ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ ΗΜΕΡΑΣ Η Φάβα της Προπαγάνδας ή η Ρητορική Περί Ανομίας από τον Δημοσιογράφο Σταύρο Θεοδωράκη

(Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σπουδών της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης ο κριτικός γραμματισμός, η κριτική ανάγνωση των κειμένων είναι πλέον στόχος – και ορθώς- της βασικής εκπαίδευσης.)

Ο κύριος Σταύρος Θεοδωράκης επιχειρεί να κατασκευάσει μια πραγματικότητα και να αποδώσει κατηγορικά χαρακτηριστικά σε πολιτικές απόψεις και επαγγελματικές κατηγορίες. Λυπάμαι αλλά -είτε ηθελημένα είτε όχι- ο κ. Σταύρος Θεοδωράκης όταν δημοσιογραφεί φαίνεται, στο άρθρο που θα εξετάσουμε παρακάτω, πως δημοσιολογεί και προπαγανδιστικά.

Η προπαγάνδα είναι ένα αμάρτημα, το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να μελοποιηθεί και να στιχουργηθεί – ως όγδοο ή/και ως συνέπεια των υπολοίπων επτά – από τους δημιουργούς του έργου, Τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα [Die sieben Todsünden], Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ, που βίωσαν με τον πιο δραματικό τρόπο τις συνέπειες από τέτοιου είδους ρητορικές.
Το άρθρο με τίτλο «Πόσους λάκκους έχει η φάβα;» δημοσιεύθηκε στις 23-07-2012, στον ιστότοπο του protagon.gr.

Eκεί διαβάζουμε για τη νοθεία της φάβας που πωλείται ως «Φάβα Σαντορίνης» από ορισμένες εταιρίες, ενώ κατόπιν ελέγχου αποδείχτηκε ότι «τέσσερις από τις πολυδιαφημισμένες «φάβες Σαντορίνης» ήταν κτηνοτροφικά μπιζέλια Αγγλίας! Αυτά που τρώνε δηλαδή τα γουρούνια στην Αγγλία εδώ τα τρώμε ως φάβες Σαντορίνης»!

Σίγουρα αξίζουν συγχαρητήρια στον κ. Θεοδωράκη για την αποκάλυψη αυτή, ο οποίος μέσα από την τηλεοπτική του εκπομπή “Πρωταγωνιστές” έχει προβεί και σε άλλες επιτυχίες. Αλλά κοιτάξτε τώρα τι γράφει παρακάτω. Και μην μου πείτε ότι αποκόπτω το επίμαχο απόσπασμα γιατί αν το εντάξετε στα συμφραζόμενα το πράγμα γίνεται περισσότερο προβληματικό. Πριν ολοκληρώσει το άρθρο του, ο Σταύρος Θεοδωράκης γράφει:
«Και μετά και μετά τι έκανε η Αρχή; Τιμώρησε τις εταιρίες που παραπλανούν τον κόσμο; Τους έριξε πρόστιμα; Τις έκλεισε μήπως; Δεν θέλω υστερίες. Οι οκτώ πλαστές φάβες Σαντορίνης συνεχίζουν να κυκλοφορούν ως «φάβες Σαντορίνης» και να εξαπατούν τους έλληνες καταναλωτές. Άλλωστε, όπως μονολόγησε το στέλεχος της Αρχής που μου αφηγήθηκε στην ιστορία, η αξιολόγηση είναι φράση απαγορευμένη στην αντιμνημονιακή, αδούλωτη Ελλάδα. Εδώ δεν την δέχονται οι δάσκαλοι θα την δεχτούν τα… όσπρια;».

Στη δημοσιογραφική φωνή απηχείται η φωνή της Αρχής. Ο Θεοδωράκης δημιουργεί έτσι μια σύγχυση φωνών πριν αποδώσει τα όσπρια στους δασκάλους!
Για να μπούνε έτσι και οι δάσκαλοι στη σειρά τους αλλά να μην διευκρινίζεται ποιος τους βάζει στη θέση τους. Η Αρχή ή ο δημοσιογράφος;

Έτσι η διαλογικότητα ως συνύπαρξη επιμέρους φωνών (για να θυμηθούμε και τον Μπαχτίν) υποκαθίσταται από μια «γλώσσα της επικύρωσης/εγκυρότητας λόγω ισχύος». Για να αποδοθεί κύρος σε αυτό που λέγεται και δια της αναγωγής στην αυθεντία εκείνου που το λέει, δηλαδή του εκπροσώπου της Αρχής (αρκεί ο αναγνώστης να το διαβάσει κι έτσι).

Η αξιολόγηση εννοιολογημένη μόνον ως έλεγχος και όχι ως βελτίωση. Αλλά πριν την περίοδο «Άλλωστε…Ελλάδα» έχουμε σαφέστατα τη φωνή του δημοσιογράφου. Μπορούμε κάλλιστα να διαβάσουμε και μετά από αυτή την περίοδο (που αποτελεί συμπερασματικό κλείσιμο των πρώτων ερωταποκρίσεων του Θεοδωράκη) την επόμενη περίοδο ως να απηχεί τη φωνή του δημοσιογράφου και πάλι (διαβάζεται και έτσι).

Σε επίπεδο ακόμη και μιας πρώτης ανάγνωσης προκύπτει πως ο Σταύρος Θεοδωράκης επιχειρεί – έμμεσα και άμεσα- έναν ιδεολογικό σχηματισμό λόγου που συγκροτείται στη συνάρθρωση ανομία (η ατιμωρησία των εταιριών από τις Αρχές και οι εταιρίες που πλαστογραφούν το προϊόν «Φάβα Σαντορίνης») – μνημόνιο – αξιολόγηση – εκπαίδευση.

Σε αυτόν τον ιδεολογικό – σχεδόν ιδεοληπτικό – σχηματισμό η εξίσωση είναι προφανής. Γύρω από τη λέξη μνημόνιο – δια της έμφασης στο αντίθετό του, αντιμνημόνιο – συναρθρώνονται η ανομία, η αξιολόγηση και ο δάσκαλος.

Συνακόλουθα, η ταυτότητα που επιχειρεί ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι προφανής: αντιμνημόνιο= ανομία= άρνηση της αξιολόγησης= δάσκαλοι.

Αλλά το απόσπασμα αναγνωσμένο αυτή τη φορά εντός του κειμένου δημιουργεί ένα επιχειρηματολογικό σχήμα που νομιμοποιεί έναν τόπο κινδύνου. Στον επιχειρηματολογικό αυτό τόπο, όταν προκύπτει μια απειλή τότε κανείς πρέπει να κάνει κάτι για την αντιμετώπισή της.

Ποια είναι αυτή η απειλή; Η νόθευση της τροφής μας και επομένως η βλάβη της υγείας μας. Γιατί υπάρχει και πραγματώθηκε αυτή η απειλή; Μα γιατί δεν έγινε έλεγχος από τις Αρχές ή ακόμη χειρότερα επειδή οι Αρχές επιτρέπουν ακόμη στις εταιρίες νόθευσης της φάβας να τη διακινούν στο εμπόριο. Μέχρις εδώ καλώς τα θέτει ο Σταύρος Θεοδωράκης.
Στη συνέχεια όμως η απειλή διευρύνεται. Γίνεται απειλή ισοδύναμη της διατροφικής με άμεσες συνέπειες στη βιολογική υγεία μας. Η απειλή σωματοποιείται. Είναι η απειλή που επιτρέπει τη νοθεία και τη βλάβη.

Είναι το αντιμνημόνιο, το οποίο όπως και με τη φάβα αρνείται την αξιολόγηση και έτσι οι δάσκαλοι δηλητηριάζουν με νοθευμένα προϊόντα τους μαθητές τους. Οι δάσκαλοι είναι φορείς, επομένως, μιας ασθένειας, της αντιμνημονιακότητας, που είναι και η αιτία του νοσηρού συμπτώματος της άρνησης αξιολόγησης.

Συνεπώς τέτοιοι που είναι οι δάσκαλοι πρέπει να τιμωρηθούν από τις Αρχές. Ακριβώς όπως οι Εβραίοι στα κινηματογραφικά επίκαιρα της ναζιστικής Γερμανίας είναι άνθρωποι- φορείς της ασθένειας, αιτίες της μόλυνσης, και πρέπει να απομονωθούν και να εξοντωθούν.

Σε αυτή την κατεύθυνση μας οδηγεί – αναγκαστικά πλέον – και η αναφορά του Σταύρου Θεοδωράκη στο Ντι Εν Έι των Ελλήνων «γιατί ως γνωστόν και τα όσπρια (εκτός από τους Έλληνες) έχουν το DNA τους» (ας θυμηθούμε εδώ και το «αστείο» της Παπαχρήστου με τα κουνούπια).

Πριν, δηλαδή, ο κύριος Θεοδωράκης βυθίσει τους δασκάλους εντός της προπαγανδιστικής φάβας του,  πρόλαβε να συγκρίνει το Ντι Εν Έι του ελληνικού λαού μ’ αυτό των οσπρίων.

Ο Θεοδωράκης αναλαμβάνοντας την ανάδυση ενός – μέχρι πρότινος  ξεπερασμένου- ρατσιστικού λόγου δεν αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχουν εθνικά Ντι Εν Έι, πως υπάρχει ΤΟ Ντι Εν Έι και πως αυτού του τύπου οι συσχετισμοί και οι μεταφορές είναι λόγος μνησίκακος.

Από πού συμπεραίνει ο Θεοδωράκης είναι ότι οι δάσκαλοι ως όσπρια νοθευμένα (όπως οι Εβραίοι ως ποντίκια-φορείς των μολυσματικών ασθενειών στα τότε κινηματογραφικά επίκαιρα) είναι όλοι τους συλλήβδην εναντίον του μνημονίου;

Από πού συμπεραίνει πως όλοι οι δάσκαλοι δεν ψηφίζουν και τα κόμματα που στήριξαν το μνημόνιο;

Από πού συμπεραίνει πως δεν υπάρχουν δυνάμεις εναντίον του μνημονίου που θέλουν την αξιολόγηση (γιατί υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που δεν ψήφισαν τα Μνημόνια αλλά έχουν προτείνει και μεταρρυθμίσεις και προτάσεις για την αξιολόγηση στο χώρο της εκπαίδευσης);

Και τέλος από πού συμπεραίνει πως η αξιολόγηση στην εκπαίδευση για να είναι υγιής πρέπει να γίνεται με όρους αξιολόγησης της οικονομίας των ανοιχτών αγορών; Γιατί, ο κύριος Θεοδωράκης δεν αποδίδει την ανομία στην απάτη της «φαβικής» οικονομίας, σύμφωνα με την οποία η νοθεία γίνεται με μόνον κίνητρο την μεγέθυνση του κέρδους;

Ποια είναι η θέση του, άραγε, για τη φιλομνημονιακή γερμανική οικονομία όταν κι αυτή με τη σειρά της αντιμετώπισε το διατροφικό σκάνδαλο του αγγουριού και της ντομάτας που έστειλε αρκετούς ευρωπαίους συμπολίτες μας στο θάνατο (αφού φρόντισε πριν, ανεπιτυχώς, να τη χρεώσει στους Ισπανούς ή μήπως το ξεχάσαμε);

Εμείς οι εκπαιδευτικοί έχουμε καταθέσει προτάσεις για αξιολόγηση, ενώ έχουν ήδη λειτουργήσει πιλοτικά προγράμματα αυτοαξιολόγησης στα σχολεία. Οι δάσκαλοι προτείνουν και μέσω των συλλογικών τους οργάνων συστήματα αξιολόγησης εκπαιδευτικού έργου.

