Τόποι Τόπι: Η Ιδιαίτερη Γεωγραφία του Σωτήρη Παστάκα

Από τόπο σε τόπο, από ποίημα σε ποίημα. Μία προσωπική γεωγραφία, ένας ατομικός χάρτης πάνω στον οποίο ο ποιητής έχει ζωγραφίσει ανάγλυφα τα ποτάμια της μνήμης, τις χαράδρες πληγές, τα ζαρζαβατικά, την χλωρίδα και πανίδα της αφής, της όσφρησης, της γεύσης, αλλά κυρίως τις μικρές θάλασσες που καταβρέχουν την ζωή του, την λιμνοθάλασσα της αγάπης, τον ωκεανό της φιλίας, το τραύμα του θανάτου της μάνας, μέρη οικεία που ο ποιητής κατακτά με την πένα του, που τα ενσαρκώνει μετά και τα αφομοιώνει σ’ αυτή την τοπογραφική ανασκόπηση, σ’ αυτές τις εξορύξεις ενός ρευστού πολύτιμου μετάλλου, της ίδιας του της ψυχής.

Ο Σωτήρης Παστάκας είναι από την στόφα των ποιητών που γράφουν τα ποιήματα πάνω στο κορμί τους. Το ποίημα δεν είναι ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα, δεν συντελείται στο εργαστήρι του μυαλού σε αποστειρωμένους δοκιμαστικούς σωλήνες, ο Σωτήρης Παστάκας γίνεται το ίδιο το ποίημα, λοξοδρομεί πάνω στην σελίδα, τσακίζεται, ανασκουμπώνεται, χάνει το μελάνι του, αλλάζει γραμματοσειρές, αλλά παραμένει πάντα ευανάγνωστος.

Ένα τόπι λοιπόν που πετιέται και διανύει αποστάσεις και συνδέει τόπους και ηλικίες και φάσεις ζωής. Παίζει με το τόπι του ο ποιητής, το ρίχνει μακριά και ύστερα το μαζεύει, ρισκάρει να το χάσει, να εκσφενδονιστεί στο διάστημα όμως αυτό πάντα ξαναγυρνάει σ’ αυτόν γιατί ο συγκεκριμένος ποιητής κατέχει μία αλήθεια. Πως πρέπει να εκτεθούμε και να διακινδυνεύσουμε, πως πρέπει να δώσουμε ψυχή, πως πρέπει να πετάξουμε το τόπι για να γράψουμε αληθινή ποίηση. Κατακλύζει ένα ορμητικό ποτάμι αυτή την συλλογή, ένα ποτάμι ποίησης και ερωτισμού και τρυφερότητας και υπέροχων ορισμών για το τι είναι ποίηση, τι είναι θάνατος, τι είναι ζωή και μας ξετυλίγει ο ποιητής την πρότασή του για το πώς πρέπει να ζούμε, πόσο πλούσια και έντονα και βαθιά την κάθε στιγμή, πώς να νιώθουμε και να αφηνόμαστε σ’ αυτή την φόρμα των μεγάλων του ποιημάτων που δεν είναι παρά ο ορισμός της ίδιας της ζωής.

Υπάρχει μία γνώση τελείως βιωματική είναι η ενστικτώδης γλώσσα της αποτύπωσης, η συλλογή αυτή είναι γεμάτη από εμπειρίες σωματικές ψυχικές αλλά και εγκεφαλικές, τα διαβάσματα, οι συζητήσεις, ο κινηματογράφος, η μουσική όλα αυτά όμως βαθιά χαραγμένα σε ένα άλλο στρώμα από όπου πηγάζει το ποίημα.

Στην συλλογή αυτή έχουμε ποιήματα μακροσκελή στην φόρμα τους. Κάθε ένα είναι και ένας κόσμος. Βλέπουμε την νοητή γραμμή. Αρχίζουμε από Κηφισιά, συνεχίζουμε Πάφο, Σκύρο, Σαράγεβο, Ξάνθη, WOLFEBORO, Λάπηθο, Λευκάδα, Corato, για να τελειώσουμε καθόλου τυχαία στην Ραψάνη.

