Ο ποιητής Γιάννης Στίγκας: Ένας homo maestro που ενορχηστρώνει τα εσώτερα τέρατα της ποίησης, του μύθου και της ιστορίας


Κριτική για τα έργα του

(2014) Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο, εκδ. Μικρή Άρκτος.

(2012) Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο, εκδ. Μικρή Άρκτος.

(2009) Ισόπαλο τραύμα, εκδ. Κέδρος.

(2006) Η όραση θ’ αρχίσει ξανά, εκδ. Κέδρος.

(2004) Η αλητεία του αίματος, εκδ. Γαβριηλίδης.

Ι

«Δεν έχω εγώ γλωσσάρι για τον κεραυνό έτσι όπως σκάει με πείθει»

«Δεν τρέμουν πια τα χέρια μου/κι αυτό να σας τρομάζει»

Αν από τη μαγεία του μυστικού Σολωμού, κατά τον Γιάννη Δάλλα αλλά και τον Σάββα Μιχαήλ, αναδύθηκε παγανιστής «πειραζόμενος» ο Νίκος Καρούζος, και από το Pallaksch του Τσέλαν ο απο- και επανα-μυστικισμός καθίσταται και πάλι δυνατός κάτω από το βάρος της ιστορικής ύλης, τότε από την ίδια αυτή μαγεία, γραμμή και στιγμή, θεωρώ πως έρχεται στην εποχή μας κι ο Γιάννης Στίγκας. Κινούμενος μάλιστα μεταξύ του δαιμονισμού και του λυτρωτισμού, ως ένα «αστροκαμένο φάντασμα/που τέλεια τον ενσαρκώνει», σε μια σύγχρονη εκδοχή, πατώντας πάνω και στο ιστορικό, παλεύει με το προαίσθημα και την πράξη και μιλά ταυτόχρονα άλλοτε με τρόπο «παραπονετικό» και με φυσικότητα, κι άλλοτε με επιθετικότητα, εναντίον των κατεστημένων, ποιητικών και μη, προτάσσοντας την ποίηση ως γνήσια ματιά και ως στάση απέναντι στο αδιέξοδο του κόσμου και της εποχής μας. Σαν άλλος Κάλβος, στην επίκληση του στον Βύρωνα («Ιδού της μουσοτρόφου/Ευρώπης τα υπερέχοντα/έθνη ακόμα προσμένουσιν,/ακόμα την φωνήν σου/επιθυμούσιν.») μας λέει:

Καλέ μου λόρδε Βύρωνα,

τσάμπα τη λούστηκες την έξοδο

τσάμπα την άναψες την έξοδο

ο πυρετός σου σήμερα

υπάρχει-δεν υπάρχει στα συγγράμματα

του ‘χουν κοτσάρει κάτι ελεεινά μικρόβια

ενώ ήταν σκέτη λεβεντιά

οχτώ μποφόρ Χριστός

κι ακόμα τόσα

Τότε – χαμένα μες στις καλαμιές

τώρα – χαμένα στα σκυλάδικα

Κι αντίστοιχα, σε ένα μεταφυσικό πλαίσιο κοιτώντας τον θεό κατάματα, στάση που συναντάμε και στον Μπετόβεν, προσθέτει:

μπορείς και ν’ απαγάγεις το Θεό

κι ούτε παζάρια

τίποτα

μονάχα να κοιτάζεστε

μοιράζοντας τον πανικό ισότιμα

τον πανικό στα δύο

(«Η επείγουσα αγιότητα του Ντύλαν Τόμας»).

Κι έτσι, κατεβαίνοντας πάλι στην ιστορία, διαπιστώνει πώς μένει αυτός και η χώρα του όπως ο Κάλβος τότε ως πρόσωπο έξω από την ευρωπαϊκή τάξη, παλεύοντας με τη δύσκολη ύλη, ιστορική και σύγχρονη, που μας έλαχε. Μας λέει ενδεικτικά συμπυκνώνοντας:

Η τραγωδία του τόπου μου

Αν εξαιρέσεις τους σεισμούς

όλοι οι υπόλοιποι –ισμοί

μας πούλησαν κατάμουτρα

αλλά και:

Η εξόρυξη κοστίζει βέβαια

είναι κι οι κίνδυνοι πολλοί

πολλά κοπάδια εγκέλαδοι

αλλήθωροι

μονόφθαλμοι

μονάχα ο Ιωάννης Καποδίστριας τους κατάφερνε

τους άρπαζε απ’ τα κέρατα

και πήγαιναν μαζί βαθιά

ώσπου μια μέρα χάθηκε

για να προσθέσει:

Είναι κι ο άερας τσόγλανος

Κι ο χρόνος

Που μας πατάει και με τα τέσσερα

Γι’ αυτό κι οι ποιητές ανέκαθεν

-εδώ λείπει ένας στίχος με σφυριά-

να κάτι πρόκες

ίσα με το ένστικτο

όχι το γενετήσιο

μα ‘κείνο που ‘χουν τα πουλιά

μιλώ για το φτερούγισμα […]».

Άρα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ο εν λόγω ποιητής είναι κάποιος που «αποφασίζει» συνειδητά και ασυνείδητα να καταγράψει μεταποιώντας σε ποίημα τον παλμό της ιστορικής στιγμής και περιόδου, η οποία συνηχεί μέσα από την προσωπική του θέαση και συναντά την πλούσια διακλαδισμένη μας ποιητική παράδοση, που στις τελευταίες, «προ Στίγκα» εκφάνσεις της, φορτίζεται επιπρόσθετα μες στην ορμή της, με τους εξαιρετικούς Τζένη Μαστοράκη, αλλά και Λευτέρη Πούλιο (ιδίως των πρώτων βιβλίων). Κι από εκεί είναι, θεωρούμε, που πιάνει την παράδοση και την συνεχίζει. Ταυτόχρονα κινούμενος στα πλαίσια των σύγχρονων αισθητικών και εκφραστικών τρόπων και αναζητήσεων και μετέχοντας και παρακολουθώντας διεθνή ποιητικά φεστιβάλ, κομίζει μια ανανέωση, μια φρεσκάδα που έλειπε εδώ και κάποιο καιρό από τα γράμματά μας, χρωματίζοντας τα παραπάνω με τον πολύ ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο τρόπο απαγγελίας των ποιημάτων του. Όποιος μάλιστα δεν τον έχει ακούσει καλείται να σπεύσει στο lyrikline.org αλλά και στο youtube.

Αλλά ας τον ακούσουμε εδώ στην γραπτή του εκφορά:

Αίμα που ‘χει το μέλλον μας

και πώς να το χορέψεις

Και:

[…] Γιατί η ποίηση

-ψιτ, μεγάλε-

δεν είναι αιώρα ρεμβασμών

δεν είν’ το φτερωτό σου κατοικίδιο

-ψιτ, μεγάλε-

Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι

να το υποδύεσαι και στη χάση του

-δε θα σ’ το κάνω πιο λιανά-

Αν το νοείς αυτό

έχει καλώς

αλλιώς

Ε ρε, Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται

[…] Που να’ σαι τώρα ρε Βλαδίμηρε,

τώρα που και τα δυο μας νόμπελ έγιναν συμπληγάδες

[…] μέχρι να γίνει το ποτέ

το τυχερό μας νούμερο

-τι ρώσικη ρουλέτα, Παναγία μου-

εσύ γνωρίζεις απ’ αυτά, Βλαδίμηρε,

έγινε

έγινε στην Οντέσσα

εδώ να δεις τι γίνεται.

Πρόκειται για μια ποίηση εν βρασμώ, όχι δηλ. του αποστάγματος και της περισυλλογής (βλ. ενδεικτικά αυτή του Γ. Σεφέρη), σίγουρα μια ποίηση όχι της απομόνωσης και της άγονης εσωστρέφειας (της γραμμής Καρυωτάκη), αλλά μια ποίηση κατεβασμένη στο δρόμο και στην ιστορία, στον «δρόμο προς το περίπτερο» του σύγχρονου αστικού μας τοπίου. Μια ποίηση που κινείται πέρα από τις γνωστές συνταγές της συντεχνίας, κομίζοντας κάτι καινούργιο, που στις καλύτερες της στιγμές κινεί άμεσα την ύπαρξη σαν κραδασμός που ταυτόχρονα όμως δροσίζει −τελετουργώντας αστικά, εκεί που η εκκλησιά είναι ο ίδιος ο δρόμος και η γειτονιά− βγάζοντας ακαριαία έναν «σκοπό» που ξεπηδά αυτόματα ως «τραγούδι». Στίχοι που γράφονται ως γκράφιτι στους τοίχους των χαμόσπιτων και των εγκαταλειμμένων πλέον βιοτεχνικών χώρων. Έτσι ξαναβρίσκει και ενεργοποιεί το κινητήριο νεύρο της γλώσσας (ο Στίγκας είναι παρεμπιπτόντως νευρολόγος), το οποίο συντονισμένο με τον παλμό της εποχής, γκρεμίζει την τρέχουσα κατεστημένη «συντεχνιακή» πρακτική και μας επανα-εντάσσει στα γνήσια ποιητικά ρεύματα των προηγούμενων μας ποιητών, ξεκινώντας και πιάνοντας από την αρχή τον ποταμό και τους παραπόταμους, ας το επαναλάβουμε πιο αναλυτικά εδώ, από τη μια των Κάλβου, Καρούζου, Σινόπουλου, και εν μέρει της Μαστοράκη, και από την άλλη τη γραμμή των δημοτικών τραγουδιών, του Παλαμά, του Σικελιανού, αλλά και του Βάρναλη, κατορθώνοντας κάτι νέο, αλλά και «επικαιροποιημένο», πατώντας ταυτόχρονα σε διεθνείς κομβικές ποιητικές στιγμές όπως αυτές του Ντύλαν Τόμας και του Πάουλ Τσέλαν, πάντοτε ενδεικτικά. Ας σταθούμε εδώ στο ποίημα «Το έτσι μου το αγχέμαχο»  από τη σύνθεση Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο:

Γιατί στο κάτω κάτω της κραυγής

εγώ δεν ήρθα εδώ να πτοηθώ

είμαι ο καλπάζων νους

της άλλης γονιμότητας

που ’χει βαθύνει τις ρωγμές

και πιο πολύ

το πείσμα

ν’ αρνείσαι

τον ήλιο

σ’ όλες τις ηλικίες του

—είναι σ’ όλες ανήλικος

Ναι

λέει στη ζωή

Ναι

και στους σύρτες της

Για τέτοιο πείσμα μιλάω

Η μία πνοή είναι μία

οι δύο είναι αμέτρητες

Εκεί που χορταριάζει το χάος

πάμε και χτίζουμε σπίτια.

Ενώ ο Παλαμάς ενδεικτικά, ας μου επιτραπεί εδώ, προσπαθεί να προπορευτεί της εποχής του και προτρέχει παίρνοντας θέση, λειτουργώντας ως δημοτικοφανής και ως αισθηματίας που αποβλέπει στον τίτλο του «εθνικού ποιητή» και τσακίζεται τελικά παρασυρμένος πάνω στον τοίχο και στα ερείπια της Μικρασιατικής καταστροφής, αντίστοιχα ο Στίγκας, στην νέα ιστορική μας κατάρρευση, στην ελεγχόμενη μας πλέον χρεωκοπία εντός της ευρωζώνης, απορροφά τους κραδασμούς των μίνι εκρήξεων καταγράφοντας τα τρεμοπαίζοντα τζάμια των αστικών βιτρινών και τον παλμό αλλά και την ασφυξία του όλου μας αδιεξόδου. Στον βρασμό των γεγονότων και λίγο πριν τον κοχλασμό κατορθώνει να ανεβάσει στους οφθαλμούς μας, μεταποιημένη πάντοτε σε τέχνη, την προσωπική του εκδοχή. Οι κεντρικές αρτηρίες ενός ευρύτερου γεγονότος, που ξεπερνά την περιφερειακή μας οικονομία και μουδιάζει για την ώρα και τα κέντρα των Βρυξελλών και του Βερολίνου, συναντώνται ενδεικτικά σε μια άλλη κορυφή, του έως τώρα ποιητικού του έργου:

Έζρα

Ezra

Όταν σε στήνανε μπροστά

στο εκτελεστικό των προβολέων απόσπασμα

και έκλεισες τα μάτια σου σφιχτά

νομίζαν οι μαλάκες πως σε τύφλωσαν

Πού να ‘ξεραν πως έβλεπες

χρόνια πολλά μπροστά

την ακτινογραφία του κόσμου

με τα σπασμένα γόνατα

το ξοφλημένο στέρνο

και τις ρωγμές να υφέρπουν ύπουλα

μες στις δημοκρατίες […]

και τότε βλέπεις καθαρά

«αριστερά» και «δεξιά» αντίστοιχα:

«Ότι η μοίρα μας/κι η αστοχία μας/είναι το ίδιο πράγμα», «Ότι η στάθμη/του κενού/δεν ανεβαίνει τυχαία».

Αν στον Σικελιανό έχουμε την «μυθοποιία του ακομμάτιαστου εφηβικού σώματος» και τη «γλώσσα ενός δυναμικού λαϊκισμού», για να θυμηθούμε και πάλι τον Δάλλα, και στον Σεφέρη την «μυθιστορία του κομματιασμένου αγάλματος» και την «γλώσσα μιας παθητικής θυμοσοφίας», στην περίπτωση του Στίγκα, δεν έχουμε ένα επιχρωματισμένο κέρινο ομοίωμα που ζωντανεύει (βλ. ίσως τον Β. Αμανατίδη) και που ίσως ως τέτοιο μας φαντάζονται διάφοροι «κύκλοι», αλλά «μυριάδες κομμένα χέρια» που μες στην αφωνία και την έκρηξη τους ζητάνε φωνή και χειρονομούν αιμόφυρτα, αφού όμως προηγουμένως έχουν δεχτεί επανωτά φορτία αγάπης: Με ακουμπάς/και το αίμα μου ανοίγει μεγάλα μπουμπούκια/Στο τέλος δεν θα μείνει χώρος για μένα», μας λέει χαρακτηριστικά στην πρώτη του συλλογή. Διαβάζουμε λοιπόν στο Περίπτερο:

This is the place gentlemen

Πολλές οργιές κάτω απ’ το τίποτα […]

σαν εκκρεμές δεν θα ‘χες πέραση

έτσι κι αλλιώς εμείς

τον χρόνο τον εισάγουμε απ’ το Γκρίνουϊτς

γιατί ο δικός μας

έχει λαγούμια μαύρα κι ανεκπλήρωτα

φωνάζεις την αγάπη

και σου επιστρέφει ο αντίλαλος αιμόφυρτος

έχει μυριάδες χέρια που κοπήκανε

δεν ήταν αγαλμάτων

όλα τους

αργότερα μαρμάρωσαν

εκφράζοντας τον καημό όχι μόνο κάποιων στρωμάτων του λαού και της μεσογείου, αλλά ολόκληρων πλέον χωρών στην δια-ταξική τους άρθρωση. Έτσι ο ποιητής έχει «αποφασίσει» την απομάκρυνση του, τόσο από τον νεο-συντηρητισμό, όσο και από τους επιπόλαιους νεωτερισμούς, των ξανα-βερνικωμένων παλαιών επίπλων και συνταγών, ενθαρρύνοντας μια στάση μεταξύ Μαγιακόφσκι και Έλιοτ –δηλ. μια στάση ανάμεσα στο ποίημα κήρυγμα και το ποίημα συνομιλία, αντίστοιχα− την οποία και προβάλει προτείνοντας την κι ως εξω-ποιητική κοινωνική και πολιτική στάση, πηγάζοντας τελικά ατόφιος από μια δική του ποιητική βάση και δείχνοντας έναν δρόμο. Κι αυτά ενώ η ποιητική του θέαση μόνιμα φαίνεται να διασπαθίζεται από εκλάμψεις εσωτερικής πείρας, αλλά και διατηρώντας πέρα από αυτό το μόνιμο άνοιγμα στην ιστορία και ένα μεταφυσικό αντίβαρο.

Έτσι, μακριά από ξηρές καύσεις, ρητορείες, εγκεφαλικότητες και κραυγές αδύναμων πνευμόνων ή καλύτερα: «Έτσι όπως μπαίνουν όλοι τους/αξύριστοι στην ποίηση/να βόσκουν τα σκοτάδια τους», μακριά από αυτούς λοιπόν, στη γραμμή Κάλβου-Καρούζου, που αναφέραμε, κατορθώνει «μιμούμενος τα κινήματα της ψυχής» να χρησιμοποιήσει όχι μόνο τους παλιούς μύθους της πατρίδας του, για να εξυμνήσει σύγχρονα γεγονότα, αλλά  και ποιητικούς σταθμούς και διεθνοποιημένους ήρωες παραμυθιών (βλ. ενδεικτικά τον Δράκουλα, τον Φρανκενστάιν, τον Μονόκερο, πέρα από τους δικούς μας Κύκλωπα, Μέδουσα, Σειρήνα, Κέρβερο κτλ. στο Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο) ώστε να καταθέσει την αγωνία του για το δύσκολο μεσοδιάστημα που διανύουμε και να στροβιλιστεί γύρω από τον εαυτό του, σε μια σκηνή, τόσο ως μάρτυρας, όσο και για να βγάλει κάποια άκρη, αλλά και για να γνωρίσει, γράφοντας, τον ίδιο του τον εαυτό. Εδώ, ως προς το κατέβασμα σε αυτή τη σκηνική θεατρικότητα, θυμίζει επιπρόσθετα και την πρώιμη μαθητεία του Κάλβου στη θεατρική σχολή του Αλφιέρι, και τη μόνιμη μαθητεία του Καρούζου στους δρόμους, δείχνοντας πως κατέχει την τέχνη του διαλόγου, την διαρκή έγνοια και απεύθυνση σε έναν ακροατή-συνομιλητή και την δραματική σκηνική οικονομία. Η θεατρική δυναμική των ποιημάτων του, η ποικιλία των επεισοδίων και των σκηνών, οι απρόβλεπτες προτροπές, όλα αυτά είναι στενά δεμένα με έναν ολόκληρο ποιητικό κόσμο του οποίου γινόμαστε κοινωνοί (βλ. και Μ. Βίττι, «Ο Κάλβος ανάμεσα στις αντινομίες του καιρού του»). Ο ποιητής μάλιστα φτάνει στο σημείο, όπως ο Κάλβος, αλλά και ο Πάουντ, ο Έλιοτ, να κάνει χρήση ξένου υλικού (βλ. ενδεικτικά τα ποιήματα του για τον Σαχτούρη και τον Πόε στο Ισόπαλο τραύμα) προτάσσοντας την ίδια την ποίηση και τη λειτουργία της, ώστε  να εντυπώνεται αποτελεσματικότερα στον τόπο του αναγνώστη-ακροατή τον οποίο και καλεί σε μια μετατόπιση. Η θεατρική αυτή δυναμική του, τέλος, συναντά και τον πεζοδρομικό στροβιλισμό του Καρούζου, για να δώσει, μέσα από τις παύσεις και τις απευθύνσεις της, τα ποιητικά-μυθικά του πλάσματα και γεννήματα τα οποία γεννιούνται μπροστά μας ως συγκεχυμένες και ζώσες πολλαπλότητες που αποκρυσταλλώνονται, όσο αυξάνουμε τη μετοχή μας στο ανάπτυγμα του όλου ποιητικού του έργου. Πρόκειται, τελικά από μια άλλη σκοπιά, για ποιήματα που λειτουργούν ως μαρτυρίες της ίδιας της δημιουργικής πράξης και που μας γοητεύουν καθότι αδυνατούμε να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε τους παράγοντες, ιστορικούς, πνευματικούς και λοιπούς, που συντείνουν ώστε να αναδυθούν ως τέτοια τελικά μες στη γνησιότητα τους.

Ας επιμείνουμε όμως λίγο ακόμη εδώ ως προς τη συγγένεια του με τον Καρούζο. Ο Καρούζος, ως γνωστόν, «μετέτρεπε τα ποιήματα σε γεγονότα, παραμένοντας γειωμένος μες στο περιβάλλον και ανοικτός προς την κοινωνική περιοχή», εμφανίζοντας και άρα έχοντας ως ήρωα στην ποίηση του, όχι τον σεφερικό Ελπήνορα, στη μυθοποιημένη και αόριστη εκδοχή του (βλ. Γ. Δάλλα, «Ν. Καρούζος. Αμηχανία του θείου ως την τελική “αιώρηση”») αλλά τον ταπεινό και ανώνυμο συγκεκριμένο συμπολίτη μας και διασταυρωμένο “συν”-οδοιπόρο μας, που έχει «τα χέρια στις τσέπες του, σαν δυό χειροβομβίδες» ή και τον «Γιάννη μες στο έαρ» που απευθυνόμενος στον εαυτό του, απογυμνωμένος, λέει: «Ξένος είμαι στο σπίτι μου/ξένος στους δρόμους/με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτε δικό μου». Μας λέει με τη σειρά του ο Στίγκας: «είναι μια μαύρη λιτανεία η Άνοιξη/και με κλοτσάει να γίνω/ολόκληρη η δίψα μου/Δεν θέλω πια να με λένε Γιάννη». Ο Καρούζος ως φορέας ενός λόγου που στην αρχική του ροή λειτουργεί αρμονικά και απρόσκοπτα, «χωρίς σκιές και αιφνιδιάσματα», περνά στην κεντρική του περιοχή, της οποίας την κορύφωση αποτελεί Ο ζήλος του μη σχετικού με παροράματα (1980), εκεί όπου η δραματική και η ρητορική του ποίηση συνεχίζονται υλοποιώντας τόσο το «ποίημα ως δρώμενο», όσο και το «ποίημα αντιδραστήρα». Η βαθιά και ριζοσπαστική αποστασιοποίηση του από την πραγματικότητα, και κατά κάποιον τρόπο από τον εαυτό του, του επιτρέπει να βυθοσκοπεί, με το ποίημα ως «λόγο-εκσκαφέα», και ταυτόχρονα να εκμαιεύει κάθετα το ίδιο το ποίημα, το οποίο και φαίνεται πως αποκόπτεται από το πραγματικό στη συναίρεση του με το ψυχικό κόσμο, ως ένας τόπος που δύναται εν τέλει να αποκολληθεί ατόφιος. Ο κύκλος του Καρούζου κλείνει με την τελευταία περίοδο, την απολογητική, όπου η Νεολιθική νύχτα στην Κροστάνδη (1985) και οι Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο (1990) λειτουργούν τόσο ως «μελέτες θανάτου», όσο και ως «απόλογοι», δηλ. ως οι ύστατοι λόγοι. Τηρουμένων των αναλογιών, ο Στίγκας θεωρούμε πως έχει περάσει πλέον στην κεντρική του περιοχή με τη σύνθεση Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο την οποία και συνεχίζει με το Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο. Εκ των υστέρων θα δούμε βέβαια ποια είναι η δική του κορύφωση.

Το θείο επίσης, να προστεθεί, και στους δύο, έχει αποκαθηλωθεί και έτσι συνδιαλέγονται μαζί του ισότιμα, κοιτώντας το κατάματα. Μας λέει ενδεικτικά ο Στίγκας: «δεν έχει Θεό/αυτή η ατέρμονη περιπλάνηση//Ποιος πούστης άγγελος/μου ’δωσε τρύπιο φλασκί/και δεν έχω μια σταλιά μελωδία» («Αντικλείδι για μελανίες») και «Έκτοτε, περιφέρομαι με το μεγάλο μηδέν υπομάλης» («Απλά μαθηματικά») κι ο Καρούζος αντίστοιχα: «θεός είναι ο τρόπος που μηχανεύομαι τον εαυτό μου». Να προστεθεί ακόμη πως και οι δύο βιώνουν σωματικά το δράμα της ύπαρξης, αλλά και αισθάνονται πως είναι παγιδευμένοι στις λαβίδες του χρόνου και της ύλης, ως άλλοι Κάφκα, σε άλλες παραλλαγές: «ο χρόνος/φραγγελώσας την αιωνιότητα/με ξεκοκκαλίζει» λέει ο Καρούζος, ενώ ο Στίγκας: «στενό το φώς που φόρεσα/(λίγο μου σφίγγει το λαιμό) […] το ξεκοκάλισμα του χρόνου […]» (απ’ την Αλητεία του αίματος). Ακόμη, και στους δύο η γλώσσα και η ποίηση παραμένουν κεντρικές όχι της γραφής, αλλά της πρόσληψης και της ύπαρξης: «Δεν είμαι τίποτα άλλο από γλώσσα» λέει ο πρεσβύτερος, για να προσθέσει ο συγκαιριανός μας πως: «γυμνός θα σέρνομαι στην κόψη των λέξεων», δείχνοντας όμως επιπρόσθετα πως ως προφορικός λόγος μονίμως θα απευθύνεται προς τον άλλον. Εδώ να σημειωθεί πως αν ο Καρούζος απαντά στο τι έχεις, με το: «Έχω ύπαρξη», ο Στίγκας λέει: «είναι φορές που υπάρχω περισσότερο στα χέρια», δείχνοντας πως το κέντρο βάρους του είναι αλλιώτικο από αυτό του Καρούζου, δηλ. εκφέρεται ως εμπροσθοβαρές, τείνοντας προς τον άλλον. Τέλος ο κόσμος τους δεν είναι στατικός και καθαρά και σταθερά εστιασμένος, κι έτσι –ως ανεικονικός– λειτουργεί εννοιολογικά και διαχέεται στην υλική πραγματικότητα αξιώνοντας επαναληπτικές αναγνώσεις και επανα-προσεγγίσεις.

Ο Στίγκας, για να προχωρήσουμε, σε μια αντιστοιχία με τον Καρούζο πάλι που «θεολογεί» και αναμοχλεύει τους μύθους, μπαίνει με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο στη θέση ενός διεθνούς παραμυθά-ποιητή και αντλεί, στον Κύβο κυρίως, από την ιστορική πολιτιστική ύλη στη διεθνή της πια έκφανση και με τρόπο γνήσιο και οργανικό, μας μιλάει συγκινώντας μας και παρασέρνοντάς μας. Μάλιστα εμφανίζεται ως φορέας μιας αντίληψης ζωής και σοφίας που ξεπερνά τα σύνορα και συναντά τη θέαση αρκετών συγχρόνων του, τουλάχιστον στις μεσογειακές χώρες. Όταν μας λέει, χωρίς να το ξέρει, μαζί με τον Σολωμό, ουσιαστικά στο Περίπτερο: «Και άφησε το κουπί του και με το χέρι εσυχνόκοβε τον αέρα orizzontalmente. Είδες να μαδούν την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το έθνος», λειτουργεί ως ένας homo maestro που ενορχηστρώνει όχι μόνο τα εσώτερα τέρατα και συμβάντα του στην έξοδο τους προς την ιστορική ύλη, αλλά και εμάς τους ίδιους, που πεταγόμαστε μπροστά στους οφθαλμούς μας, σε μια ιδιότυπη συνάντηση του «έσω» και του «έξω» κόσμου, του ενός με τον άλλον. Έτσι αντί να καταφύγει στο άλλοθι του αρχαίου μεγαλείου, ή στη ρίμα που νεο-συντηρητικά ξανατονίζει την παλιά μουσική και αναπαλαιώνει τα περασμένα με βερνίκι –ή σε άλλα που γυαλίζουν μεταμοντέρνα−, υπογραμμίζει με την ποίηση και την όλη του στάση πως στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση −δηλώνοντας την αγάπη του για τον Καρούζο κι άλλους ομότεχνους− και μιλά για μια παράδοση που έχει πραγματικά χωνεύσει, αντιλαμβανόμενος τον εαυτό του ως μέρος μιας συνέχειας κι ενός πράγματος σαφώς μεγαλύτερου. Έτσι όχι απλά «έχει κατακτήσει προσωπική κι αναγνωρίσιμη φωνή αφομοιώνοντας γόνιμα τις πολλαπλές του επιδράσεις» κατά μια κριτική αποτίμηση, αλλά μας μετατοπίζει στον τόπο του αναγνώστη, στον τυχαίο άλλον, τον περαστικό που συναντά στον δρόμο και τον κοιτά στα μάτια ως ίσος προς ίσο, μετατοπίζοντας έτσι το κέντρο βάρους του όλου διακυβεύματος και «δράματος». Ο ποιητής τελικά γίνεται φορέας μιας νοοτροπίας και μιας ιδιοσυγκρασίας που ο αναγνώστης δεν δυσκολεύεται να την αναγνωρίσει, γεγονός που δίνει μια άλλη, ελαφρύτερη, ευάερη θα λέγαμε, αίσθηση του όλου πράγματος. Ταυτόχρονα, στη σχέση του με τον ομότεχνο ποιητή, είναι εμφανές πως θεωρεί απαράδεκτο να απαρνηθεί κανείς την ποιητική παράδοση του τόπου του (η οποία σαφώς ενδυναμώνεται από τη διεθνή πρακτική), ή την έκφανση της ποίησης στον εδώ χωροχρόνο μας.

Έτσι, αξιοποιώντας την παράδοση, με την ψυχική του προδιάθεση, και τις διακυμάνσεις των συγκινήσεων του, παίζοντας και αλλάζοντας τα θέματα του και τη μορφή, διαφοροποιεί το ύφος του, αλλά και τα σχήματα του λόγου του, και κατορθώνει μεταβαλλόμενος ομαλά σε μια συνέχεια, από την πρώτη στην πέμπτη του συλλογή, να κατακτήσει μια θέση στα γράμματά μας με το αναγνωρίσιμο ποιητικό του πλέον εκτόπισμα. Τέλος, η ακατάληπτη σε άλλους αποκέντρωση του βασικού νοήματος, η οποία σε αρκετούς μάλιστα γίνεται  πρόθεση, στην περίπτωση του σαφώς και δεν ισχύει. Ο ποιητής παίρνει αποστάσεις, επιτρέψτε μου, τόσο από το «ποίημα είμαι και εγώ εδώ, σας παρακαλώ προσέξτε με», όσο και από το ποίημα πλέγμα, το ποίημα συναίσθημα-αίσθημα, αλλά και από το ποίημα μνημείο, και -γιατί όχι;- από το ποίημα ξέπλυμα-ποίημα ομολογία. Τείνοντας προς το ποίημα συμβάν, ως  ποίημα κήρυγμα και ποίημα συνομιλία, εξομολογητικά και μαζί ορμητικά καταθέτει την πρωτότυπη φωνή του την οποία και θα παρακολουθήσουμε έως τέλους.

Ας μην κλείσουμε όμως έτσι το πρώτο μέρος, αλλά σημειώνοντας πως αν άλλοι κατεβαίνουν στα ποιήματα ρητορικά από τη θεωρία και άλλοι ανεβαίνουν νοητικά από την καθημερινή εμπειρία (βέβαια όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, επομένως οι αφετηρίες και οι προθέσεις δεν παίζουν ουσιαστικό ρόλο) ο Στίγκας ανήκει σε αυτούς που έχουν ως αφετηρία το βίωμα, την πλέον δηλ. αυθεντική μορφή εκκινήσεως, που λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο ως προτέρημα. Ένα βίωμα που ριζώνει στο υπέδαφος του ποιητή και από το οποίο αντλεί δημιουργικά, βρίσκοντας μια «έτοιμη» ύλη που συντίθεται και ζυμώνεται μέσα του και μπροστά του, θυμίζοντας εδώ και τον τρόπο εργασίας του Τζον Άσμπερυ. Εκεί η ποιητική του όραση συναντά το προλογικό και το βιολογικό σάρωμα του κόσμου και το συναιρεί με την ποιητική παράδοση «ακολουθώντας» τη φορά του ρεύματος. Τρυφερός με τον τρόπο του απέναντι στον πόνο των συμπολιτών του και των ανθρώπων και με λόγο κυματιστό, κάποτε μονοκόμματα επαναλαμβανόμενο, με εναλλαγές του φιλικού τόνου με μια κάποιου τύπου ηρωική έξαρση, με μια προφορικότητα που του δίνει νεύρο, ξεσπά άμεσα καλώντας μας προς μια μετατόπιση, βάζοντας ή καλώντας μας στη θέση του. Έτσι, ο δροσερός κοφτός του λόγος γίνεται, τελικά, φορέας μιας ανανέωσης.

II

Η ποίηση ως ένα παράθυρο στο ωραίο και στο τίποτα ή «μια μέρα ο χρόνος θα τουμπάρει και θα παίξουμε»

«Αυτός ο κόσμος/είναι η πιο σπλαχνική μορφή του ποτέ»

«θέλησα το σώμα/στην προέκτασή του σε ήλιο,/τώρα ζητάω απ’ την ποίηση/να μου σπάσει τα χέρια»

Αφού υπενθυμίσουμε πως ορισμένοι του στίχοι έχουν γίνει συνθήματα σε τοίχους: «Τη φωνή μου ρε/κι ας μην έχω να φάω», από το ποίημα «Προφητεία που χαίρεται τους αφρούς της», και τη «δήλωση» του: «στο τέρμα/πήγα τις λιακάδες μου/ένα μεγάλο γκρέμισμα/και –δεν μπορεί– θα κέρδιζα […] Τα υπόλοιπα τα ξέρετε», «κάτι μπλοκάρει το μηχανισμό του φωτός/μ’ έχει τρελάνει το μέσα μου ηλιοτρόπιο», ας περάσουμε σε μια άλλου τύπου προσέγγιση. Take two.

Το Ίγκιτουρ (1870) του Στεφάν Μαλλαρμέ, συναντά υπόγεια τον Κύβο (2014) του Στίγκα. Κατά τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, ενός εκ των δύο μεταφραστών του ποιήματος στη γλώσσα μας, «Ίγκιτουρ» σημαίνει στα λατινικά «δηλαδή» και αναφέρεται στο αρχαίο ελληνικό «ούν» και επομένως έχει όνομα παραπλήσιο με το «Ούτις», δηλ. τον κανέναν του Ομηρικού Οδυσσέα (ωστόσο, ας σημειωθεί, κατά τον άλλον μεταφραστή του ποιήματος, Καίσαρα Εμμανουήλ, το Ίγκιτουρ δεν αποδίδεται με το επεξηγηματικό «δηλαδή», αλλά με το συμπερασματικό «λοιπόν»). Αντίστοιχα, το εναρκτήριο ποίημα του βιβλίου του Στίγκα, ονομάζεται «Κύκλωπας», δηλ. «Κανένας» και κλείνει με τον ποιητή απευθυνόμενο στον μονόφθαλμο, λέγοντας του τα ακόλουθα: «Μη μου γρυλίζεις ρε/ εγώ μπορώ και μ’ ένα bic/ να γίνομαι κανένας».

Ο μύθος, ιδίως στη τελευταία αυτή συλλογή, καλεί, όπως και στον Μαλλαρμέ, προς μια ενότητα, προς την ταυτότητα του υποκειμενικού με το αντικειμενικό, προσπαθώντας να εξηγήσει την πτώση του θνητού, την ακραία του –οριακή– συνθήκη, συντηρώντας μια δυνατότητα λύτρωσης μέσω της μορφής και της λειτουργίας του μύθου. Μας λέει ενδεικτικά στο ποίημα «Μέδουσα»: «και τα βουνά μια μέρα θα μας γίνουνε χαλίκια» κομίζοντας μια άλλη αντίληψη του χρόνου (και μια άλλου τύπου μετοχή στον κόσμο, που δηλώνεται με το “μας”), και: «Εκεί που η τάξη  αδυνατεί/έρχεται ο μύθος», με την τάξη να λειτουργεί διττά, δηλ. τόσο ως κοσμική τάξη όσο και ως «αστική». Οι ποιητές στο «καθαρτήριο πυρ του λόγου», κατά τον Πεντζίκη, κατακαίνε τη σάρκα τους, τρώνε τα νύχια τους, σπάνε τα χέρια τους, και έτσι παραμένοντας στην ουσία άπιστοι, μετεωριζόμενοι μας καλούν, ως «μάρτυρες» σε μια άλλου τύπου θέαση και βίωση του κόσμου και της ιστορίας.

Ξεσπάσαν μαύρες ταραχές

σειρήνες μπάτσοι πετροπόλεμος

από παντού συνθήματα

Νεκρή μου φύση σουρχομαι

Ψωμί Παιδεία Ελευθερία

σ’ όλα δοκίμασα τα δόντια μου

σ’ όλα μου σπάσανε

Φανατικοί οι ποιητές πρωτίστως με την ποίηση, την οποία προτάσσουν και αγαπούν, προσπαθούν να πιάσουν, να εκμαιεύσουν, να αναλύσουν τις πτυχές και τις αναδιπλώσεις των «έσω» και των «έξω» τεκταινόμενων, απαιτώντας, στην περίπτωση που μας απασχολεί εδώ μια «καθαρότητα» η οποία και εφάπτεται των οραματισμών των μυστικών. Ο εν λόγω ποιητής μάλιστα, μας διδάσκει και μια κάποιου τύπου αισιοδοξία, αλλά και μια αξιοπρέπεια: «μπήκαμε στο θαύμα γονατισμένοι/τουλάχιστον να βγούμε σαν κύριοι» σημειώνει ενδεικτικά στον «Κόμη Λωτρεαμόν». Χαιρετά και συνομιλεί με τους νεκρούς κυρίως ποιητές με μια οικειότητα, με ευγένεια και με φιλική προδιάθεση (κυρίως στο Ισόπαλο τραύμα) και εργαζόμενος, όπως όλοι τους, με σπάνια προσήλωση και αποφασιστικότητα, προσπαθεί να προσκομίσει μηνύματα από έναν κόσμο όπου οι δονήσεις του είναι άλλες, άλλα τα χρώματα και ίσως άλλη και η υφή του.

Η ποίηση ως ένα παράθυρο λοιπόν στο ωραίο και το μηδέν, στο τίποτα στην περίπτωση του Στίγκα, εκεί όπου οι υπάρξεις από τη μια φλέγονται ασφυκτιώντας και από την άλλη παραμένουν καταενθουσιασμένες από την αμεσότητα της ζωής, κατορθώνει να υποβάλλει το «προσωπικό» –δομώντας στην ουσία ως συστατική μονάδα το συλλογικό– του όλου ποιητικού αποτελέσματος, αλλά και μετέχοντας στη διαμόρφωση της όλης μας αίσθησης. Άλλοτε κρύβοντας, κι άλλοτε εργαζόμενος πάνω στη σημαντική και στις σχέσεις των ήχων των λέξεων και των στίχων, ως ποιητής υποβάλλει μεταφυσικές προεκτάσεις μέσω του συγκεκριμένου, φορτίζοντας με νόημα το τίποτα, ώστε τελικά να μεταθέσει και να υπομείνει την αναπόφευκτη συντριβή του, πρώτα ως πρόσωπο, αλλά και ως έργο που λειτουργεί εν τέλει ως «δεύτερη» εκδοχή του εαυτού.

Έτσι γυρεύοντας, ως σύγχρονο υποκείμενο, στο δράμα της προσωπικότητας μια διέξοδο, όπως ο Πόε (βλ. και το σχετικό ποίημα του Στίγκα) ικανοποιείται, όπως όλοι μας, πρόσκαιρα με την επίτευξη του αισθητικού αποτελέσματος, «ζωγραφίζοντας» ή αποτυπώνοντας ηχητικά-λεκτικά-εικονοποιητικά, όχι το πράγμα, που αυτό καθ’ εαυτό είναι απροσπέλαστο, αλλά την εντύπωση που μας γεννά. Μην κάνοντας άλλο τελικά από το να μοιραζόμαστε «εντυπώσεις», άρτιες αισθητικά στην περίπτωση των καλλιτεχνών, προσμένοντας τάχα το θαύμα, ή προσπαθώντας να μας πείσουμε πως το θαύμα είναι ήδη εδώ και συμβαίνει, πλησιάζουμε κατά περιόδους πιο απογυμνωμένοι το μηδέν, το οποίο και διατυπώνουμε σε διάφορες εκφάνσεις, υπογραμμίζοντας την τραγικότητα της ανθρώπινης συνθήκης, σκέψης και αυτοαναφοράς. Ο ποιητής «συμβιβάζοντας» τον προσωπικό του ρυθμό και την προσωπική του αίσθηση με τον ρυθμό του κόσμου και πρωτίστως της παράδοσης, προσβλέπει σε μια «ανατροπή», σε μια νέα σύνθεση ή διατύπωση, εκφράζοντας όχι τις σχέσεις μεταξύ των ιδεών, αλλά τις σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων και των συνολικών προσλήψεων και αισθήσεων των έμβιων όντων.

Ο «Βίος του Ίγκιτουρ», για να επιστρέψουμε στο ποίημα του Μαλαρμέ, το οποίο δηλώνεται και ως σχεδίασμα, ξεκινά με το ακόλουθο μότο: «Φυλή μου, άκουσε, πριν μου σβήσεις το κερί   της ζωής μου που θα σου κάμω τον απολογισμό    Εδωνά: νεύρωση, ανία (ή Απόλυτο!)». Ο Στίγκας κινούμενος ανάμεσα σε αυτό το μότο και στο σολωμικό που παραθέσαμε προηγουμένως: «Και άφησε το κουπί του και με το χέρι εσυχνόκοβε τον αέρα orizzontalmente. Είδες να μαδούν την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το έθνος», ως άλλος Ίγκιτουρ λοιπόν «πετάχτηκε απ’ τη φυλή του» και από το έθνος του, «έξω του χρόνου» και απειλούμενος εξίσου «από το μαρτύριο να υπάρχει αιώνια», «σαν έτοιμος να λιποθυμήσει μες στο χρόνο» και «να εξαφανιστεί» («αναπολώντας τον εαυτό του ύστερα», «ύστερα όταν απ’ όλη τούτη την ανία» λέει ο Μαλλαρμέ, την περιπέτεια λέμε εμείς, «χρόνο, ξαναέγινε ο ίδιος, βλέποντας εκεί μέσα τον εαυτό του») περιγράφει τα τεκταινόμενα. Έτσι ενώ στρεβλώνονται μες στο κενό οι χίμαιρες και τα πράγματα και «αδιόρατα αναρριγούν οι κουρτίνες», ο Στίγκας συναντά τον «Δράκο» ή «το παραμύθι για τα καλά παιδιά». Το οποίο και παραθέτουμε:

Δεν έχω κότσια να σε γράψω, Δράκε

δεν είναι πως φοβάμαι τα ερπετά

μήτε τους εφιάλτες

είναι το κράμα αυτών των δυο μαζί

όπου σημαίνει

χρόνος

ή μ’ άλλα λόγια

πέφτουμε

σ’ αστραφτερό γκρεμό

Με βάση τον δικό μου σωματότυπο

κι αφού δεν καταδέχομαι αλεξίπτωτο

γνωρίζω πως θα σκάσω στο κενό

στις 23:05 ακριβώς

αυτού του αιώνα

σίγουρα

κι άκουσε τι θα γίνει τότε:

Θα σπάσει η κλεψύδρα στο κεφάλι μου

ποτάμι η άμμος απ’ τη μύτη μου

ή άμμος, λέω, οι αναμνήσεις μου

από τ’ αυτιά μου, λέω, ποταμός

η Ελένη

ο Μπαμπάς μου

η Μικαέλα μου

και θα σε πνίξουνε

ρε πούστη Δράκε

Και αντίστοιχα, αποτυπώνοντας ιστορικά αυτή τη φορά την εποχή, σημειώνει:

Κατ’ αρχήν, δεν είναι ένας

είναι πολλοί

που χρόνια αναβοσβήνουν σαν αλάρμ

μπας και τους δει ένας χριστιανός

ή έστω ένας γερανός της οδικής βοήθειας. Ώσπου μια νύχτα τσαφ

[…] Πρώτη φορά

βλέπω ορίζοντα

να γδέρνεται

(από μόνος του)

πατόκορφα

Εντός ελάχιστων λεπτών

ακολουθεί η Αθήνα.

Όποιος τολμά

ας πάει να τους μαζέψει»

(«Ο αόρατος άνθρωπος ή σχέδιο για μια επανάσταση»)

ή αντίστοιχα, πιο σύντομα αυτή τη φορά:

όλα τα γεγονότα θα ‘ναι τετράποδα

και δωσ’ του ποδοβολητά

κλούβες

βλαστήμιες

κι ύστερα…  … …

στο ποίημα «Μονόκεροι στο χιόνι».

Εδώ να υπενθυμίσουμε πως ενώ φαίνονταν στην πρώτη του συλλογή Η αλητεία του αίματος ότι κινούνταν μεταξύ του Καρούζου και του Σαχτούρη, «μεταξύ γέλιου και αίματος», στην πραγματικότητα στέκονταν ανάμεσα τους και προοικονομούσε τις επόμενες συλλογές. Ενδεικτικά το «Το κεφάλι μου/με όλα του τα θηρία τακτοποιημένα/στο πάνω διάζωμα» («Το κεφάλι μου») εμπεριείχε εν σπέρματι την πέμπτη του συλλογή, τον Κύβο.

Γυρίζοντας στον Ίγκιτουρ, «ενώ μπροστά και πίσω επεκτείνεται το εξερευνημένο ψέμα του άπειρου […] τώρα που ο χρόνος έληξε […] στο άδειο του μέσα ακούω της ίδιας μου της καρδιάς τους παλμούς»  −συνοψίζοντας ως «πώς» και ως «τι» την αίσθηση μιας εποχής προσθέτοντας ο Μαλλαρμέ για να εκτοπίσει και τους πεισιθάνατους: «όλα παραείναι φωτεινά, η λάμψη μιας απόδρασης  την επιθυμία φανερώνει∙ όλα λάμπουν πολύ, θα μ’ άρεσε να επιστρέψω στη Σκιά μου, την προϋπάρχουσα και άπλαστη», στην ουσία «συναντάμε» την πηγή της στάσης του Στίγκα, σε μια «αντίστοιχη» κατά μια έννοια φωτεινή σκοτεινότητα. Μας λέει λοιπόν με τη σειρά του ο σύγχρονός μας ποιητής: «μια μέρα ο χρόνος θα τουμπάρει και θα παίξουμε», «μ’ έχει τρελάνει το μέσα μου ηλιοτρόπιο» κλπ.

Ο Ίγκιτουρ, για να συνεχίσουμε, όπως και ο «ήρωας» ή «ήρωες» του Στίγκα εξ αρχής «κατεβαίνει τις σκάλες του ανθρώπινου πνεύματος, πάει στο βάθος των πραγμάτων», και εκεί συναντά την «αδιαφορία». «”Κάματε λάθος” ουδεμία συγκίνηση. To άπειρο προέρχεται από το τυχαίο που αρνηθήκατε. Σεις, μαθηματικοί ξεψυχήσατε – ο εαυτός μου απόλυτο μελλούμενο. Θα ‘πρεπε να περατώνεται σε άπειρο. Μονάχα λόγος και χειρονομία. […] Τίποτα δεν θ’ απομείνει από σας […] Τρέλα ωφέλιμη. Μια από τις πράξεις του σύμπαντος συντελέστηκε εδώ». Για να προσθέσει ο Μαλλαρμέ κλείνοντας μια −αντίστοιχη των σολωμικών− οδηγία: «(Εμβάθυνε σε όλα αυτά)», την οποία και ενσωματώνει στο κείμενο. «Τα έπιπλα» μετά από όλη αυτή την πίεση στον Ίγκιτουρ καταλήγουν «επιτέλους, με τα στοιχειά τους που ‘χαν υποκύψει μαζί με τις συσπάσεις των δακτυλίων τους, να έχουν πεθάνει σε στάση σοβαρότητας και απομόνωσης, μέσα στην απούσα ατμόσφαιρα τις σκληρές προβάλλοντας γραμμές, μαρμαρωμένα στη στερνή τους προσπάθεια τα στοιχειά, και διακόπτοντας οι κουρτίνες την ανησυχία τους να καταπέσουν, σε στάση που διαπαντός θα όφειλαν να κρατήσουν». Κι αντίστοιχα στον Στίγκα, που «απαντά» με την  αντανάκλαση-ηχώ του «Κόμη Λωτρεαμόν», διαβάζουμε:

Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα
στουπί, βενζίνη και ο άνεμος
με τη φορά της λύπης μου
να μπει ένα τέλος οπωσδήποτε

το όνειρο δεν κάνει πλέον ούτε για προσάναμμα

καλά μου τα ’λεγε η μάνα μου:
ότι αυτός ο δρόμος δεν θα βγάλει πουθενά
και σκοτωμένα λόγια βλέπω μες στα μάτια σου
σε άγγιξε το τίποτα την ώρα που σε γένναγα
οπότε πάρε την ευχή μου
κι ετούτα τα σπίρτα

Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα
(διόλου δεν τρέμανε τα χέρια μου)
τότε εμφανίζεται ο Ισίδωρος
«Μη!» φωνάζει
κι αρπάζει τα σπίρτα

[…]

και προτού κάνεις οτιδήποτε
κοίτα να γυαλίσεις τα παπούτσια σου – τσόγλανε»
«Δεν σε αναγνωρίζω Ισίδωρε» του λέω
«εγώ – »
«όχι» μου λέει
«μπήκαμε στο θαύμα γονατισμένοι
τουλάχιστον να βγούμε σαν κύριοι»

Κλείνοντας τόσο ο Ίγκιτουρ, όσο κι ο Στίγκας (βλ. και το τελευταίο ποίημα «Dr. Stiggas-Mr. Stiggas»), «απλώς αναταράσσει τα ζάρια – κίνηση, πριν πάει ν’ ανταμώσει τις στάχτες, μόρια των προγόνων του. […] Κλείνει το βιβλίο – φυσά το κερί, – με την πνοή του που περιείχε το τυχαίο: και, σταυρώνοντας τα χέρια, πλαγιάζει πάνω στις στάχτες των προγόνων του». «Θυμίζοντας» τον Στίγκα στο πρώτο του κυρίως βιβλίο, αλλά και την συνομιλία «με τον αδερφό του Παύλο τον σκαφτιά του Σηκουάνα», δηλ. τον Πάουλ Τσέλαν του Ισόπαλου τραύματος. Γράφει λοιπόν εκεί:

Έτσι όπως έσκαβε

μια μέρα έφτασε

στο χιονισμένο στόμα της μητέρας του

στις μακριές πλεξούδες των προγόνων του

μια μέρα πέρασε

τις ρίζες του νερού […]»

Ενώ «σταυρώνοντας τα χέρια», συνεχίζει τώρα ο Μαλλαρμέ, «χάθηκε το Απόλυτο, σε καθαρότητα της φυλής του, (γιατί αλλιώς δεν μπορεί να γίνει μια και παύει ο θόρυβος), παραθέτοντας και μια «οδηγία», μια κατεύθυνση:  «Πανάρχαια φυλή, κατάπεσε ο χρόνος της που βάραινε, υπερβολικός, στο παρελθόν, και που γεμάτη τυχαίο δεν έζησε, τότε, παρά με το μέλλον της μόνο […] Ύστατη ενσάρκωση αυτής της φυλής»; ποιος άλλος; − ο Ίγκιτουρ, ο «δηλαδή», ο «Κανένας», ή με τα λόγια του Στίγκα αυτή τη φορά:

όπως και να γυρίσεις την κλεψύδρα σου

η έρημος ελαύνει

εξ ου και οι τόσες αμμοθύελλες

τις νύχτες ξεμυαλίζουν το κρεβάτι μου

[…] όχι

να σκάψεις τώρα για νερό

διψάω σαν να είμαι ποίημα

(«Στ’ αλώνια της σκιάς με τον Οκτάβιο Παζ»)

Ο Ίγκιτουρ στο τελευταίο μέρος του συνθετικού αυτού ποιήματος «πλαγιάζει» −τελικά− «στον τάφο»: «Πάνω στις στάχτες των άστρων, τις αδιαχώριστες της οικογένειας, το πλάσμα το φτωχό, ήταν πλαγιασμένο, αφού ήπιε από το μηδέν τη σταλαγματιά που λείπει στη θάλασσα. (Η άδεια φιάλη, τρέλα, αυτό όλο μένει απ’ τον πύργο;) Φεύγοντας το Μηδέν μένει ο πύργος της καθαρότητας». Έτσι και το ποίημα. Δένοντας τελικά, τον Τσέλαν, την ποίηση, τον Στίγκα και τον Μαλλαρμέ, την αφετηρία της μοντέρνας ποίησης, πίσω στα 1870 (πριν τον Ρεμπώ) με το 2014, και επιτρέποντας μας μια άλλη θέαση και μια άλλου τύπου μετοχή στα ανθρώπινα. Να σημειώσουμε έτσι πως περιμένουμε το «κλείσιμο» του κεντρικού μέρους του έργου του Στίγκα, που ευχόμαστε να κρατήσει καιρό –κάτι που ήδη φαίνεται– ώστε να περάσει κάποτε, στην σωστή ώρα, στην «έξοδο».    

 

III

Αντί εξόδου

«Τρελέ, θα πιάσουμε καμιά πυρκαγιά εδώ μέσα»

Αλλά ας μην κλείσουμε την «κριτική» μας παρουσίαση έτσι, αλλά ακούγοντας τον ίδιο τον ποιητή (βλ. το ηλεκτρονικό περιοδικό e-poema). Μας λέει λοιπόν: “ό,τι χρειάζεται να γνωρίζουμε για την ποίηση εμπεριέχεται ήδη μέσα της”, ”η ποίηση ποτέ δεν αναγκάζει, ποτέ δεν επιβάλλεται, γι’ αυτό και τίποτα δεν μπορεί να της επιβληθεί. Κι αν κάποιοι νομίζουν ότι οι ποιητές αποφεύγουν να μιλήσουν για τα βιβλία τους γιατί δεν έχουν προσωπικό όραμα, ότι μια έφεση στο ανακάτεμα των λέξεων θα μπορούσε να υποκαταστήσει την ψυχή τους, ότι τα πράγματα είναι από μέσα κούφια, διατείνομαι ακριβώς το αντίθετο και απαντώ μ’ ένα χαμόγελο”, ”μπορεί να είναι κανείς όσο ετερόφωτος του γουστάρει, αλλά να ξέρει ότι το δέος δεν αντιγράφεται”. ”Η ποίηση -το έχει αποδείξει κατ’ επανάληψην- θα κάνει την αυτοκάθαρσή της. Τώρα, όσον αφορά το βιβλίο μου, μονάχα ευχές θα μπορούσα να κάνω. Του εύχομαι λοιπόν, να δοκιμάσει το σκαρί του μέσα στον χρόνο”.

 

 

 

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού