ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ:Γάζα

Μου άρεσε να τριγυρνώ με γρατζουνισμένα γόνατα. Όσο πιο πολύ, τόσο πιο καλά. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί, τουλάχιστον δεν είναι εύκολο να την ανακαλύψω. Θυμάμαι τον εαυτό μου να γυρίζει σπίτι από το σχολείο, τα γόνατά μου να είναι ματωμένα, το αίμα να έχει τρέξει, να έχει ξεραθεί, εγώ να έχω ξεραθεί και να μην έχω κάτι παραπάνω να πω. Τα γόνατα τα έλεγαν όλα. Σε άλλους κόβονται, σε άλλους λυγίζουν, σε μένα είχαν μάθει να ματώνουν. Κι αν κάτι μου άρεσε πάντα στη ζωή, ήταν να παίρνω μαθήματα. Από το αίμα θα μου πεις; Από το αίμα. Αν θα μπορούσα, θα μάτωνα ακόμα και σήμερα τα γόνατά μου, να δω αν με θυμούνται. Είμαι εγώ, αυτός που κάποτε έτρεχα παραπάνω, εγώ που έπαιζα με τα χώματα παραπάνω, που γέλαγα, που σκόνταφτα, που έκλαιγα, που αναμετριόμουν. Τι πάει να πει δε με θυμάστε; Είμαι αυτός που κουβαλάτε. Είμαι το βάρος σας. Κι εσείς το μάθημά μου. Δε θα μου απαντούσαν. Γιατί εγώ ποτέ δε βρήκα κάτι να τους μάθω.

Τα μαθήματα από την άλλη πάντα βρίσκουν ανθρώπους που τα αντέχουν, ασχέτως αν δεν έχουν μάτια ανοικτά να τα καταλάβουν ή κάνουν πως δεν τους αφορούν. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να τυλίγει τα χέρια της με γάζες. Να τα τυλίγει και να μου λέει πως η ζωή είναι αυτό που μπορείς με γυμνά χέρια να πιάσεις. Εκείνη δεν είχε τα χέρια που ήθελε. Ζούσε όμως. Ήταν παραμορφωμένη από μια φωτιά που μπορεί να μην την έκαψε ζωντανή, αλλά της άφησε σημάδια για μια ζωή. Τη θυμάμαι να ζωγραφίζει μια γραμμή για φρύδι που δεν είχε, μια μολυβιά πάντα πάνω από το μάτι, μια αρχή κι ένα τέλος στο βλέμμα της. Σάμπως έτσι ήταν πιο όμορφη ή πιο άσχημη; Δεν υπήρχε καν απορία. Ήταν η ομορφότερη στα μάτια μου. Κι όταν άλλαζε τις γάζες στα χέρια, όταν άπλωνε τα πόδια της να τα ξεκουράσει ή να τα ζεστάνει, όταν καθόταν στη μηχανή της κι έραβε ασταμάτητα, μού ‘ δινε τα μαθήματά της. Μην κοιτάς που πονάω όσο μεγαλώνω. Αντέχω. Κι άντεξε, μέχρι που έφυγε. Όταν πέθανε, είχα πάλι γρατζουνισμένα γόνατα. Μάτωσαν χωρίς να το καταλάβω.

Αυτό που καταλάβαινα πάντα ήταν οι ενέσεις. Εκεί όλη μου η ψυχραιμία πήγαινε περίπατο. Θα πάμε στον γιατρό για το εμβόλιο, μου έλεγε η μάνα μου και ήθελα να κρυφτώ κάτω απ’ το κρεβάτι, ακόμα κι αν αυτό δε με χωρούσε πια. Δεν ήταν φόβος για την ένεση, ήταν το υλικό της. Ήταν το μέταλλο αυτό που με φόβιζε, η ιδέα ενός ξένου σώματος να με τρυπά. Τι θέλει μέσα μου να βρει, ποιος είπε ότι μπορώ να επικοινωνήσω με τα μέταλλα, όταν καλά καλά δεν μπορούσα με τους ανθρώπους; Κάποτε λιποθύμησα κιόλας, λίγα λεπτά αφού μου έκαναν την ένεση κι έπρεπε μια νοσοκόμα να με συνεφέρει όπως όπως. Τώρα μπορώ να φανταστώ όλους αυτούς τους φόβους σαν τις γραμμές πάνω από τα μάτια της γιαγιάς μου, τα φρύδια που δεν είχε πια. Τους ζωγραφίζεις μόνος σου, για να μπορείς να συγκρατείς το βλέμμα σου, να μην ξεφεύγει, να μην απληστεί. Από τότε μεγάλωσα κι έμαθα να με τρυπούν οι ενέσεις, τα εμβόλια, τα χρόνια, οι ειδήσεις, οι δυστυχίες. Κι εκεί δε μυρίζει μέταλλο. Το αίμα μυρίζει όμως. Κι εγώ έγινα αιμοδότης. Για δυο φορές τον χρόνο απλώνω το χέρι μου και λέω στη νοσοκόμα ‘’Μη με φοβάστε. Δε θα λιποθυμήσω ξανά’’.

Δεν ξέρω ποιον κοροϊδεύω. Μπορεί και να λιποθυμήσω. Ή να πονέσω και ποτέ να μην το πω, όπως όταν ήμουν πιτσιρίκος κι έμπλεκα σε καυγάδες ή έτρωγα καμιά σφαλιάρα απ’ τους δικούς μου κι έλεγα, εγωισμό γεμάτος, πως δεν πόνεσα, ακόμα κι όταν έτρεχαν ποτάμια τα δάκρυα από το πρόσωπό μου. Τώρα, αν ήμουν πάλι στην ίδια θέση, θα έλεγα το αντίθετο, Ναι πόνεσα, θα έλεγα κι αυτό θα ήταν ένα δώρο όλο δικό μου. Γιατί με πόνους μαθαίνεις να αγαπάς, με πόνους να συγχωρείς, με πόνους να νοιάζεσαι. Θα έξυνα τα γόνατά μου επίτηδες, θα άφηνα το αίμα τους να τρέξει κι αυτό, να λερώσει το χώμα και τα παπούτσια μου. Θα γινόμουν ομάδα αίματος σπάνια, από αυτές που δεν μπορείς να αναπληρώσεις, γιατί στο κάτω κάτω λίγα μαθήματα στη ζωή αναπληρώνονται με άλλα. Κι ύστερα θα το καθάριζα. Θα προσπαθούσα αυτό το χρώμα, το κόκκινο, να βγει, να μην αφήσει λεκέδες, κηλίδες, κάτι που να θυμίζει ότι έτρεξε. Για να μπορώ και να ξεχνάω, όταν οι πόνοι είναι αβάσταχτοι. Ή για να μπορώ να επαναλαμβάνω την ίδια διαδικασία, πάλι και πάλι, να τριγυρνώ στα παιδικά μου χρόνια, στη γιαγιά, στους γονείς, στους γιατρούς και τις λιποθυμίες και να τους λέω ‘’Κοιτάξτε με, πονάνε τα χρόνια που μου χαρίσατε. Αλλά αντέχω.’’

Υπάρχουν κι άλλοι που δεν αντέχουν, ή που χαίρονται λιγότερο απ’ ότι εμείς, οι ανάλαφροι, οι παραμυθάδες, οι γραφιάδες, οι καλοπερασάκηδες. Ζούνε τη ζωή που λερώνεται αδιάκοπα από τα αίματά τους. Δεν ξέρω πόσες καθαρίστριες χρειάζεται να κοπιάσουν για να βγουν όλα αυτά τα αίματα, δεν ξέρω και πολλά εδώ που τα λέμε. Ξέρω πως η ζωή είναι αυτό που λέει η φωτογραφία. Μια δόση φτερών ανάμεσα σε πέτρες. Ποιος ξέρει αυτές οι πέτρες τι σκοπό έχουν για μας. Ίσως να θέλουν να μας συνθλίψουν, ίσως ζητάνε κι αυτές μια μολυβιά πάνω από το μάτι τους. Ίσως πάλι να είναι εκεί για να μας δείξουν ότι κάτι πάντα μένει σταθερό. Η αγάπη; Ο πόνος ; Το αίμα; Σημασία έχει ν’ αγαπάς. Σημασία έχει να πονάς. Σημασία έχει να ψάχνεις σημασία. Και να ματώνεις. Όσο γράφω δεν έχω σημασία. Έχω ματωμένα γόνατα πάλι. Και δε θέλω να τα σκεπάσω, οι γάζες μου θυμίζουν τα χέρια της γιαγιάς μου που δεν έπιαναν τον κόσμο. Κι όσοι ζουν σε Γάζα, είναι καταδικασμένοι μια ζωή να φροντίζουν πληγές.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού