάθομαι στο ίδιο τραπέζι με τον πατέρα μου. Στην εικόνα ενός παιδιού που ζητάει λεφτά και ενός άστεγου που είναι ξαπλωμένος στο παγκάκι, τα μάτια του βουρκώνουν. Τα δικά μου όχι. Τη θλίψη επισκιάζει η οργή. Οργή γιατί υπάρχει έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας.

Γιατί υπάρχει αδιαφορία απέναντι στα κυκλώματα που εκμεταλλεύονται ανάπηρους ανθρώπους. Γιατί ακόμα παιδιά στα φανάρια χιμούν στα αμάξια για να καθαρίσουν τα παρμπρίζ τους. Γιατί υπάρχουν κενά δημόσια κτίρια τα οποία θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν άστεγους.

Γιατί η πανανθρώπινη εκκλησία, αφανής σε όλη αυτή την περίοδο της κρίσης, παρόλη την περιουσία της, εξακολουθεί να ζητάει χρήματα από πιστούς για την αποπεράτωση του χι και ψι ναού ενώ παράλληλα διακόπτει τα συσσίτια που μοιράζουν στους φτωχούς, από φαγητά εράνων και προσφορών, επειδή στέλνει για διακοπές τις μαγείρισσες. Γιατί τόσα χρόνια εκκλησία και κράτος κάνουν χωριστά πάρτυ με χρυσά ποτήρια και ροζ σαμπάνια. Ατελείωτα γιατί…

Όχι. Δεν δέχομαι δάκρυα στα πρόσωπα ανθρώπων που ζουν με αξιοπρέπεια σε αναξιοπρεπή κοινωνία. Σ’ ένα γρήγορο ζουμ άουτ, αναρωτιέμαι με ποιά αξιοπρέπεια ως χώρα ζητάμε τώρα να μας βοηθήσουν. Μάλλον με αυτή των αξιοπρεπών ανθρώπων της.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού