Απ’ την «ακινησία της διαλεκτικής» στη βούληση για ρίμα. Οι τρικλοποδιές του Άγιου Πρεκάριου της νέας ελληνικής ποίησης

Στέργιος Μήτας, ‘Εμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων, εκδ. Μικρή Άρκτος, 2013.

Αν σύμφωνα με το Manifesto Bio-Pop del Precariato Metroradicale κάποιοι είναι αφυπνιστές του πρεκαριάτου και αντάρτες της διανοητικής εργασίας, αναρχοσυνδικαλιστές ή μετα-σοσιαλιστές, οικο-ακτιβιστές και ακτιβιστές των media, απελευθερωτές του διαδικτύου και ριζοσπάστες των μητροπολιτικών αστικών χώρων, αμφιφυλόφιλες μεταλλάξεις του παγκόσμιου φεμινισμού, μέχρι και hackers του πραγματικού, ο Στέργιος Μήτας είναι ο τραγουδιστής, ο ποιητής, ο μικρός τυμπανιστής, ο θλιμμένος Μπάστερ Κίτον του σύγχρονου πρεκαριάτου μας −στη μεσογειακή του τουλάχιστον εκδοχή, ο ποιητής του νέου μας μεσοπολέμου, που ως άλλος Καρυωτάκης-Φιλύρας κομίζει σίγουρα κάτι νέο στην νέα ελληνική μας ποίηση. Μας εν-χειρίζει λοιπόν το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, την ‘Εμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων και εμείς με τη σειρά μας δεν έχουμε παρά να πούμε: «Σε περιμέναμε ποιητή. Φυσικά και θα σταθούμε».

Για όσους τυχόν δεν το γνωρίζουν το πρεκαριάτο (precariat, απ’ το precarity), είναι μια κατάσταση ύπαρξης ή μια νέα κοινωνική τάξη που στερείται τόσο της προβλεπτικής δυνατότητας (predictability) όσο και της αίσθησης της ασφάλειας (security). Μια κατάσταση που φυσικά επηρεάζει την υλική και την ψυχολογική κατάσταση των «ασθενών-πειραματόζωων» (του νέου υβριδικού είδους πολίτη-καταναλωτή που δοκιμάζεται σε ποιο ποσοστό ανεργίας τελικά σπάει και σε ποιο ποσοστό «τα σπάει και τα καίει»), με αποτέλεσμα οι υποαπασχολούμενοι, οι της διακεκομμένης απασχολήσεως και οι άνεργοι να αναζητούν πλέον τον άγιο τους, πέρα ή λόγω της ημι-μετα-θρησκευτικής μεταμοντέρνας εποχής μας και του όλου αδιεξόδου. Και τελικά τον βρίσκουν, καθώς από τον Φεβρουάριο του 2004, όπως μας ενημερώνουν οι Marcello Tarì και Ilaria Vanni, ο άγιος Πρεκάριος, ο προστάτης των πρεκάριων, των προσωρινών, των ευέλικτων, των ημι-απασχολούμενων, των περιστασιακά εργαζόμενων έχει κάνει την εμφάνιση του σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Πρόκειται για έναν νέο άγιο, της εποχής μας που εμφανίζεται τόσο σε δημόσιους χώρους σε εκδηλώσεις, πορείες, διαδηλώσεις, όσο και σε παρελάσεις μόδας και σε φεστιβάλ ταινιών, και εφόσον όντως είναι άγιος, σε τελετές. Συχνά μάλιστα λέγεται απ’ τους «κρισο-δαρμένους» και απ’ τους «ιστορικο-γδαρμένους», πέρα απ’ τους ήδη «βαρεμένους», πως πραγματοποιεί μέχρι και θαύματα. Οι μορφές του −τέτοια η δυναμική του− πολλαπλασιάζονται. Τον παρακολουθούμε να παρουσιάζεται αδιάκοπα με νέες μεταμφιέσεις. Κι ως τέτοιος, ως «Άγιος Πρεκάριος Πυροτεχνουργός» ενεμφανίσθη και στο μετρό των Αθηνών (μπορεί και στης Θεσσαλονίκης, στο ύψος της Βενιζέλου) και η παρουσία του καταγράφηκε απ’ τον ποιητή Μήτα που επαγρυπνούσε, αν δεν του την είχε μέχρι και στημένη. Μεταποιημένη σε ποίημα λοιπόν έχει ως εξής η μορφή του και η δράση του. Διαβάζουμε στο δεύτερο μέρος του ποιήματος:

Φοράει τα κοσμικά του και διαβαίνει. Στου μετρό
τα χαρακώματα ψαρεύει αποστόλους.
Νεομάρτυρες της επισφάλειας σε θόλους,
σκαλωσιές, αγιογράφοι των ηλεκτρικών βιτρώ

με στιλβωμένα απ’ τον ιδρώτα φωτοστέφανα.
Δεν θα γλυκάνει με όπιο του υπάλληλου τον άρτο.
Θα απονείμει αντίστροφη συγκομιδή των σπάρτων:
Στάχυα για τους πληβείους και για τους πατρίκιους δρέπανα.

Έτσι όπως ανακατεύτηκαν των τάξεων τα ταρώ
και είναι αυτός η τράπουλα, ταχυδακτυλουργός
και κρίση –τραβάει ένα φύλλο: Πυροτεχνουργός.
Ζώνεται τη ρομφαία του να εισέλθει στο μετρό.

Με τα «ηλεκτρικά βιτρώ» αλλά και τα υπόλοιπα να συνομιλούν με το «Γαλλία εσύ ξανθή, χλωμή» του Θοδωρή Ρακόπουλου (Φαγιούμ, εκδ. Μανδραγόρας, 2010). Συγκεκριμένα, και αφού πρώτα υπενθυμίσουμε πως το 2005 στα παρισινά προάστια είχε ξετυλιχθεί μια πρωτόγνωρη εξέγερση, με αφορμή το θάνατο από ηλεκτροπληξία δυο αλγερινών νεαρών που κυνηγημένοι από αστυνομικούς, είχαν προσκρούσει σε ηλεκτροφόρα σύρματα (βλ. Σ. Μήτας, Διαλεκτική σε ακινησία. Η «πολιτική αλήθεια» στην ποίηση του Θ. Ρακόπουλου, www.vakxikon.gr, τχ. 17, Μάρτιος 2012) με τη μορφή που «φυγαδεύεται στην ακινησία», κατά τη «διαλεκτική της ακινησίας» που προτείνει η ανάγνωση του Μήτα, να είναι μια πολιτικο-ποιητικά υπερ-μοντέρνα δοσμένη μορφή ενός διωκόμενου μετανάστη. Για να μην αναφερθούμε και στην «Μπαλάντα για τους συνοριοφύλακες» του Ορυκτού Δάσους (εκδ. Νεφέλη, 2013) και στα «αντίστοιχα» σύνορα του ποιήματος και της ρίμας στα οποία κινείται ο Μήτας. Μας λέει λοιπόν στο «Γαλλία εσύ ξανθή, χλωμή» ο Ρακόπουλος:

«Οι αρχαίοι απομόνωσαν το ήλεκτρον/στο καθημερινό τους κεχριμπάρι:/μας έμειναν κομμάτια από έντομα/πτήσεις αιχμάλωτες στο αστείο υλικό//κι εκείνη η ορμή στα σύρματα που λεν/Κίνδυνο Θάνατο. κάθε χτες μόλις νύχτωσε – πάλι,/τράβηξε τη φυγή δυο πεταλούδων απ’ τ’ Αλγέρι/που τις γέλασε η φωτεινή σήμανση Έξοδος».

και ο Μήτας απελευθερώνοντας τη συγκρατημένη αυτή ακινησία ξαφνικά σε μια έντονη ορμή ανάφλεξης μάς λέει με τη σειρά του:

[…]

και βγαίνει – αίφνης: θαυματουργός, υγιής.

Έχει να μοιράσει αντίδωρο εύφλεκτο:

πρέπει να δροσίσει τους παρίες της γης

στον ίσκιο της φλόγας του οίκου των

εύπορων: όσων με τέχνη, όσο λίγοι,

εθισμένοι στην ανισοσυλλαβία

του βίου, κλέβανε πάντα στο ζύγι.

Τώρα το βιος τους μετράει με τη βία.

(«Άγιος Πρεκάριος Πυροτεχνουργός, Ι»)

Να σημειωθεί εδώ, πως ο Μήτας εμφανίζεται δίκαιος στις επιλογές του (εξάλλου είναι διδάκτορας φιλοσοφίας του δικαίου), όπως ο άγιος Πρεκάριος που δεν παίρνει το μέρος μιας κατηγορίας επισφαλώς εργαζόμενων εις βάρος μιας άλλης (και άρα εμφανίζεται σε supermarket των αστικών περιφερειών, στα βιβλιοπωλεία ή, πιο γκλαμουραρισμένος, στα φεστιβάλ ταινιών της Βενετίας), ισορροπώντας και παραμένοντας τέτοιος, τόσο απέναντι στα συστατικά στοιχεία και τις περσόνες του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου του, όσο και στα τεχνικά καθώς θα δούμε ευθύς-αμέσως.

Στο ποιητικό λοιπόν αυτό αφήγημα, το επιμελώς συγκοπτόμενο κι όμως συνεχές, η «φυσική» αυτή ιστορία μιας «παρά φύση» τέχνης, στην έμμετρη και ομοιοκατάληκτη εκδοχή της κατορθώνει τη στιγμή που τελειώνουν όλα, η μουσική της να συνεχίζει ακόμη ή και να αρχίζει αλλιώς, σπιθίζοντας πάνω στην ευφυΐα του ποιητή. Μια ευφυΐα που, μαζί με τα προσεκτικά βήματα και την μετρημένη τοποθέτηση του στο υπάρχον ποιητικό corpus, κυριαρχεί τροχισμένη, κάνοντας μας να αναρωτηθούμε: «μα τι γυρεύει ένας τόσο ευφυής άνθρωπος στην ποίηση (χωρίς να υπονοούμε φυσικά κάτι άλλο για τους υπόλοιπους)», αλλά και να διαπιστώσουμε προτρέχοντας πως «το ποθητό του ανθολόγου νυστέρι» θα την συμπεριλάβει προφανώς στις μελλοντικές ανθολογίες –αν είναι φυσικά αυτό το ζητούμενο.  Στη «Μπαλάντα της κλινικής» διαβάζουμε επί του προκειμένου:

Κι αν παραμένει η ρίμα ασκεπής

και τεμαχισμένη σε εντόσθια

υλικού, χιλιομασημένη hostia

από ένα corpus λογοκλοπής,

πάλι λαχταρά στο παλκοσένικο

να γείρει – και θυσία να προσφέρει

το παρθένο μελάνι στο γέρικο,

το ποθητό του ανθολόγου νυστέρι.

Και για να εξασφαλίσει «μαζοχιστικά» τον αποκεφαλισμό της −και άρα τον εξοστρακισμό της απ’ τον υπόλοιπο οργανικό της σώμα και σύνολο− απ’ το «ποθητό του ανθολόγου νυστέρι», προσθέτει: «Παλιός λογαριασμός και ξεχρεώνει/ με την εσχάτη των ποινών: τη ρίμα./ Όλα ταιριάζουν: η πεδιάς το μνήμα/ – και η επίσημος της κριτικής αγχόνη». Κι έτσι ενώ απ’ τη μια η ρίμα αυξάνει ας υποθέσουμε –από ένα μέρος τουλάχιστον των κριτικών-ανθολόγων– τις πιθανότητες μιας μελλοντικής ανθολόγησης, ταυτόχρονα εκτίθεται στην «αγχόνη της κριτικής» των υπολοίπων που περιμένουν έτοιμοι να καρατομήσουν την «οπισθοδρόμηση». Και εκεί είναι που «η ρίμα σκοντάφτει». Μια ρίμα και μια ποιητική που στην περίπτωση του Μήτα «σώζεται» απ’ την έξυπνα κρυμμένη θλίψη του, απ’ τις περσόνες και τις πολλαπλές μετατοπίσεις του, απ’ το χιούμορ του φυσικά και τη βούληση του να βάζει εμπόδια και τρικλοποδιές στον εαυτό του και στους άλλους, και απ’ την καθώς φαίνεται βέβαιη δυνατότητα αυτού του εγκεφάλου προς την παντομίμα, που ενώ σέβεται τις παραδοσιακές φόρμες (απ’ την «Μπαλάντα της κλινικής» ενδεικτικά, που είναι όντως μπαλάντα -σεβόμενη τους κανόνες, ως τα σονέτα και άλλα μετρικά σχήματα και παιγνίδια, σε αντίθεση π.χ. με τα Σονέτα της Συμφοράς του Χ. Βλαβιανού που σέβονται μόνο τον αριθμό των δεκατεσσάρων στίχων) κατορθώνει να μπολιάσει το νέο, ανανεώνοντας και συγχρονίζοντας το με τα τεκταινόμενα της εποχής.

Ο καρυωτακικο-φιλυρικός αυτός λοιπόν τύπος, ο Μπάστερ Κίτον της ποίησης μας, μάς καλεί να παρακολουθήσουμε μαζί του, με έκθαμβα και ανανεωμένα παιδικά μάτια, τα μέλη ενός μοντέρνου θιάσου. Τον Καμπουράκο, την Εσταυρωμένη του Τσίρκου, κι τον Εθνικό Αντικέρη, πέρα απ’ τον Άγιο Πρεκάριο, που συσπώνται μέσα στο στίχο, μέσα απ’ το στίχο, πέρα απ’ το στίχο και πατώντας εν μέρει τουλάχιστον, ας πούμε μισοί, στο κεφάλι του ποιητή. Η Μούσα ταυτόχρονα παλεύει χαριτωμένα να ξεφύγει από τα μαχαίρια του τσίρκου, σε αντίθεση με την ποίηση του που προσκαλεί την κριτική, το νυστέρι του Ανθολόγου που λέγαμε, και τον «κορσέ» φυσικά του Προκρούστη, με τον κορσέ σοφά επιλεγμένο καθώς ότι περισσεύει δεν κόβεται αλλά συστρέφεται προς τα μέσα.

Και σαν να μην έφταναν τα παραπάνω ο ποιητής μάς «λιώνει» φέρνοντας στον θιάσο-παρέα-πορεία του −ποιόν άλλον;− τον Κάρολο Μαρξ, τον πασίγνωστο σονετογράφο του 19ου αιώνα που αναστέλλει για μια στιγμή τη δυσπιστία του, ενθυμούμενος (προβάλλοντας;) ίσως την Τζένη ή την Ελεονόρα του και τα άλλα παιδιά, πέρα απ’ την επιστροφή του στην ηλικία των 19 χρόνων. Έτσι η ευτυχία εμφανίζεται ως μια ενδεχομένως μη “διαρκώς αθετούμενη υπόσχεση”, στους λόφους του Χάμπστεντ, στις πλατείες που συγκεντρώνονται οι «ιδαλγοί της ρίμας» μετά το τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων», «προ της εξέγερσης του νεοφορμαλισμού» και αλλού. Μας λέει μάλιστα επ’ αυτών ο ποιητής: «Επανάσταση που υφαίνεται με στίχους,/ τόσα χρόνια από το ξήλωμα του Τείχους» και «Μη σπαταλάς τον στίχο. Δεν αρκεί/ να σπέρνεις τρικυμία με ανεμιστήρα./ Μια ποίηση άσφαιρη, επαναληπτική:/ σκάει στ’ αυτιά μας δίχως σιγαστήρα» για να μας αποτελειώσει. Κι εδώ είναι που αποκαλύπτεται στον αναγνώστη μία καρδούλα από υγραέριο που γλιστράει διαρκώς ανάμεσα στις γραμμές, στους στίχους και τα ποιήματα για να βγει έξω απ’ το βιβλίο στο τέλος. Ένα τέλος στο οποίο ενεδρεύει η βιβλιογραφία, ως αντιβίωση φυσικά για τα συμπτώματα της λυρικής ευδαιμονίας, πάγια καθώς φαίνεται εξισορρόπηση και «τακτική» του ποιητή, όπου διαβάζουμε μεταξύ άλλων τα ονόματα των Αντόρνο, Marx και Engels, Tzara, Accornero και Soulary.

Κι αν, κλείνοντας, σύμφωνα με το εναρκτήριο ποίημα «Η καρδιά από υγραέριο του κ. Τριστάνου Τζαρά», «είναι η βροχή που κάνει το ρολόι της οργανωμένης ποίησης να χτυπά», η ποίηση του Μήτα ξεκαθαρίζει εξαρχής τις προθέσεις της σημειώνοντας: «Πότε θα έχετε την ευχαρίστηση να δείτε το μέσα σαγόνι του ρεβόλβερ μου;» για να απαντήσουμε, ίσως μαζί του αλλά και με την πρωταγωνίστρια του ποιήματος: όταν καταλάβουμε ότι οι «πνεύμονες μας» είναι όντως από «κιμωλία», πατώντας και αναπνέοντας έτσι μέσα απ’ το πνεύμα των άλλων. Με τη γραφή λοιπόν και τη σκέψη έτοιμες προς διάλυση, στην όποια διαστρεβλωμένη και παραποιημένη εκδοχή τους, απ’ την εποχή και τους μυωπικούς φακούς μας, ας κλείσουμε με τον άγιο Πρεκάριο, που διαφυλετικός (transgender) εμφανίζεται ως θηλυκός άγιος και ίσως και ως τέτοιος διαπερνά τη συλλογή: «Πρασινίζω, ανθίζω, χρονομετράω το υγραέριο, φοβάμαι», μας λέει. «Κλυταιμνήστα… Είσθε παντρεμένη;».

