Γράμμα.

Την εποχή που ο Νος επέμενε να είναι όλα ελληνικά.

Στον πύργο του οργάνου του προσκύναγε ο ήλιος μέσα απ’ τα δύο παράθυρα.

Ένα αριστερά και ένα ακριβώς απέναντι.

Κινούτανε ανύπαρκτα. Στρέναρε τη μέση του καθημερινά ανοήτω ρυθμώ. Υπεράνω αγκώνων το δέρμα του άσπριζε. Κάπου αιμάτωναν.

Η απόδοσή του στρεφότανε στη σεξουαλική απουσία στα χείλη, στο δέρμα του.

Τριάμιση χρόνια πριν πάνω στο σχέδιο του νυφικού της κόρης του τσιμπήθηκε η μοδίστρα και έπεσε αίμα μια στάλα. Τριάμιση χρόνια μετά το αίμα ξεπήδησε από μιαν άλλη τρύπα. Της κόρης του.

Εξήμιση χρόνια αφού, αυτή της μόνιμης κατάθλιψης και των υπνωτικών στα μάτια κοιτώντας τον τρυπήθηκε αυτή ελέγχοντας τα συναφή και τ’ άλλα. Εννιάμιση χρόνια αργότερα αυτή τον σκότωσε αυτή εξαρτήτως ονείρων με λάμπες σ’ ησυχία.

Πεβεράτο τον έλεγαν κάτι που εφορμούσε κάθε λογής σχόλια.

Δωδεκάμιση χρόνια μετά και όταν ένας μπάρμπας σε ένα μπαρ τον κοίταζε στα μάτια όσο διαβητοαιμομέτραγε αποφάσισε-αυτός που δεν ήταν καλός σε τίποτα-να τερματιστεί.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού