Ζω στην επαρχία. Στην αγαπημένη μου επαρχία. Δίπλα στους αγρούς και στους ελαιώνες. Κοντά στις ακρογιαλιές και στα φαράγγια. Αλλά και στα σκοτεινά καταγώγια της. Στα ερείπιά της. Στα φεγγάρια και στα χαλάζια της. Στις βροχούλες και στους σεισμούς της. Εδώ που στήθηκε κάποτε ο πολιτισμός. Οι χαρές και τα μοιρολόγια. Οι έρωτες και τα πένθη. Τα πανηγύρια και οι εμφύλιοι.
Ζω στην επαρχία που εγκαταλείφτηκε απʼ τους κατοίκους της. Που ερήμωσε για να στήσει μια υδροκέφαλη κυψέλη, σχεδιασμένη από αμερικάνους τεχνοκράτες και ντόπιους τυχοδιώκτες. Ζω στην επαρχία που στις πλατείες της απίθωσαν τη νύχτα οι χίτες κομμένα κεφάλια σε σακιά. Ζω στην επαρχία που πέθαινε κόσμος από φυματίωση στις αποθήκες του Παπαστράτου, υπαγορεύοντας στους υποτελείς το μεταπολεμικό όραμα της ανάπτυξης. Ζω στην επαρχία που ξεγέννησε κινήματα, κουμουνιστές, αναρχικούς, ανυπάκουους. Ζω στην επαρχία που είναι σπαρμένη αρχαία θέατρα, κάστρα αλλά και βελόνες, χασίσια, εγκλήματα και τραγωδίες.
Σʼ αυτή την επαρχία μπουσούλησα και σʼ αυτή την επαρχία γνώρισα τον κόσμο. Σʼ αυτή την επαρχία άκουσα απʼ το ραδιόφωνο τη φωνή του Καζαντζάκη και τη φωνή του Σικελιανού. Άκουσα και αγάπησα την όπερα και την κλασική μουσική. Άκουσα το Σκαλκώτα και το Γιάννη Χρήστου. Σʼ αυτή την επαρχία βρισκόμουν όταν είδα στην τηλεόραση τον αγαπημένο μου Παρατζάνοφ με τα φλογερά χρώματα και τα διψασμένα στόματα των ποιημάτων της χώρας του. Σʼ αυτή την επαρχία έφτανε το σήμα της κρατικής τηλεόρασης που ήταν για μένα το μέγιστο σχολείο και το σκουλήκι που μ’ έτρωγε για να γνωρίσω τον αληθινό κόσμο.
Αυτή η κρατική τηλεόραση που με χόρτασε κινηματογράφο, ελληνικό και παγκόσμιο, που με χόρτασε εικόνες και ιδέες όταν γυρνούσα απʼ την ξεραΐλα της εθνικιστικής παιδείας. Αυτή η κρατική τηλεόραση ήταν το παράθυρό μου στον κόσμο. Σʼ αυτή την κρατική τηλεόραση οι εκφωνητές δε φορούσαν μεταξωτά βρακιά και δεν είχαν επιδέξιους κώλους. Η κυρία Βαρδινογιάννη δεν έκανε κονσομασιόν μεγαλοψυχίας και η αξιοπρέπεια ήταν η κόκκινη γραμμή. Δεν υπήρχαν οι νεοφασιστικές διαφημίσεις του τζάμπο και οι κατουρόκαυλες των αστέρων. Σʼ αυτή την κρατική τηλεόραση οφείλω την αγάπη μου για τα εικαστικά, το σινεμά, τη λογοτεχνία. Από ‘κει έμαθα για τους πολέμους, τα αντάρτικα και τις χούντες.
Σʼ αυτή την κρατική τηλεόραση είδα τις πρώτες ερωτικές σκηνές. Γυρισμένες με όσο έρωτα έπρεπε να αποδώσουν τότε που τα σωματικά υγρά ήταν ακόμα ιερά και αμόλυντα και δεν υπήρχε η ξεπέτα και το ξεκόλιασμα ως ιδεολόγημα της εξουσίας. Απʼ αυτή την κρατική τηλεόραση πέρασαν και άπειρες γραφικότητες. Απʼ τις σκηνοθετικές μαγγανείες του Τάσου Μπιρσίμ και τις εθνικοσοσιαλιστικές συγκεντρώσεις με υπόκρουση τα κάρμινα μπουράνα και την πρώιμη Φαραντούρη μέχρι τα πολεμικά ανακοινωθέντα κάθε ελεγχόμενου κυβερνητικού δελτίου.
Απʼ αυτή την κρατική τηλεόραση ξεπετάχτηκε και το κιτς και η κάκιστη αισθητική, αλλά και όλη η ανθρώπινη σκατίλα που επάνδρωσε την μετέπειτα ιδιωτική τηλεόραση. Μια σκατίλα που τελικά τη βρώμισε μέχρι το μεδούλι αφού την έβαλε να σκέφτεται με το κέρδος κι όχι με τον άνθρωπο. Αφού την επάνδρωσε με μάνατζερ κι όχι με καλλιτέχνες. Παρʼ όλα αυτά υπήρξε μέχρι σήμερα μια απʼ τις πιο ποιοτικές τηλεοράσεις της Ευρώπης. Η κρατική ορχήστρα της ΕΡΤ, το Τρίτο Πρόγραμμα, οι εκπομπές λόγου υπήρξαν ως μικρά πολιτιστικά διαμάντια. Αυτά τα διαμάντια ήρθε να σαρώσει και να ρίξει στο βόθρο της η ακροδεξιά.
Η αισθητική του Σίμου όχι του υπαρξιστή αλλά της περσόνας που υπήρξε ως γλάστρα στα σόου της Κορομηλά. Της ακροδεξιάς ιντελιγκένσιας που εφαρμόζει τον πιο ακραίο και απάνθρωπο φιλελευθερισμό. Χτίζοντας ένα κόσμο ιδιωτών, ηλιθίων κατά τον ετυμολογικό απόηχο της αρχαίας ελληνικής λέξης, που μαντρωμένος στα ντουβάρια του και καθισμένος στην οικογενειακή του χέστρα θα ατενίζει το στρατό σωτηρίας της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Γήπεδο, αποχαύνωση, μαλακία. Εργασιακό μεσαίωνα πολιτισμό του προπό και ιδεολογία του κώλου. Μηδέν αντίσταση, μηδέν διεκδικήσεις. Αυτός είναι ο κόσμος τους και η αισθητική τους.
Αδίστακτοι κοστολογώντας κάθε ζωτική ικμάδα. Λογαριάζοντας το μέλλον με χαρτονομίσματα. Δοξάζοντας τις κακοφωτισμένες εργατικές κατακόμβες της Κίνας, μαγειρεύοντας με τα παλιά φαρμάκια της θρησκείας και του εθνικισμού το νέο φοβερό μεσαίωνα. Διαφημίζοντας ανενδοίαστα τη νέα γενιά ως χαμένη γενιά, δείχνοντας κάθε φορά τα δόντια του φασιστικού τέρατος που φυλάει τα λεφτά τους. Αυτούς που μονάχα ένα ποτάμι ζωής μπορεί να τους ξεβράσει στη θάλασσα. Αυτούς που μας κόβουν το ρεύμα και την εικόνα. Αυτούς που φτύνουν την ομορφιά στο πρόσωπο και μας θέλουν σκλάβους πειθαρχημένους και χαζοχαρούμενους. Αυτούς που μας θέλουν χωρίς κρίση, έτοιμους να ψωνιστούμε με κάθε φιλελεύθερη αρλούμπα.
Ζω στην επαρχία. Στην αγαπημένη μου επαρχία. Δεν πρόκειται να το σκάσω στο εξωτερικό. Δεν πρόκειται να βάλω την ουρά στα σκέλια. Γαμώ το Χριστό σας.