Είναι άγνωστο όμως σε ποιους δασκάλους αναφέρεται ο κ. Θεοδωράκης,  δηλαδή σε ποια βαθμίδα εκπαίδευσης.
Αλλά γιατί το αντιμνημόνιο είναι φορέας της νοθείας και όχι το άλογο, ανεξέλεγκτο πάθος των αγορών για κέρδος; Και όχι η ευθύνη της πολιτείας που δεν αντιμετωπίζει στο δημοκρατικό, πάντα, πλαίσιο τα προβλήματα; Η αξιολόγηση δεν είναι μια διαπίστωση-ρεπορτάζ φάβας. Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι μια διαδικασία που εντοπίζει δυσλειτουργίες, περιγράφει τα αίτια και προτείνει λύσεις.
Στην εκπαιδευτική αξιολόγηση -ειδικός τομέας των επιστημών της αγωγής- αξιολογούνται οι πάντες, κύριε Θεοδωράκη. Αξιολογείται και το πώς αξιολόγησαν οι αξιολογητές (κατ’ επέκταση, κύριε Θεοδωράκη, αξιολογούνται και τα στελέχη του ΔΝΤ που παραδέχτηκαν πως έδωσαν λάθος «φάρμακα», όπως η Σχολή του Σικάγο και ο von Hayek στη Χιλή του Πινοσέτ).

Σε πολλές χώρες η αξιολόγηση αφορά και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού σχεδιασμού αλλά και εκείνων που τον προτείνουν, όπως και του τρόπου που τον προτείνουν. Αξιολογούνται όλοι και από όλους. Αλλά όχι με τον τρόπο που μας την σερβίρετε, κύριε Θεοδωράκη, ύπουλα ως νοθευμένη φάβα, που ορθώς καταγγέλλετε.

Με τις δυνάμεις και τους τρόπους του χτες, λυπάμαι, αλλά δεν θα αξιολογήσουμε τους θεσμούς που πρέπει να μετασχηματισθούν για να συναντηθούν με τις δυνάμεις αλληλέγγυας μέριμνας για τον άλλο, στις κοινωνίες του αύριο.

Στη δική σας ανάγνωση, κύριε Θεοδωράκη, αξιολόγηση σημαίνει μια κάθετη από τα πάνω προς τα κάτω διαδικασία σύμφωνα με την οποία δεν αξιολογείται το πώς και οι Αρχές κάνουν τη δουλειά τους. Αλλά το ανησυχητικότερο όλων είναι πως κάθε κριτική στο μνημόνιο γίνεται συνώνυμη (με την τεχνική της κειμενικής ενδοαναφοράς) της βλάβης των πολιτών.

Τα ανθρώπινα σώματα, οι πολίτες, ασθενούν όταν κρίνουν διαρκώς και να αναστοχάζονται την πορεία τους. Μια πορεία, την οποία ειρωνεύεστε ως «αδούλωτη Ελλάδα», αποδίδοντας έμμεσα τον κατηγορικό προσδιορισμό σε δασκάλους και πολιτικές δυνάμεις που δεν ψήφισαν τα μνημόνια (φαντάζομαι και τη ΝΔ που είπε όχι στο πρώτο Μνημόνιο!) του νεοεθνικισμού.

Αλλά ότι οι δάσκαλοι θα καταλήγαμε όσπρια στη φάβα που μας ετοιμάσατε, εσείς, κύριε Θεοδωράκη, εσείς που κάποτε υπηρετήσατε στη λαϊκή επιμόρφωση και υποθέτω γνωρίζατε κάτι έστω από την εκπαίδευση του καταπιεσμένου του Φρέιρε, με εκπλήσσει δυσάρεστα. Το σωματικό σύμπτωμα που νιώθω από μια τέτοια σερβιρισμένη φάβα είναι αηδία.
Πρέπει να σας πω πως οι δάσκαλοι δεν είναι όσπρια για να τους μαγειρέψετε και κυρίως πως η δημοσιογραφία δεν είναι κανιβαλισμός. ΄Η μήπως είναι, κύριε Θεοδωράκη;

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού