Η Ιστορία του Ανθρώπου που Σφάγιαζε Πουλιά

 

Φανταστείτε τη σκηνή. Ξαφνικά βρίσκεστε ξαφνικά στη μέση ενός κατάμεστου σινεμά μαζί με άλλους θεατές. Στην οθόνη εμφανίζεται σε γκρο πλαν ένας λευκός άνδρας αναμαλλιασμένος με ξεσκισμένο άσπρο πουκάμισο που έχει πλέον βαφτεί άλικο. Στον ώμο του βρίσκεται μια παλιά, σκαλιστή καραμπίνα Ρέμινγκτον. Στο δεξί του χέρι κρατά δύο κομματιασμένα μεγάλα πουλιά και στο αριστερό ένα μικρό κυνηγετικό τσεκούρι.
Μετά η ταινία τελειώνει. Οι περισσότεροι θεατές βγαίνουν έξω αλαλιασμένοι. Διαμαρτύρονται έντονα και φωνάζουν ιδιαίτερα όσοι έχουν οικολογικές ή φιλοζωικές ευαισθησίες.  Θεατές «ειδικοί» υποστηρίζουν ότι τα ζώα που σκοτώθηκαν είναι αληθινά και τα βάζουν με τον σκηνοθέτη, την εταιρία παραγωγής και όποιους άλλους υπεύθυνους για την τέλεση του εγκλήματος. Κάποιοι κινηματογραφόφιλοι διαφωνούν σφόδρα, λέγοντας ότι πάγια πολιτική του Χόλυγουντ είναι να μην θανατώνονται ζώα. Άλλα κι αυτοί ακόμη στο τέλος προβληματίζονται από τις ζωηρές αντιδράσεις των υπολοίπων παρευρισκόμενων και δεν μπορούν να αποκλείσουν την πιθανότητα μιας αιμοσταγούς ζωοκτονίας για χάρη ενός ανείπωτου ρεαλισμού.

 

Όλοι όμως φαίνεται να συμφωνούν σε τούτο: ο άνθρωπος που σφάγιασε τα πουλιά ήταν ένας πολύ κακός άνθρωπος που θα έπρεπε για χρόνια από άλλους να φυλακιστεί ή από μόνος του να γκρεμοτσακιστεί.

 

Οι θεατές παίρνουν, λοιπόν, ως δεδομένο ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ένοχος για μια αποτρόπαια πράξη. Κανείς όμως δεν φαίνεται να εξετάζει γιατί συνέβη αυτό; Υπάρχει περίπτωση τα πουλιά να ήταν μικρά αρπακτικά πουλιά ή άγρια κοράκια; Υπάρχει περίπτωση να κινδύνευσαν μήπως τα σπαρτά ή η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου; Υπάρχει περίπτωση να υπερασπιζόταν κάποιον γείτονα ή την αγαπημένη του; Υπάρχει περίπτωση  να υποβόσκει ένας σοβαρός και δίκαιος λόγος; Τίποτα από αυτά δεν εξετάζονται ως πιθανές ή θεωρητικά εφικτές απαντήσεις.
Όλοι βλέπουν στον αιματοβαμμένο άνδρα κάτι απάνθρωπο, κάτι κακό, κάτι εξαιρετικά επίμεμπτο. Κανείς δεν εξετάζει τα κίνητρα, τους λόγους ή δεν αναζητά έστω τα προηγούμενα λεπτά της ταινίας.

 

Στον επαγγελματικό αλλά και κοινωνικό μου βίο παραμένει ακόμη η έκπληξη όταν συναντώ ανθρώπους ευφυείς, ηθικούς και εν γένει κατόχους ευθυκρισίας, οι οποίοι απέναντι σε περιστατικά της ζωής του, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά, αποφασίζουν να κόψουν το φιλμ στη μέση ή ακριβέστερα στο λεπτό που τους ικανοποιεί, τους καθησυχάζει και τους «αθωώνει».

 

Έτσι ο γείτονας γίνεται δικομανής επειδή μια μέρα τους έστειλε εξώδικο για την υγρασία που έχει εμφανιστεί στο ενοικιαζόμενο διαμέρισμα κι αφού επί δύο μήνες δεν είχε καταφέρει να τους πείσει να μπει με υδραυλικό στο διαμέρισμά τους. Ο σύντροφος χαρακτηρίζεται άκαρδος επειδή φωνάζει εξοργισμένος επί δύο λεπτά στην αμίλητη φίλη του ενώπιον τρίτων «πες μου τι έκανα;». Και ο παιδικός φίλος ψεύτικος επειδή μας διώχνει «αναίτια» από το επαγγελματικό του γραφείο (αφού πρώτα του κατασχέσαμε δια παντός και άνευ αδείας δύο σπάνια βιβλία από τη βιβλιοθήκη του σπιτιού του).
(Αντίστροφα, πάλι, με την ίδια ακριβώς «λογική», η λειτουργία ενός συμβουλίου ΠΥΣΔΕ δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μπορεί να θεωρηθεί ως βασίλειο διαφάνειας και νομιμότητας, αν παρακολουθήσει κανείς μόνο τα πρώτα λεπτά της εξέτασης μιας ένστασης διορισμού εκπαιδευτικού).

 

Ωστόσο, αυτό που με βάζει περισσότερο σε σκέψεις είναι ότι πιθανότατα κάποιες φορές μπορεί να το κάνω κι ο ίδιος αυτό. Πόσο σωστό, λογικό ή ηθικό είναι όμως αυτό; Ή για να το θέσουμε διαφορετικά: πού βρίσκεται τελικά το χαμένο  φιλμ (σήμερα ψηφιακό αρχείο)  από το πρώτο 15λεπτο της ταινίας και γιατί δεν θέλω να το δω;

Υ.Γ. Τον καιρό των Μνημονίων η ιστορία του χαμένου φιλμ για ακαδημαϊκούς, «σκεπτόμενους και προοδευτικούς» πολίτες μπορεί επίσης να πάρει τη μορφή του να ασχολούμαστε λόγου χάριν το Σαββατοκύριακο με τα άγνωστα «Ευαγγελικά» επεισόδια του 1901 την ώρα που τα Luxleaks δημοσιεύουν το πώς η Τράπεζα Eurobank Ergasias AE νομίμως κέρδιζε δισεκατομμύρια με έξυπνους τρόπους αποφυγής φορολόγησης στο Λουξεμβούργο.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού