ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ ΗΜΕΡΑΣ Ανοίγοντας μια Σακούλα Φαρμακείου

(για τις αξιολογικές κρίσεις περί κανονικού της μη-επιστήμης της ίασης)

Υπάρχει μια υγεία που κατασκευάζεται, αλλά υπάρχει κι ο εχθρός της. Η  πηγαία ορμή, όπως η ανάσα. Απλά συμβαίνει. Το σύμπτωμα δεν είναι ανεκτό. Και αναδημιουργείται στο εργαστήρι του νου.

Το αεράκι δρόσιζε τα ιδρωμένα σοσόνια του Ιούνη, του καταμεσήμερου. Οι πλάκες στα δημοτικά πεζοδρόμια άχνιζαν τις σκιές από μέλη. Οι άντρες παραμιλούσαν στα μάτια τους την ενδεχόμενη απειλή της ανέχειας ριγμένοι σε εφημερίδες. Ξαφνικά ανασήκωναν το κεφάλι τους και το βλέμμα τους αυνανίζονταν στις γυναίκες που ανεβοκατέβαιναν τις κυλιόμενες σκάλες του Μετρό  με την ελευθερία των στενών παντελονιών. Εκείνες άπαρτες μες στα πολύχρωμα νύχια τους ονειρεύονταν αφημένες στα χρωματισμένα χείλη τους. Αποσμητικά εκφράσεων – κλισέ με τη δυσοσμία μασχάλης.

Ιδού – όπως κινείται – λικνίζονται τα χέρια, ο συρμός, σπασμωδικές σάρκες: «το σώμα που διαπερνάται από το δικαίωμα της εξέτασης, το σώμα που υποβάλλεται στην υποχρέωση της εξαντλητικής ομολογίας και το σώμα που ορθώνεται ενάντια σε αυτό το δικαίωμα της εξέτασης, ενάντια σε αυτή την υποχρέωση της εξαντλητικής ομολογίας». Έκλεισε το βιβλίο βιαστικά, τσακίζοντας τη σελίδα, το έριξε μέσα στη σακούλα και κατευθύνθηκε προς τις πόρτες του βαγονιού. Στάση.

Στις δαιδαλώδεις μαρμάρινες στοές προς την επιφάνεια είχε βιδώσει το κεφάλι στις οροφές ενώ ακόνιζε τη λίμα της φωνής του: Δεν μπορώ να έχω και δεν είμαι η πηγαία δύναμη που θα με κάνει να απολαύσω. Η αναπηρία είναι ένα κενό ανάμεσα στους αρμούς της ψυχής μου. Και η υγεία ταυτόχρονα είναι πως αρνούμαι να συμπληρώσω το κενό με ό,τι θα γίνει μια εικόνα. Από αυτές που θα μου δώσουν το ψεύδισμα της γελοιότητας στο φαύλο κύκλο της πλήξης.

Η πόλη στη θερινή διάχυση της ραστώνης απώλεια και αναμονή νοήματος. Τα ιδρωμένα συνωστισμένα σώματα, πείνα δίχως το όνειρο τροφής από πέψη τυφλή στα αλφάβητα της γεύσης. Μια αντίδραση δίχως ερέθισμα.

Προχωρούσε αφήνοντας την πλαστική σακούλα από το φαρμακείο να στριφογυρίζει μες στα δάχτυλά του. Ενώ ανέμιζε το πένθος των παραδοχών αποδίδοντας στα σιντριβάνια της πλατείας και τα δέντρα την ανακούφιση παραίτησης. Ήταν καλή η μέρα και το ερώτημα διόλου πλέον συνταρακτικό: Πότε πεθαίνουμε…αν όχι ακόμη…πότε;

«Mη με ρωτάτε ποια είμαι και μη μου λέτε να παραμείνω ο ίδιος: αυτή είναι μια ληξιαρχική ηθική. Διέπει τα δημόσια έγγραφά μας» έλεγε η προειδοποίηση με παρωδία μελωδίας δικτύου κινούμενης τηλεφωνίας. Κοντοστάθηκε πριν το φανάρι: “ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΧΡΗΣΗ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ!”. Ανταπέδωσε. Η εξάντληση όταν δεν φλυαρεί γίνεται πονοκέφαλος, οργή  που πρέπει να δειλιάσει από φυγή σε ανταλλαγή γραπτών σμς.

Ας πιει εδώ τον τρίτο παγωμένο καφέ της ημέρας. Ας θυμώσει. Δεν αλώθηκε από κανέναν. Ας αντιτάξει την άμυνα της αλαζονείας στην πιθανότητα της αποκάλυψης. Εκεί που οι άλλοι ευχόμουν να έχουν. Εγώ είμαι.. Το εγώ δεν έχει κι έτσι δεν είναι. Κι όταν οι άλλοι δεν έχουν αλλά σε πείθουν για το αντίθετο τότε δεν μπορείς παρά να αποχωρήσεις δίχως δικαίωση, γυμνός από εγκατάλειψη. Το καλαμάκι πιτσιλούσε στίγματα καφέ στο μαύρο μακό του.

