Ζωγράφιζα ήλιους. Πολλούς. Τον ένα δίπλα στον άλλο, πάνω απ’ τον άλλο, σε ομόκεντρους κύκλους ή συστήματα και τους χρωμάτιζα. Οι ήλιοι μου είχαν ακτίνες, ουρές, χεράκια ανοικτά ή φιδωτές άκρες και ανθρώπινα χαρακτηριστικά: χαμόγελα, φακίδες, μουστάκια ή γλώσσα παιχνιδιάρικα κρεμασμένη έξω απ’ το στόμα τους. Κι αυτοί οι ήλιοι ζούσαν στη λιακάδα, τη συννεφιά, τη βροχή ή στην άσπρη αλέκιαστη σελίδα τους, χωρίς ποτέ ένας τους να παραπονεθεί, γιατί δεν τον ζωγράφισα σωστά ή σύμφωνα με τις πραγματικές του διαστάσεις, αλλά τον έκανα μικρό, να μην μπορεί να κάψει τη σελίδα και να βγει στον κόσμο. Οι ήλιοι μου ήξεραν ότι η δύναμή τους χωρά σε λίγα τετραγωνικά. Όμως σ’ αυτά τα λίγα ήταν οι βασιλιάδες. Και ο σκοπός μου ήταν να τους προσφέρω το βασίλειό τους.
Μάζευα, θυμάμαι, όλα τα κίτρινα της τάξης στο θρανίο μου, γιατί ποτέ το κίτρινο δεν μου έφτανε. Τα υπόλοιπα παιδιά δεν μου έφερναν αντίρρηση, γιατί έφτιαχνα ήλιους και γι’ αυτούς. Αυτός ήταν ο δεύτερος σκοπός μου. Να έχω ήλιο να μοιράζω. Δύσκολη απαίτηση, ήταν όμως και δική μου ανάγκη. Με άφηναν στην ησυχία μου. Ποτέ ένας ήλιος δεν ήταν αρκετός, πάντα κάποια ζωγραφιά θα κρύωνε παραπάνω και τότε ο δημιουργός της θα μου την έφερνε λέγοντάς μου «θα μου κάνεις τον ήλιο;» Τον ρωτούσα «πώς τον θες;» και μου απαντούσε ο καθένας διαφορετικά. Μπορεί να ήταν κλόουν, χαρταετός, αστροναύτης με στολή ή αρλεκίνος, όμως η σελίδα του ανήκε, μαζί και το χαμόγελο μου, καταχωνιασμένο κάπου κοντά του. Μόνο η γιαγιά μου που με έβλεπε ξαπλωμένο στο χαλί της να ζωγραφίζω μου έλεγε «όσο και να προσπαθείς αγόρι μου, δεν θα μπορέσεις ποτέ να τον φωτογραφίσεις». Δεν καταλάβαινα γιατί να μην μπορώ να το κάνω, έστω περίπου να δω την εικόνα του, και να πρέπει μόνο να τον φαντάζομαι. «Γιατί κανείς στην ουσία δεν έχει τη δύναμη να το κάνει» μου απαντούσε.
Περί δύναμης δεν ήξερα πολλά. Πίστευα όμως ότι αν θες κάτι πολύ το κατακτάς. Το πίστευα και ορκιζόμουν να το θελήσω κάποτε τόσο πολύ που να το κάνω αληθινό. Ο μύθος του Ίκαρου ήταν το τέλειο παράδειγμα. Δεν πίστεψα το τέλος του, δεν ήθελα ν’ ακούσω για την πτώση του στη θάλασσα, για το λιώσιμο των φτερών του και την αποτυχία του. Όταν με ρωτούσε η δασκάλα «Και τι απέγινε ο Ίκαρος;», «ακόμα πετάει εκεί ψηλά» της απαντούσα.
Μεγαλώνοντας ο κόσμος προσπαθεί να σε πείσει για το αντίθετο, να τον κατηγορήσει, γιατί ερωτεύτηκε τον ήλιο, γιατί στάθηκε τόσο άμυαλος, γιατί δεν ακολούθησε την εύκολη πορεία. Κανείς δεν στέκεται στην τόλμη, την ευφυΐα και το κίνητρό του. Προσπάθησε να ξεφύγει απ’ τον δικό του λαβύρινθο και τα κατάφερε, έτσι δεν είναι; Όσο και να τον γύρευαν μετά, δεν θα πήγαινε ανθρώπου νους να τον ψάξει ψηλά. Έχουμε μάθει να μετριάζουμε τα όνειρά μας, αυτό το κατάλαβα. Και να υποτιμούμε των γύρω μας, γιατί δεν έχουμε τόλμη για τα δικά μας. Πάντα κάποιος άνθρωπος κρυώνει παραπάνω. Δίχως ήλιο. Αλλά ο δικός μας γίνεται να σβήσει για χάρη του;
Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι σαν εμένα που το να πας ψηλά και να τον φτάσεις είναι ένα όνειρο. Κρατούν μπαλόνια από ήλιο κι αναρωτιούνται πόσα θα ήταν αρκετά να τους σηκώσουν απ’ τη γη, να νιώσουν λίγο σαν τον παιδικό εκείνο ήρωα της ταινίας που με το κόκκινο μπαλόνι δραπετεύει από την πόλη. Θυμάμαι ένα μπαλόνι που μου ξέφυγε ένα μεσημέρι από το χέρι, στο παράθυρο της γιαγιάς μου. Ένα μπαλόνι πολύχρωμο, ταϊσμένο από ήλιο και το είδα να φεύγει από το χέρι μου και να ανεβαίνει ψηλά. «Δεν έπρεπε να το αφήσεις» μου είπε, «τώρα θα απλωθεί σαν σκουπίδι στο διάστημα. Αν δεν το σκάσει ο ήλιος και καταλήξει ξεφούσκωτο πάλι στη γη». «Δεν υπάρχει περίπτωση» της είπα. Όταν χρόνια μετά πέθανε κι εκείνη, της είπα μυστικά την ώρα της ταφής «Τώρα γιαγιά, θα βρεις εσύ το μπαλόνι μου. Θα γίνεις κι εσύ πολύχρωμη».
Και το πίστευα. Κι ακόμα θέλω να σκέφτομαι ότι όπου κι αν βρίσκεται, έχει ένα πακέτο μαρκαδόρους κίτρινους στην τσέπη της για μένα.
Χθες άκουσα πάλι για κάποιον άνδρα που ανέβηκε σε μια ταράτσα, απειλώντας να πέσει στο κενό. Δεν έμαθα ο δικός του λαβύρινθος ποιος ήταν, από τι πολεμούσε να ξεφύγει. Από χρέη απλήρωτα, από αβεβαιότητα, ανασφάλεια, φόβο;
Ίσως από τίποτα από αυτά ή απ’ όλα αυτά μαζί. Αν ήμουν κάπου κοντά, θα έτρεχα να ζωγραφίσω στο κράσπεδο ένα πέρασμα, μια πόρτα που να οδηγεί στο φως, όπως συμβαίνει στα καρτούν, με την ελπίδα να μην τον σταματήσει βίαια. Ευτυχώς ο άνδρας αυτός μεταπείστηκε και κατέβηκε από την ταράτσα του πολυώροφου κτιρίου. Μάλλον κι ο ίδιος κατάλαβε πως δε φορούσε τα φτερά του ή πως δεν τα κόλλησε με το κερί καλά και πως θα λιώσουν.
Το πιο πιθανό είναι αυτός ο άνθρωπος να κρύωνε και να μην είχε κάποιον να του ζωγραφίσει έναν ήλιο. Ο ήλιος έχει μάθει να είναι λίγο επιφυλακτικός με τους ανθρώπους. Ζεσταίνει μόνο όσους τον κοιτούν κατάματα. Δεν φτάνει να τον ζωγραφίσεις. Και πάω στοίχημα, οι άνθρωποι που φεύγουν από ταράτσες έχουν σημάδια μαρκαδόρου στα χέρια τους.