«Όσο περισσότερο μεγαλώνω, τόσο λιγότερο είμαι. Όσο πιο πολύ με βρίσκω, τόσο περισσότερο χάνομαι. Όσο περισσότερο δοκιμάζομαι, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ ότι είμαι λουλούδι και πουλί, και αστέρι και σύμπαν. Όσο περισσότερο καθορίζω τον εαυτό μου, τόσο λιγότερα όρια έχω». Λέει ο Άλβαρο ντε Κάμπος ο ετερώνυμος του Πεσσόα

Τα τοπωνύμια που χρησιμοποιεί ο ποιητής στην ποιητική αυτή σύνθεση είναι οι τόποι της ψυχής του. Η περιπέτεια περιπλάνησης από την αρχή ως το τέλος είναι ένας νοητός ελλειπτικός κύκλος πάνω στην υδρόγειο που ενώνει τα σημεία του ταξιδιού.

Ο ποιητής με το τρίτο μάτι του, το τέταρτο. το πέμπτο. το μάτι της Κασσάνδρας. το μάτι του Τειρεσία βλέπει με τον δικό του τρόπο εισπνέει την εξωτερική πραγματικότητα και εκπνέει το ποίημα. Γίνεται ο τόπος.

Έτσι λοιπόν ξεκινάει από την Κηφισιά μετά από μία διακοπή που μπορεί να είναι ο θάνατος της μάνας, γίνεται ένα κομβικό σημείο πεντακοσίων μέτρων περίπου από τον σταθμό του ηλεκτρικού, ανταλλάσσει ποιήματα με άλλους ποιητές, δεν τους νοιάζουν οι αναγνώστες, αρκεί η χαρά της επαφής, διπλώνεται στα δύο, μετακομίζει στο ίδιο του το σπίτι, ονειρεύεται έναν δεκάχρονο δύτη με την πλάτη να αστράφτει στον ήλιο λίγο πριν πέσει στο κενό, ακινητοποιεί την στιγμή, μας μεταφέρει μέσα σε μίαν κινηματογραφική ταινία, εναλλάσσονται εικόνες και γεύσεις κι έτσι αρχίζει η συλλογή αυτή, από την φιλία γράφονται τα ποιήματα.

 Πάφος ο δεύτερος σταθμός και ένα καράβι ακινητοποιημένο είκοσι χρόνια, μία πατούσα μίας γυναίκας σε οργασμό, Παλαμικές γιορτές με την προτομή του Παλαμά στην πλατεία και η συμπαντική μουσική των σφαιρών, η ακινητοποίηση πάλι της στιγμής, η απειροελάχιστη ρώγα στην κληματαριά ο επαναπροσδιορισμός, ώσπου το καράβι να ξεκινήσει πάλι.

Σκύρος και η γυναικεία μορφή της Διηδάμειας, μέσα στο παλάτι του Λυκομήδη στην Σκύρο ο Αχιλλέας που κρύβεται στα γυναικεία ρούχα του με το όνομα Πύρρα, παρενδυσία και δικαίωση μέσα από έναν έρωτα, αναφορά στον ποιητή Ρούπερ Μπρουκ που είναι θαμμένος στις τρεις Μπούρκες και τελικά ήρωας και ημίθεος είναι αυτός που μπορεί να δοθεί και να απολαύσει στο έπακρο με όλες του τις αισθήσεις το νησί που κάθε φορά του προσφέρεται.

Στο Σαράγεβο αναπτύσσει ο ποιητής ένα πλήρες δοκίμιο για την ποίηση και την μετάφρασή της που θα ήθελα να το ακούσετε:

Γιατί το ποίημα είναι μια παρτίδα σκάκι

με τεράστια πιόνια μέσα στον κόσμο, έχει λέξεις

στρατιώτες

και λέξεις λοχαγούς πύργους ολόκορμους

κι ασχοίνιαστα αλογάκια, και θηλυκά της βασίλισσας.

Γιατί το ποίημα έχει πάντα ένα απ’ τα δυο χρώματα

είναι ή πάντα μαύρο ή πάντα άσπρο. Τ’ αποτυχημένα

μόνο

είναι σαν μια παρτίδα σκάκι σε εξέλιξη, άσπρα και μαύρα

μαζί

τα μισοτελειωμένα τ’ ανερμάτιστα τα αρσενικοθήλυκα.

Αυτά που δεν περπάτησαν ποτέ στους αντίποδες,

δεν στάθηκαν στα πόδια τους γιατί η μετάφραση

είναι η ποδιά του καγκουρό κι ό,τι γράφουμε πρέπει

να στέκεται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου,

πρέπει να περπατάει σε όλους τους δρόμους

να μη φοβάται τη φωταψία των λεωφόρων

ούτε τα σοκάκια των πρεζάκηδων, να γίνεται ένας δρόμος

απλός και ήσυχος σαν αυτόν που ήθελε

να τον βαφτίσουν με τ’ όνομά του ο Ιζέτ Σαράϊλιτς,

ένας μικρός δρόμος μες στο λαβύρινθο της πόλης.

Η μετάφραση του ποιήματος είναι αυτή η μαρσιποφόρος

πίτα με τα κεμπάπια και το κρεμμύδι στα σπλάχνα,

ένα ποτήρι ξινόγαλο, αυτός ο ήλιος που παίζει κρυφτούλι

με τα σύννεφα, είναι η Ραφαέλα που μας νεύει

απ’ το απέναντι τραπέζι, είναι το χαμόγελο

του Eloy Santos,

το ραπ της Deborah Mayor, η κατακόρυφη φαλάκρα

του ποιητή απ’ το Ντουμπρόβνικ,

η συστολή της Τουρκάλας

ποιήτριας, τα χαϊμαλιά και τα ταγάρια της Aggie Falk,

το μάτι του φακού του Mario Bova, το άγρυπνο

βλέμμα κι η έμφυτη ευγένεια του Sergio Iagulli, το

μισοσβησμένο

πάθος στη φωνή της Maram al Masri

είναι όλες αυτές οι πέτρες

η μια δίπλα στην άλλη που σχηματίζουν το πλακόστρωτο

της γέφυρας με τα ποιήματα πάνω απ’ τον Μιλιάτσκα

αυτά τα δέκα χρόνια, γιατί η ποίηση είναι πάντα

το στοίχημα του ενός που καταφέρνει να κλέψει

απ’ το παράλογο την αιτία της ύπαρξής του,

να το αφοπλίσει, να μας το καταστήσει ανώδυνο.

Η ποίηση είναι πάντα το τελειωτικό νοκ-άουτ

στην αφασία, το πένθος, την αβουλία της μοίρας,

έχει τη σπασμένη μύτη του Paul Polansky.

Όλοι οι ποιητές είναι μποξέρ κι ας είναι λαπάδες

στην καθημερινή ζωή κι ας μην ξέρουν να οδηγούν

να βάλουν μια λάμπα ή να καρφώσουν ένα κάδρο

Νομίζω από τους πιο πλήρεις ορισμούς της ποίησης που έχω διαβάσει.

WOLFEBORO N.H. o επόμενος σταθμός με μία κριτική για την Αμερική που μοιάζει με το Ουρλιαχτό του Γκινσμπεργκ και από όπου επίσης θέλω να σας διαβάσω ένα απόσπασμα:

Η Αμερική είναι

αυτοί οι τέσσερις δρόμοι, τα γκαρσόνια φοιτητές,

το part-time, η εξηνταδιάχρονη πωλήτρια

στο Mall με το φλεβίτη που με κάνει να ντρέπομαι

γιατί εγώ τίναξα την εξαρτημένη εργασία

και τα τελευταία χρόνια ζω μόνο με ποίηση.

Αμερική είναι

το Low-five ό,τι πάρεις πέντε δολάρια

επτά μποξεράκια, τρία σημειωματάρια,

δυο μακό «I tried to be good but I am bored»,

να τριγυρνάς στο Rite-Aid να παραδίδεσαι μετά

στις φροντίδες του στο σπίτι, το ξύλινο σπίτι

μέσα στο δάσος με τα λευκά κεντημένα

κουρτινάκια και το χαμηλό φωτισμό στα παράθυρα

λένε Merry Christmas, γεμίζουν το κουτάλι

με το αποχρεμπτικό, τις νικορέτ για το κάπνισμα,

τα πολυβιταμινούχα σκευάσματα

για τα στερητικά από το αλκοόλ, κι έπειτα ημίγυμνος

μπρούμυτα στο κρεβάτι αλείφουν Bengay

στις πλάτες και τη μέση, ξεπερνάνε έτσι

χεράκι-χεράκι τα όρια του σωματικού έρωτα,

να κοιμάμαι μόνος μου σε πλήρη στύση

χωρίς να επιθυμώ την εκτόνωση…

ο ποιητής γίνεται κινηματογραφιστής, μας περιβάλλει και κατακλύζεται ο ίδιος από εικόνες καταλυτικές, σκληρές και τρυφερές, θα χαρακτήριζα όλη την συλλογή μία κινηματογραφική ταινία που άλλοτε θυμίζει Αντονιόνι, άλλοτε Φελλίνι, άλλοτε Ντείβιντ Λιντς ή Αφούς Κοέν.

Επόμενος σταθμός Λάπηθος της Κύπρου,στα κατεχόμενα της Τουρκίας, επίσκεψη στο πατρικό του ποιητή Γιώργου Χαριτωνίδη μαζί με άλλους ποιητές, φεύγοντας  ο Γιώργος αφήνει την σκιά πίσω στο πατρικό του και χωρίς σκιά τους προτρέπει να βουτήξουν στο νερό όπως τότε που ήταν παιδί.

Λευκάδα και η ζωή κάποιου άλλου σε μικρό διήγημα ποίημα, με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, για μία πτώση στην άσφαλτο, για το κόντεμα μιας σκιάς, για μία τελετή επιτάφιου, για τις μικρές και σημαντικές ελπίδες και διαψεύσεις της ζωής μας.

Corato B.A. πάλι πρωτοπρόσωπη αφήγηση μίας γυναίκας στην Ιταλία και η πορεία της ζωής της δοσμένη με απόλυτα ποιητικό τρόπο

Είναι χαρακτηριστική η τρυφερότητα που αντιμετωπίζει τους ήρωές του ο ποιητής, από την μία βλέπει και αποτυπώνει με μεγάλη διαύγεια όλες τις εκφάνσεις και τις αδυναμίες τους, τις μικρότητες και τους συμβιβασμούς της ζωής τους αλλά ταυτόχρονα με μεγάλη κατανόηση δικαιολογεί.

Και τέλος η ΡΑΨΑΝΗ η μάνα στο νοσοκομείο, οι παιδικές αναμνήσεις που έρχονται με σφοδρότητα, η μάνα που αποκαθηλώνεται και γίνεται μία γριά με όλες τις σωματικές εκκρίσεις αλλά ταυτόχρονα είναι και η μάνα που έφτιαχνε τα μελομακάρονα και τους ξεσκάτωνε και το παρελθόν σμίγει με το μέλλον και τα κόπρανα με τις φέτες βούτυρου και ο ποιητής γίνεται σκληρός και τρυφερός και συγκινητικός.

Ποτέ δεν μου άρεσε η γεωγραφία. Όμως αυτή εδώ η γεωγραφία του Σωτήρη Παστάκα, αυτή η περιδιάβαση στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, στο φως και στο σκοτάδι της, αυτή η κινηματογραφική ανασκόπηση και ταυτόχρονα εμβάθυνση και ταυτόχρονα φωτογράφιση και ταυτόχρονα γραφή, μία πολύ συγχρονη και πολύ δυνατή γραφή που μας φέρνει αντιμέτωπους με την ίδια μας την αλήθεια, αυτή λοιπόν η ιδιαίτερη γεωγραφία του Σωτήρη Παστάκα με έκανε να δω με άλλο μάτι τα τοπία και ίσως να αλλάξω τους δικούς μου χάρτες.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού