Έχει ξυπνήσει καυλωμένη με το στερεότυπο του ποιητή, η αναβαθμισμένη ρουβίτσα, και φαντάζεται ότι εκείνος ως επώνυμο έχει κι όλας συνευρεθεί με τουλάχιστον πέντε από το πρωί. Μα τι λέτε; Αυτά δεν συμβαίνουν στις καλλιεργημένες που καταναλώνουν ευπώλητο με το ήθος του Άρλεκιν πλάι σε σύζυγο που παλιότερα αφόδευε σπέρμα πριν αρχίσει να ροχαλίζει δίπλα της.
Ως όνομα εκείνος, έχει επισκεφθεί εν τω μεταξύ την εφορία, την τράπεζα, το κοινωνικό ιατρείο, το φαρμακείο, έχει σελιδοποιήσει δύο βιβλία, έχει μαγειρέψει, και μέχρι στιγμής δεν είχε ώρα να φροντίσει το λογοτεχνικό στερεότυπό του.
Είναι γνωστή και συγγνωστή η απάτη των καλλιτεχνών και εσχάτως των λογοτεχνών να δέχονται ως πραγματική αυτή τη φαντασίωση του επιτυχημένου, του γαμάω και δέρνω, του είμαι από αλλού, του όλες στα πόδια μου. Απάτη που παρά το στερεότυπο βοηθάει τους καλλιτέχνες να συντηρούν σαρκικώς τα αισθήματά τους. Οι γράφοντες συνήθως καταφέυγουν στη γραφή ως ερωτικώς ηττημένοι και είναι σύνηθες κάποιοι να επιδιώκουν ως ποιητές αυτό που δεν μπορούν να έχουν σαν άνδρες.
Με την ευκολία των κοινωνικών δικτύων στήνεται μια ολόκληρη κωμωδία παρεξηγήσεων από επίδοξους και επίδοξες του θαυμασμού προς τυχάρπαστους της γραφής. Κωμωδία που συντηρείται με εκατέρωθεν προκλήσεις στα στερεότυπα και κάποτε καταλήγει στην ανταλλαγή ενεργειών. Ο συγγραφέας γίνεται εραστής και η θαυμάστρια συγγραφέας σε συνθήκες που περιμένουν ένα φανταστικό Γούντι Άλλεν να τις μνημειώσει φιλμικά.
Το επώνυμό μου συνεχίζει εδώ σ’ αυτή την κωμωδία, ενώ το όνομά μου μπορεί να συνεχίζει κι αυτό να υποφέρει από πονόδοντο, στομαχόπονο, πονοκέφαλο και ό, τι άλλο βάλει ο νους. Γιατί το όνομά μου ανήκει και ο ίδιος ως όνομα ανήκω στον αληθινό κόσμο με τους αληθινούς ανθρώπους που αδιαφορούν για το επώνυμό μου, αφού όταν με προσέγγισαν δεν ήμουν κανένα επώνυμο και έτσι συνεχίζω ακάθεκτος ως όνομα δίπλα τους.