Δεν υπάρχει καλοκαίρι που δεν κάηκα. Ψάχνω και δε βρίσκω ένα. Κι όταν μιλάω για κάψιμο, μιλώ για το κυριολεκτικό. Κι αυτό πολύ. Δεν υπάρχει καλοκαίρι που να μη ξεφλούδισα από πάνω μου όλες τις μέρες που έμεινα στον ήλιο, όλες τις θάλασσες που κολύμπησα κι όλη την άμμο. Οι ώμοι, η μύτη, τα ζυγωματικά, το κούτελο, η πλάτη, όλα μου ένα κομμάτι από καλοκαίρι που φεύγει. Κι εγώ δεν ήθελα ποτέ τα καλοκαίρια να φεύγουν. Τα ήθελα πάνω μου, να γαντζώνονται, να κολυμπώ μες στα φθινόπωρα, μες στους χειμώνες, να είμαι μια φλούδα όλος κι όλος. Αν κάτσω να σκεφτώ πόσα δέρματα έχω αλλάξει, νομίζω θα τα μισήσω τα καλοκαίρια για τις τόσες απώλειες. Ή θα συνεχίσω να τα αγαπώ κλεισμένος σ’ ένα σπίτι, δίχως ήλιο, δίχως φως, ένα αντηλιακό θα γίνω, ένας υψηλός δείκτης προστασίας. Από κάθε είδους απώλειες. Κάθε χρόνο τέτοια περνούν απ ΄ το μυαλό μου και φοβάμαι τον Σεπτέμβρη. Γιατί δε μου έταζε ποτέ προστασία.
Η προστασία από την άλλη είναι μια έννοια υποκειμενική. Σε άλλους φτάνει και σ’ άλλους περισσεύει. Έρχεται εκείνη και σε βρίσκει, εσύ μόνος δυσκολεύεσαι να τη βρεις και πρέπει να της δώσεις κάτι να σε θυμάται, να σε αναγνωρίσει τη φορά που θα τη φωνάξεις. Ναι μαμά, τρώω καλά, μαγειρεύω, ναι, και τις νύχτες γυρίζω νωρίς στο σπίτι μαμά, φυσικά και προσέχω μαμά, η ζωή μου μεγαλώνει, εγώ παραμένω μικρός μαμά. Το ενδιαφέρον σου μαμά έμαθα να το λέω και προστασία. Κι όχι μόνο το δικό σου. Των φίλων, των γνωστών ενίοτε, του δεσμού ή και του εαυτού μου πότε πότε. Να μη μου λείψει τίποτα και ποτέ. Να κλειδώνω την πόρτα δυο και τρεις φορές όταν γυρίζω σπίτι, να σε παίρνω τηλέφωνο πως έφτασα καλά, να ντύνομαι καλά, να παίρνουν το μέρος μου στους καυγάδες, να έχω μέρος για να πάρει κάποιος στους καυγάδες, να έχω καυγάδες για να πάρω το ένα μέρος, να έχω, να, να, να. Η υποτακτική μαμά πάντα με άγχωνε. Να δεις γι’ αυτό τις θέλουμε τις προστασίες. Για τις φορές που νιώθουμε έντονα την υποταγή.
Κάποτε φοβόμουν τις υποταγές. Τις ντρεπόμουν περισσότερο. Νόμιζα θα βγω να περπατήσω και θα τις σέρνω πίσω μου, θα τις επιδεικνύω, στα μάτια μου μέσα, στο πρόσωπό μου, στα βήματα, κοίτα, θα λένε, αυτός εκεί χρωστάει, δεν έχει μια δραχμή στην τσέπη, μαλώνουν ή χωρίζουν οι δικοί του, χωρίζει κι αυτός τη μία σχέση μετά την άλλη, και σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που θα τον αποφεύγουν. Κοίτα , ή γέλα, ή κούνα το κεφάλι, ή αδιαφόρησε. Οι άνθρωποι τα πήγαιναν καλά μ’ αυτά τα ρήματα, ιδίως αν είσαι συ το αντικείμενο στο ρήμα τους. Κι ακόμα κι αν δεν ξέρουν, μαντεύουν. Εγώ απεναντίας δεν ήμουν ποτέ καλός στο να θολώνω τα νερά. Με μάντευαν. Τις έδειχνα τις υποταγές μου ή δεν πάλευα πολύ να τις καταχωνιάσω. Θα ήθελα πολύ να έσκαβα τρύπες στη γη και να τις έθαβα, να έβαζα πάνω τους σταυρούς και μάρμαρα και πλαστικά λουλούδια, και να έγραφα αντίο και καλή αντάμωση και να με σκέφτεστε, να έβρισκα χώρο μία μία να τις έθαβα και να το άναβα κάθε τόσο το καντήλι τους, να ξέρω πως αν θέλω να μιλήσουμε, δε θα μου έχουνε παράπονα. Αλλά ακόμα κι αυτό θέλει μια δύναμη. Μια δύναμη να σκάβεις πιο βαθιά απ’ όσο φύτρωσες.
Το σκάψιμο γενικά θέλει μια δύναμη. Είτε σκοπεύεις να θάψεις , είτε να ξεθάψεις από μέσα από τη γη σου κάτι. Και απορώ με τον τόσο ενθουσιασμό, την τόση χαρά αρχαιολόγων και απλών ανθρώπων , που ανακάλυψαν τον τάφο στην Αμφίπολη, που θέλουν όλο να τον δουν να ξεφυτρώνει από το χώμα κι όλο να τον φωτογραφήσουν. Είναι σαν να την παραδέχονται την υποταγή τους μπροστά στο παρελθόν, που τίποτα δεν έχει το μέλλον να αντιτείνει, μονάχα θαυμασμό, παράλυση, προγονοπληξία. Την υποταγή μπροστά στον ίδιο τον θάνατο, που όλα τα σκεπάζει και τίποτα δεν έχει χώρια του πορεία. Αν έπρεπε να κάνουν κάτι οι άνθρωποι, θα ήταν να συστήνονται με τις υποταγές που αντέχουν κι όχι αυτές που πονάνε.Να συστηθώ κι εγώ με τα ξεφλουδισμένα καλοκαίρια μου, αυτό το αντέχω, αυτό μπορώ να το κοινοποιήσω. Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως είμαι μονάχα εγώ αυτός που δε μπορεί να συμφιλιωθεί με τις απώλειες. Μήπως όλοι οι άλλοι γύρω μου χάνουν, θάβουν, ξεθάβουν, κρύβουν, καίνε, προσπερνάνε με μεγαλύτερη άνεση κι εγώ ακόμα σκέφτομαι τα καλοκαίρια.
Δεν είναι ότι το καλοκαίρι όλα πάνε καλά. Αντιθέτως κι αυτό κρύβει τόσες υποταγές, στον ήλιο, στο νερό, στο αβαθές γαλάζιο. Αλλά μοιράζεσαι το καλοκαίρι πιο πολλά και πιο πολύ. Οι χειμώνες σε κλείνουν μέσα στο σπίτι, μέσα σου, μέσα. Κι εκεί που είσαι κλεισμένος αναζητάς ένα καμπανάκι, μεγάλο, μικρό, να έχεις κοντά, να σε έχει υπό την προστασία του, να το κτυπήσεις μήπως κι ακουστείς. Τις περισσότερες φορές οι φωνές των ανθρώπων χάνονται στην πορεία. Άλλες πάλι φτάνουν. Γίνονται τραγούδι, κραυγή, παράκληση, ψίθυρος. Όσο περνούν τα χρόνια αναζητώ τις φωνές που γίνονται νανούρισμα. Να μπορώ να κοιμάμαι και να ξέρω ότι με αγκάλιασαν. Αυτή η ανάρτηση ξεκίνησε να γράφεται 16 Σεπτεμβρίου και δημοσιεύτηκε 20 Νοεμβρίου. Σ’ αυτούς τους δύο μήνες ανέσυρα στη μνήμη μου όσα περισσότερα νανουρίσματα μπορούσα κι άλλαζα δέρμα. Την αφιερώνω στον παππού μου που έφυγε στις 15 Σεπτεμβρίου από τη ζωή και με έκανε να αναζητήσω ετεροχρονισμένα αντηλιακό για την απουσία του. Μερικά καψίματα δε τα γλιτώνεις, το ξέρω. Παππού, μην ανησυχείς. Κλείδωσα την πόρτα κι έφαγα. Έφτασα καλά στο σπίτι.