Ποτέ δε μ’ άρεσαν οι παρελάσεις. Από παιδί, που μ’ έβαζαν πάντα τελευταία σειρά, που δε με έβλεπε κανείς και έπρεπε να καμαρώνω μόνο και μόνο που κατάφερα να μπω στο άγημα. «Κυρία θα ψηλώσω μέχρι την παρέλαση», έλεγα στη δασκάλα μου, αλλά εκείνη δε με πίστευε. Γιατί ποτέ δεν ψήλωνα. Αλλά το προσπαθούσα, στο μυαλό μου μέσα το να πατήσω στις μύτες των παπουτσιών μου σήμαινε πως παίρνω αυτομάτως δέκα πόντους ύψος. Μόνο που και τα παπούτσια είχαν άλλη γνώμη, συνωμοτούσαν κι αυτά με το σύστημα που ήθελε τους δασκάλους να παίρνουν χάρακα, μεζούρα, υποδεκάμετρο και να τοποθετούν τα κεφάλια των μαθητών σε φθίνουσα σειρά, ξεκινώντας από τα λελέκια και καταλήγοντας στους κουβάδες. Τα κεφάλια έσερναν μαζί και το σώμα φυσικά. «Γιαγιά με είπανε κουβά» της έλεγα. «Αν θες να είσαι κουβάς, μείνε κουβάς», μου απαντούσε. Κι εγώ πατούσα πάλι στις μύτες των παπουτσιών μου κι έφευγα απ’ το δωμάτιο.
Κάποτε πήρα μπόι μαζεμένο, έγινα λελέκι, τόσο που αν πήγαινα σχολείο θα με έβαζαν πρώτη σειρά και όχι τελευταία. «Εκεί είναι που τρώνε τα πιο πολλά νεράντζια στο κεφάλι», μου έλεγε ένας φίλος μου για να μου γλυκάνει τον πόνο, λες κι εγώ δεν ήθελα να φάω νεράντζι στο κεφάλι για χάρη της πατρίδας. Όμως, δεν το έφαγα. Τουλάχιστον δεν το έφαγα σα μαθητής. Η εμπειρία μου με τις παρελάσεις έληξε έτσι, άδοξα. Ούτε που σήκωσα ποτέ τη σημαία, η σημαία ήταν πάντα για τους αριστούχους, αυτούς που ήξεραν να λύσουν εξισώσεις, να φτιάξουν μια περίληψη σε 8,5 γραμμές, να πουν απ’ έξω το Πιστεύω, το Νηστεύω, το Ελπίζω, το Υπομένω, το Αποστηθίζω, το Παπαγαλίζω κι όλα τα ρήματα τα υπόλοιπα που περνώντας απ’ το σχολείο κάνεις κτήμα σου. Η παρέλαση δε σήμαινε ποτέ επαγγελματική αποκατάσταση κι έτσι το Δουλεύω το αφαίρεσαν από τη διδακτέα ύλη. Σήμαινε μόνο καμάρι για τις μανάδες που θα δουν το παιδί τους να σηκώνει την ελληνική σημαία και θα’ ναι σα να σηκώνει στις πλάτες του το βάρος όλου του κόσμου. Ένας Άτλαντας σ’ ένα ατέρμονο βασανιστήριο. Που ψάχνει έναν Ηρακλή να του φορτώσει την Υδρόγειο. Αν μου ζητούσαν να ντυθώ Ηρακλής, ίσως και να πήγαινα. Θα ρωτούσα όμως πρώτα αν τρώει κι αυτός νεράντζια στο κεφάλι.
Τα στρατιωτάκια μου πάντως δεν έτρωγαν. Κι έτσι όπως μάζευα όλο και περισσότερα, τα άλλαζα θέσεις συνεχώς στο πάτωμα, για να μη μένει κανένα παραπονεμένο. Δεν έβαζα ποτέ σημαιοφόρο ή δεν ξεχώριζα κάποιο απ’ τα υπόλοιπα κι έδινα σε όλους από μια μικρή, χάρτινη σημαία. Δεν είχαν μανάδες στο πλάι με τους βαθμούς τριμήνου ανά χείρας, ούτε με αποδείξεις ιθαγένειας, υπηκοότητας ή θρησκευμάτων, ούτε με φωτογραφικές που να συνδέονται στο φέισμπουκ. Και δεν είναι το χρώμα τους που τα έκανε όλα ίδια. Το πράσινο κυπαρισσί των στρατιωτών μου ήταν κι αυτό μια σύμβαση. Στα μάτια μου ήτανε όλοι ίσοι, όχι όμως και ίδιοι. Είχαν ονόματα, οικογένειες, γονείς αλλοδαπούς ή ντόπιους, φορούσαν σταυρούς, μπούρκες, μπερέδες ή καφτάνια κι όλοι ήταν χαρούμενοι. Γιατί παρέλαση δε σήμαινε αγγαρεία, αλλά χαρά. Τέτοια έλεγα και στην κυρία μου και με έβαζε πάντα τελευταία σειρά.
Έπαιρνα λοιπόν κι εγώ στην τσέπη μου κάμποσους στρατιώτες και έκανα επίδειξη στους συμμαθητές μου. Τους έδειχνα ότι όλοι σήκωναν τη σημαία, γιατί όλοι το ήθελαν. Κι αυτοί με κοίταζαν με απορία. Χρόνια αργότερα, που βρέθηκα εγώ σε τάξη δάσκαλος και άλλοι από κάτω μαθητές, τους πήγα να δουν από κοντά τα ίδια αυτά στρατιωτάκια, τους είπα την ίδια ιστορία και δε με κοίταξαν με απορία, ούτε οι γονείς τους. Η κοινωνία προοδεύει σκέφτηκα και θα το πίστευα, αν δεν έπρεπε κι εγώ να παραδίδω βαθμολογίες κάθε τόσο στους γονείς. Που βαθμολογώ κι εγώ τη σύνταξη, την πίστη, την προσπάθεια, την άμιλλα. Που ο βαθμός συνειρμικά σε πάει στη σημαία. Και που ο κάθε ένας γονιός θέλει να δει παιδί δικό του να τη σηκώνει, γιατί στο βάθος βάθος νιώθει ο ίδιος πως το κάνει. Ίσως πια όλοι αυτοί οι γονείς να κάθονταν κι εκείνοι τελευταίοι στις δικές τους παρελάσεις και θέλουν κάποτε να φάνε το νεράντζι τους.
Ίσως και γενικά ο κόσμος να μην προοδεύει. Να αγκιστρώνεται μόνο στις παραδόσεις , περνώντας απ΄ την Τσικνοπέμπτη στην Αποκριά κι απ’ την Αποκριά στον μπακαλιάρο, δίχως κριτήριο, δίχως ένστικτο προσαρμογής ή ανανέωσης των ίδιων των εθίμων. Να περιμένει βαθμούς και το παιδί του να γίνεται Άτλαντας. Να επιτίθεται, όπως σε κείνη τη δασκάλα από τα Σπάτα που νοσηλεύτηκε πριν λίγες μέρες, ύστερα από ξυλοδαρμό, δαγκωματιές και ύβρεις που δέχτηκε από μάνα και γιαγιά παιδιού. Κι εγώ κυρία στεναχωρήθηκα που δε με έβαλες πρώτη σειρά παρέλαση, αλλά δε σ’ έδειρα ποτέ. Γιατί Κυρία αλήθεια ;
Κατά βάθος γιορτάζουμε εθνικές επετείους όταν τυχαίνει να πέσουν Δευτέρα ή Παρασκευή και μνημονεύουμε τους ήρωες που αγωνίστηκαν για να μας προσφέρουν αυτό το τριήμερο το δοξασμένο. Κατεβαίνουμε στις πλατείες και περιμένουμε να δούμε τα νεράντζια να πέφτουν βροχή. Κι εγώ θα κατέβω στην πλατεία. Και θα πάρω μαζί στην τσέπη μου τα στρατιωτάκια , να δουν σε τι κόσμο γίνονται πια οι παρελάσεις . Και θα πατώ ακόμα στις μύτες των παπουτσιών μου.