Σκέφτηκε τα λιγοστά ευρώ που είχε στο πορτοφόλι του. Δεν ήθελε άλλο. Δεν μπορεί άλλο. Του φτάνει η νίκη της παραδοχής δίχως την υπεραναπλήρωση μιας αυτοκτονίας ενός σύννεφου με παντελόνια. Δίχως τον εγκλωβισμό του Νόμου που οδηγεί τον ψυχαναγκασμό ενός μίσους προς τον πατέρα σε αιμόπτυση. Δίχως την εξαντλητική ανάμνηση μιας μαντλέν για τις αλυσίδες κατασκευασμένων παθών γύρω από την ανικανότητα. Όχι μια ατόφια παραδοχή, ένας ατόφιος πόνος για το κενό που δεν μπορεί να καλυφθεί. Μήτε Βλαδίμηρος (Μαγιακόφσκι), μήτε Φραντς (Κάφκα), μήτε Μαρσέλ (Προυστ). Το τίποτα μέσα του ανασαίνει. Ατόφιο αυτό. Δίχως άλλοθι τρέλας. Μονάχα αυτό. Το άδειο που κινείται μέσα στο υπέρβαρο σώμα του. Το άδειο που γράφει μέσα στα κοντόχοντρα δάχτυλά του. Ατόφιο. Κι αν δεν έχει την ορμή. Έχει με το μέρος του τη ζωή. Τη ζωή που αντέχει ατόφιο το άδειο.

Αυτό τον κράτησε ακατήχητο στην Κατήχηση των Βιομηχάνων. Κι έτσι έμεινε από την απέξω υπολογίζοντας τώρα τα ευρώ του τρίτου καφέ. «Οι λόγιοι προσφέρουν πολύ σημαντικές υπηρεσίες στην τάξη των βιομηχάνων. Αλλά παραλαμβάνουν από την τάξη των βιομηχάνων υπηρεσίες ακόμα πιο σημαντικές: διασφαλίζουν την ύπαρξή τους» ψέλλισε για να ακούσει τη φωνή του, σημείωση του Σαιν Σιμόν.

Ακατήχητος και άδειος αποφάσισε να δώσει περιεχόμενο στο χρόνο του κάτω από τις μουριές της πλατείας. Άνοιξε την σακούλα από το φαρμακείο και περιεργάστηκε τα σκεύη αφού πρώτα έβγαλε πάνω στο τραπέζι το βιβλίο με την τσακισμένη σελίδα, Οι Μη Κανονικοί, του Μισέλ Φουκώ. Η σακούλα του φαρμακείου κρατούσε ίσως το άνοιγμα της υγείας του στην ασθένεια αλλά και τραβούσε από τα μαλλιά την ασθένεια, προσφέροντάς της μια ευκαιρία να νιώσει, κάτι. Περιεργαζόταν τώρα:

– ένα κουτί με αντικαταθλιπτικά, Cypralex των 10 mg

– ένα κουτί προφυλακτικά durex μεγαλύτερης ασφάλειας, με μεγαλύτερο πάχος και περισσότερο λιπαντικό

– τη συσκευή nicorette με 42 ανταλλακτικά νικοτίνης επιστόμια για τη διακοπή του καπνίσματος

– ένα κουτί με 40 δισκία Buscopan Plus

– ένα τζελ για μασάζ και λιπαντικό με αναζωογονητική αλόη βέρα 200 ml (durex play)

– μία κρέμα Panthenol EΧΤRA για ταλαιπωρημένα και σκασμένα χέρια

– δύο πακέτα χαρτομάντιλα για απαλό καθάρισμα απ’ την κορφή ως τα νύχια της Johnson’s baby

Μ’ αυτή τη φαρμακεία είχε διασφαλίσει τη ζωή στα εξής ενδεχόμενα (και σε αντιστοιχία με την ανωτέρω λίστα):
– αντιμετώπιση της αποτυχίας

– υγιής διείσδυση

– αντοχή στη βιάση

-καταπολέμηση κάθε σπασμού της ψυχής στο σώμα

– παράτηση της ηδονής από ελπίδα

– αυτοεικόνα ευγενούς

– αποόσμωση κάθε αφής

Τακτοποίησε τα πράγματα στη σακούλα του. Ρούφηξε λίγο παγωμένο καφέ από το κίτρινο πλαστικό καλαμάκι του και αφέθηκε στη ραστώνη του Ιούνη, του Καταμεσήμερου. Είχε και πάλι κάτι καταναλώσει. Σε περίπτωση που το άδειο έκανε τη χάρη να του φέρει ένα νόημα. Αυτό το απύθμενο άλγος κενότητας ζει και περιμένει. Ίσως η μόνη πρόοδος. Το θάρρος της αναμονής. Μια πράξη όταν αποφασίσεις να μην κάνεις τίποτα. Τότε που άδειος πια θα αντέξεις το φως στη σκιά ενός δέντρου.

Το καλαμάκι συνέχιζε να τον πιτσιλά. Μα εκείνος απολάμβανε κάτι. Την απώλεια της θέλησης. Ρουφώντας τον παγωμένο καφέ του. Μη με ξαναφωνάξεις πια με το όνομά μου. Πάνω στο άδειο είναι δικό σου το όνομα που καλείς. Και το άδειο είναι η απαρχή. Δεν γίνεται υποκατάστατο. Γι’ αυτό έτσι σε αγάπησα. Όπως δεν μπορώ να αγαπήσω.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού