ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ: Ονειροκρίτης

Παρατηρώ. Σε μια γωνιά κάθομαι κι εγώ κι άλλοι πολλοί, και η γωνιά δε μας χωράει. Μας λέει να φύγουμε, μόνο και μόνο για να μην τη φανερώσουμε και πάψει να είναι γωνιά. Και πού να πάμε, τη ρωτάμε. Και δείχνει κατανόηση. Και μας στριμώχνει πιο πολύ. Γινόμαστε γωνιά από πάνω μέχρι κάτω, μέχρι που χάνουμε κι οι ίδιοι τ’ όνομά μας. Με λέγαν Μάριο, τώρα μόνο το Μα θυμάμαι και γυρνώ σε ό,τι μου πουν. Έχω το πρόσωπό μου μέσα στα μαλλιά ενός φοιτητή. Παρατηρεί κι αυτός. Του λέω να μου πει τι ώρα είναι, μου απαντά δεν είναι ακόμα ώρα. Συμφωνώ μαζί του. Δίπλα του σκυφτός ένας συνταξιούχος. Παρατηρεί κι αυτός. Μας λέει να πούμε καμιά ιστορία, του λέμε να σωπάσει πριν μας πάρουνε χαμπάρι. Μας λέει ούτε στη χούντα δε κρυβόταν έτσι ο κόσμος. Του λέμε η χούντα κουβαλούσε παραπάνω ειλικρίνεια. Τώρα που κρύβεσαι, είναι που δε βρίσκεται ένας άνθρωπος ξεκάθαρα να σου πει τι πολίτευμα έχουμε. Ένας αλλόθρησκος, ένας σκλαβωμένος, ένας πεινασμένος. Οι χορτάτοι πάντα παραπλανούσαν. Για να μην πω για τους ελεύθερους. Οι παρατηρήσεις δε μας βγάζουν πουθενά. Κλείνουμε τα μάτια μας. Εκεί, στριμωγμένοι, ο ένας πάνω στον άλλον. Κι αρχίζουμε τα όνειρα.

Κάποιοι δεν μπορούν. Με ρωτούν πώς τα καταφέρνω. Αρχίζω να τους εξηγώ. Οι μισοί δε με πιστεύουν, οι άλλοι μισοί μου λένε να μη τα λέω αυτά δυνατά και με περάσουν για τρελό. Υπάρχουν κι αυτοί που πονούν, όταν ακούνε όνειρα τρίτων. Τους θυμίζει κάτι που έπαψαν να κάνουν. Αλλά εγώ ονειρεύομαι.  Όχι με στόχους, με σκοπούς, με σχέδια. Ονειρεύομαι ακόμα με όνειρα. Με μαξιλάρια, με κρεβάτια, με σκεπάσματα. Έμαθα να ονειρεύομαι ακόμα και όρθιος, να κοιμάμαι και όρθιος, και στριμωγμένος στη γωνιά με άλλους τόσους.  Με κοιτάζουν να λέω για όνειρα και δεν καταλαβαίνουν. Τους πιάνω με την άκρη του ματιού μου να σκουντά ο ένας τον άλλον και να κουνούν το κεφάλι τους. Τους αφήνω να με κρίνουν αυστηρά. Ο κόσμος καίγεται κι εγώ δεν καταλαβαίνω τους ρεαλιστές. Έχουμε όλοι τα κουσούρια μας. Αλλά κουσούρι με κουσούρι διαφέρει. Τον ρεαλισμό τον θεωρώ από τα πιο μεγάλα.

Η κουβέντα για τα όνειρα θα λήξει άδοξα. Θα με κοιτάνε στραβά στο εξής και μ’ ανοιχτά τα στόματα. Δε θα με πειράξει, ο καθένας μπορεί να σε κοιτάξει στραβά, κι αν τον κοιτάξεις κι εσύ είναι σαν να ανακαλύπτετε την ευθεία που σας ενώνει. Τους μιλάω για όνειρα και με περνάνε για υπνοβάτη. Μα έχω μάτια ανοιχτά, τους λέω, και πόδια ακίνητα. Δεν έχει σημασία , μου απαντάνε. Υπνοβατείς με τη σκέψη. Σάμπως αυτό δεν κάνουν όλοι; Με τη σκέψη ζούμε και μεγαλώνουμε, αγωνιζόμαστε και διεκδικούμε. Κι αν είχαμε δουλέψει παραπάνω τη σκέψη μας, με αυτή θα τρεφόμασταν, θα χορταίναμε και θα γελάγαμε. Περίεργους συνειρμούς φέρνει η γωνιά. Ίσως να πρέπει να βρω άλλη γωνιά, λιγότερο πηγμένη. Κι εκεί όμως θα έχει στραβούς, είμαι βέβαιος. Ας κάτσω δω καλύτερα, στη γωνιά που συνήθισα, στ’ αβγά μου τα σίγουρα. Σε λίγο δε θα έχεις αβγά, λέει ένα τρίτο στόμα αριστερά. Σε λίγο δε θα έχεις μιλιά, συνεχίζει. Και τι θα έχω; Παρατηρώ. Όλοι παρατηρούν αποσβολωμένοι. Ράμφος θα έχεις και θα σε λένε κότα. Από το ένα μπαίνει η προσβολή, απ’ τ’ άλλο βγαίνει. Και τώρα πώς με λένε; Κουσούρι κι αυτό να μην ξέρεις πώς σε λένε και σε τι διαφέρεις απ’ τις κότες.

Παρατηρώ. Σε μια γωνιά κάθομαι κι εγώ κι άλλοι πολλοί, και η γωνιά δε μας χωράει. Αλλά δεν έχουμε πού αλλού να πάμε, συνηθίσαμε κι ο ένας το χνότο του άλλου. Που μυρίζει ανθρώπινη σάρκα. Το βλέμμα του άλλου, που μυρίζει σύγχυση και απορία. Ανταλλάσσουμε σκέψεις και συμβουλές. Πάλι είδα απόψε ψάρι στον ύπνο μου. Το ψάρι είναι λαχτάρα. Μήπως έχω και τίποτα άλλο, εκτός από λαχτάρες; Πώς μαγειρεύεται; Η λαχτάρα; Όχι, το ψάρι. Το ψήνεις ομοιόμορφα, σε φούρνο προθερμασμένο. Ψάρι κι εσείς; Ψάρι κι εγώ, στο ζώδιο. Τα ζώδια μιλούν για κάτι αναπάντεχο. Α, λατρεύω τα αναπάντεχα. Κι εσείς κότα; Κι εγώ κότα. Να μαζευτούμε καμιά φορά όλοι εμείς που παρατηρούμε, να βγάλουμε συμπεράσματα. Για τα κλειστά πανεπιστήμια, για τα ετοιμόρροπα νοσοκομεία, για τη δημόσια τηλεόραση που έμεινε μόνο δημόσια κι όχι τηλεόραση, για τα παιδιά των ρομά που μοιάζουν άγγελοι , μα άγγελοι είμαστε όλοι, χαμένοι μες στην πόλη έλεγε κάπου ένας στίχος, για τη χρυσή αυγή που κάποιος βρέθηκε να ξύσει το χρυσό και ήταν κάλπικο, για τις συλλήψεις, τις δίκες, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα πρωινάδικα. Τα συμπεράσματα είναι κι αυτά ένα κουσούρι.

Σκύβω να δέσω τα κορδόνια μου. Ο φοιτητής μου δίνει μια με τον αγκώνα του. Διπλώνομαι στα δύο. Το πεζοδρόμιο είναι γεμάτο ανθρώπους διπλωμένους στα δύο. Άλλοι από πόνο, άλλοι από έκπληξη, άλλοι από καμουφλάζ κι άλλοι μιμούνται απλώς τους διπλανούς τους. Δεν είμαι μόνος, σκέφτομαι, σε σύγχυση. Αλλά και η παραδοχή απέχει πολύ από την ανακούφιση. Γράφω μετά από καιρό , φοβούμενος ότι τα γεγονότα με προσπέρασαν. Αυτό είναι το κουσούρι το δικό τους, να μη μας λογαριάζουν. Κι εμείς στεκόμαστε, στριμωχνόμαστε στις ίδιες πάντα γωνιές. Μέχρι κάποιος να φωνάξει φωτιά και να πρέπει να θυμηθούμε τι σημαίνει φλόγα και τι να πολεμήσουμε να σβήσουμε. Υπάρχουν πάντα κι αυτοί που στις φωτιές τρίβουν τα χέρια και γελάνε. Όπως υπάρχει και μια απεραντοσύνη, ακόμα αχρησιμοποίητη. Γιατί να μην απλώσουμε εκεί την ανημποριά μας ;

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού