Πρόσφατα, λόγω προβλημάτων υγείας ενός συγγενικού μου προσώπου, βρέθηκα με τη γυναίκα μου στη Θεσσαλονίκη, όπου προτιμήσαμε να πάμε και να γυρίσουμε με τον προαστιακό: καλύπτει την απόσταση από τη Λάρισα μόλις σε μία ώρα και τριανταπέντε λεπτά. Στην επιστροφή μας από τον «Άγιο Λουκά», ήταν μια μέρα με καύσωνα, έβραζε ο τόπος, και δεν τηλεφώνησα ούτε στον Βικτώρ να βρεθούμε, αντί να περιμένουμε άλλη μια ώρα στον σταθμό, ανεβήκαμε στον πρώτο συρμό που έφευγε για Λάρισα, μέσα σε πέντε λεπτά: στις 16+17. Το τρένο για την Καλαμπάκα. Ένα χαμογελαστό τρένο, ένα από αυτά που η ΔΕΗ συμφώνησε με την ΤΡΑΙΝΟΣΕ να τα ντύσει με μια διαφήμιση για τη βιοποικιλότητα.
Επιβιβαστήκαμε λοιπόν, στο βαγόνι μαζί με ροζ φλαμίνγκο, πελαργούς, αργυροπελεκάνους, κορμοράνους, λευκοτσικνιάδες, βίδρες, βάτραχους, χέλια, νεροβούβαλους κι ένα κορίτσι πρόθυμο να μας βοηθήσει σε κάθε μας απορία. Η συγκεκριμένη αμαξοστοιχία είναι η μόνη που συνδέει τη Θεσσαλονίκη με την Καλαμπάκα απευθείας, κι επαναλειτούργησε μετά από απαίτηση των επιβατών. Καλύπτει τη διαδρομή μέσα σε τρεις ώρες κι ένα τέταρτο και κάνει στάσεις σε όλους τους σταθμούς. Οι θέσεις στα βαγόνια είναι πολύ στενές και διευκολύνουν τη συνομιλία μεταξύ των επιβατών, αναγκασμένοι όπως είναι να κάθονται στριμωγμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, η καλύτερη θέση για φλερτ όπως μας έχει μάθει και η σχολή της μη-λεκτικής επικοινωνίας του Πάλο Άλτο.
Είναι γνωστή η άποψη πως στην Ελλάδα δεν έχουμε μυθιστόρημα επειδή δεν υπάρχει αναπτυγμένο σιδηροδρομικό δίκτυο: το μεγάλο ρωσικό μυθιστόρημα του δεκάτου ενάτου αιώνα αναπτύχθηκε χάρη στις ατέρμονες κουβέντες που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι επιβάτες που είχαν να αντιμετωπίσουν δέκα και δεκαπέντε μέρες ταξίδι. Έπρεπε να επινοήσουν εξ αρχής τον εαυτό τους μέσα από ψέματα, μυθοπλασίες και ένα σωρό ψευδή ανδραγαθήματα. Γιατί ως γνωστόν, η δουλειά του συγγραφέα είναι τα ψέματα. Οι μικρές αποστάσεις του σιδηροδρομικού δικτύου στη χώρα μας καλλιέργησαν τη μικρή φόρμα, τη νουβέλα και το διήγημα.
Φαινομενικά ενώ όλα είναι τόσο νορμάλ και η κουβέντα συνεχίζεται σε εύθυμη διάθεση, βλέπουμε να ανοίγει η πόρτα της ατμομηχανής και τον μηχανοδηγό να εγκαταλείπει τη θέση του, και να βάζει το καπέλο του εισπράκτορα για τον έλεγχο των εισιτηρίων… Ανακαλύπτουμε μέσα από μια αυξανόμενη σε ένταση κρίση υστερίας ότι πρόκειται να κάνουμε το πιο τρομακτικό ταξίδι που θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Κλασική η σκηνή στο τέλος: ο Jon Voight όρθιος επάνω στο τρένο.