Κι ύστερα η Αλίκη έπεσε στην κουνελότρυπα. Κι έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε και σίγουρη ένιωθε πως δε θα πιάσει ποτέ πάτο, έτσι που γρήγορα κατέβαινε σε έναν κόσμο στροβιλισμένο, που δε βρίσκει στέρεο έδαφος και που δεν έχει πρόγραμμα στεγνώματος, ούτε καν κύριας πλύσης, μόνο στην πρόπλυση ξανά και ξανά μένει το μηχάνημα και στροβιλίζει τα ρούχα, ούτε που καν τα μαλακώνει, είναι με κρύο νερό που βάζεις γρήγορα την πλύση και ούτε ίχνος μυρωδιάς δε φεύγει κι έχουν μια τσίκνα τα ρούχα, τσάμπα το απορρυπαντικό που χάλασες, για να μην πω για το νερό που θα το πεις νεράκι, αν συνεχίσεις να το σπαταλάς και για το ρεύμα που πάνω απ’το κεφάλι σου καραδοκεί για να στο πάρει , καθώς η βασίλισσα παίρνει κεφάλια σήμερα, όπως και κάθε μέρα, γιατί παίζοντας κρίκετ κάποιοι μπαίνουν στον δρόμο της και πώς να το’βρει το σημάδι.
Κι ύστερα η Αλίκη έπεσε. Και βγήκε και περπάτησε στον κόσμο αυτόν τον μικρό, τον μέγα, που Ελύτη γέννησε κι αλήτη επέλεξε, τον κόσμο τον λογικό με τους γάτους του Τσεσάιρ, τους κασιδιάρηδες, που αθωώνονται στα δικαστήρια, γιατί έχουν καλά πια διδαχθεί την τέχνη της εξαφάνισης, δε μένει πίσω ίχνος από έγκλημα, δεν έχουν άλλωστε πατούσες τέτοιοι γάτοι, έχουν το σώμα τους καιρό πια ξεπουλήσει, ένα κεφάλι αναβοσβήνει στο σκοτάδι, όλα τα βλέπει, κρύβεται, γελά κι αφήνει ένα χαμόγελο ένοχο να ξεθωριάζει. Θέλει ο γάτος να κρυφτεί και η χαρά δεν τον αφήνει. Και περπατώντας η Αλίκη, μικραίνει και μεγαλώνει. Και νιώθει ανόητη που ένα σώμα δεν μπορεί να φέρει βόλτα κι αυτό πεινά και πόσο πια να το ταΐζει παραμύθια. Τη νιώθεις και τη συμπονάς. Ε και λοιπόν, θα μου το πεις. Ε και λοιπόν θα σου το πω.
Κι ύστερα η Αλίκη για να φάει δε θα βρει εύκολα, μονάχα τσάι θα την κεράσει ο Μαρτιάτικος Λαγός και παντεσπάνι, σ’ένα τραπέζι που, προτού πεινάσουν όσοι κάθονται, αλλάζουν θέσεις κι έτσι ξεγελούν την πείνα τους κι έρχεται η τσίκνα διπλανή και αδιάκριτη να μπαίνει στα ρουθούνια τους. Κάποια Μαρία Αντουανέτα ελαφρόμυαλη φωνάζει με φωνή όλο ειρωνεία ”αφού δεν έχει ο λαός ψωμί, ας φάει άλογο”, όμως η Αλίκη προτιμά να μην το ξέρει, κι ας νιώθει μέσα της μια θλίψη παιδική για όλα τα πόνι τα μικρά που είχε κι έπαιζε, για όλα τα άλογα τα πράσινα που της τα έταζαν, μα δεν τα έβλεπε μπροστά της να καλπάζουν, μόνο μια γεύση χλιμιντρίσματος στα χείλη έφτανε. Και με τα άλογα και τα παράλογα θα συνεχίσει η Αλίκη να πορεύεται. Και με την τσίκνα που προέλευση δεν έχει από κρέατα. Δεν έχει νόημα εξάλλου η τσικνοημέρα σε μία χώρα που νηστεία δε γνωρίζει τι σημαίνει ή που νηστεία όλο το χρόνο επωμίζεται. Κι αυτό το ξέρουνε καλά, τόσες χιλιάδες σουβλατζίδικα που χτίζονται στη Χώρα των Θαυμάτων.
Ε και λοιπόν, θα μου το πεις. Ε και λοιπόν, θα σου το πω.
* μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη, ”Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων”, εκδόσεις Printa, 2009