Κι έτσι ο Μήτας, συνοψίζοντας κατά κάποιον τρόπο, με την Εμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων του, προσθέτει στην “λατρεία” όχι μόνο του άγιου αλλά και της νέας ελληνικής ποίησης που έχει εξαπλωθεί, ως γνωστόν, ταχύτατα και έχει οδηγήσει, τους τελευταίους δύο αιώνες, στην ανάπτυξη μιας ευδιάκριτης και πολύχρωμης «εικονογραφίας, αγιογραφίας και τελετουργικών» που ενσωματώνουν νεκρούς και ζώντες και την ιδιαίτερη κατηγορία των νεκρο-ζώντανων, αυτών που κατορθώνουν να επηρεάζουν τους κάθε φορά τρέχοντες ζώντες και την αντίληψη τους, με το έργο τους αλλά και την στάση τους. Ακολουθώντας μάλιστα την ιταλική καθολική παράδοση, ως άλλοι άγιοι Πρεκάριοι, περιφερόμαστε τελετουργικά με τον ποιητή −αντί ή πέρα απ’ τα αγάλματα των αγίων σε δημόσιους χώρους− στους δρόμους, στις πλατείες και τις εξοχές του corpus της ποίησης μας, που διαπερνά ηλεκτρίζοντας με τις δυνατές και διακριτές στιγμές του, το σώμα των ποιημάτων του Μήτα και μέσω αυτών και εμάς. Έτσι η λατρεία του αγίου Πρεκαρίου (για να παίξουμε με τον τονισμό) λειτουργεί την ίδια στιγμή, όπως και η εν λόγω ποίηση, ως μια παρεκτροπή, ως μια Προσωρινή Αυτόνομη Ζώνη (ΤΑΖ), ως καρναβάλι, που βοηθά και κατορθώνει την αποκόλληση της ποίησης και των ποιητών, και των αναγνωστών απ’ την πραγματικότητα, οξύνοντας τελικά τη συνείδηση και τις αισθήσεις των μετεχόντων, καλώντας τους όλους φυσικά προς δράση, συμβολική και μη, ή έστω προς μια μετατόπιση.

Με αυτή την «τακτική» λοιπόν γίνονται ορατά τόσο τα ζητήματα που εμφανίζονται εξαιτίας της αυξανόμενης επισφάλειας του εργατικού, ποιητικού και αναγνωστικού δυναμικού, όσο και της «συνολικής» μεταβατικότητας της εποχής που επιζητά ενδεχομένως την εξισορρόπηση με την επανα-μεσο-αστικοποίηση του πρεκαριάτου μεταξύ άλλων. Φυσικά, σε ένα άλλο επίπεδο μπορούν, να θεωρηθούν όλα τα παραπάνω, ο πρεκάριος, η κριτική μου παρουσίαση, η ποίηση του Μήτα, ίσως και ο ίδιος ο Μήτας ως πρόσωπο, γιατί όχι κι ο αναγνώστης, ως ένα είδος μυθοπλασίας. Η ιστορία του άγιου Πρεκάριου, οι απαρχές της, οι μεταμορφώσεις και η διάδοσή της, έχουν εισαχθεί εδώ στο παιχνίδι, που θα έλεγαν και οι Marcello Tarì και Ilaria Vanni, προκειμένου να ερευνηθεί η τρέχουσα πολιτική της επισφάλειας πέρα απ’ την Ιταλία πλέον και στην Ελλάδα. Ας ελπίσουμε πως η ελληνική πολιτεία δεν θα φορολογήσει υπέρμετρα και διπλά τον εισαγωγέα και ανανεωτή Στέργιο Μήτα.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού