Η κατανάλωση έφερε μια ποίηση της διακόσμησης σε όλες τις τέχνες και σε όλα τα στερνά παραληρήματα κάθε πονεμένης τρέλας. Ο αχός της ζωής και η παρατήρηση δέθηκαν στο άρμα μιας αστικής φαντασίωσης που κυλίστηκε στον άγριο βούρκο του οικονομισμού. Η τέχνη έγινε στυγνή διακόσμηση ίσα ίσα για να ανακουφίσει την επική ανθρώπινη αποτυχία. Για να παρηγορήσει ξενέρωτες υπάρξεις που αγοράζουν τη σοφία με λεφτά και τη μεταποιούν σε δεξιότητες που θα μεσιτεύσουν καλλίτερα την εργατική τους δύναμη.
Ένα παζάρι δεξιοτήτων έρχεται να σκεπάσει την επαφή με τη φύση και τα πράγματα, τη λοξή ματιά και το αναρχικό κέφι της ύπαρξης που χώρεσε δουλικά στο διαμέρισμα, στο μαγαζί, στο γραφείο. Πλάσματα ανάμεσα σε οδοντόπαστες και υπερβόμβες βυθού. Μοιρασμένα ανάμεσα στη χαζοχαρούμενη έκσταση και στην παρδαλή κατάθλιψη, χαμένα ανάμεσα σε ψηφιακά μπάζα και σε μεταφυσικούς ερωτιδείς που ψάχνουν έρωτα χωρίς άγγιγμα και χάδι μέσω μιας αυνανιστικής οικόσιτης δικτύωσης. Το πάλεμα στα μαρμαρένια αλώνια έγινε κωλοτρίψιμο σχολίων στο φέισμπουκ και η καυλωτική Υψικάμινος του Εμπειρίκου έγινε υπόθεση ραχιτικών γραφειοκρατών της ποίησης.
Φαντάσματα, καρκίνοι, ανεργίες ήρθαν και μαγάρισαν το αεράκι που φυσούσε στα μυθικά λιβάδια. Οι κότες, τα γουρούνια, οι κατσίκες μπήκαν στον κύκλο της παραγωγής και οι σπόροι απέκτησαν προστάτες και χορηγούς. Όταν η τέχνη παύει να είναι επαναστατική είναι σαν ξαναζεσταμένο φαγητό. Πουλιέται κι αγοράζεται κι αυτή όπως ο παραγωγός της. Αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία με όρους μέλλοντος και στηρίζει τους καρτσαπλιάδες ειδικούς που μηχανεύονται κάθε απίθανη αυταπάτη για να πείσουν τους υποτελείς πως η υποτέλειά τους είναι φυσικό φαινόμενο.
Και πως πρέπει να τη διαχειριστείς συστημικά. Με παπά και κουμπάρο, με ραμαζάνια, ορθοδοξίες και γλείψιμο.