Ο Κώστας γύρισε από την επίσκεψη στο σπίτι του Ντίνου Χριστιανόπουλου και μας βρήκε σε ένα ταβερνείο που τρώγαμε όλοι μαζί: είχαμε ανέβει καμιά δεκαριά ποιητές να παρουσιάσουμε το πρώτο τεύχος του ΑΛΜΑΝΑΚ ΠΟΙΕΙΝ, την ετήσια έκδοση του ηλεκτρονικού «ποιείν» μαζί με τον Σπύρο Αραβανή και ένα γκρουπ στενών φίλων (Λειβαδάς, Πανταζής, κλπ), και μας ακολούθησε και ο Κώστας. «Σου το χρωστάω, Σωτήρη, που με έφερες στην Θεσσαλονίκη μετά από 25 ολόκληρα χρόνια»!
Κιμπάρης άνθρωπος ο Κώστας (ο γόης, όπως τον αποκαλούσα, με το γάμα κεφαλαίο), δεν έπαψε να με ευχαριστεί για τα επόμενα χρόνια: θέλεις για την παρότρυνσή μου να μεταφράσει τους Γάλλους στο «ποιείν» (που συγκέντρωσε μετά σε έναν καλαίσθητο τόμο: «Μεταφράσεις από τα Γαλλικά, εκδόσεις Ποιήματα των φίλων, 2013), θέλεις για την όμορφη παρέα σε κουτουκάκια, παρουσιάσεις και πάρτι στον Β΄όροφο, εκεί στη Νέα Σμύρνη από τα οποία δεν παρέλειπε ποτέ να έρθει με το μπουζούκι του… Κιμπάρης άνθρωπος ο Κώστας, να βγάζει όμορφα «βιβλιαράκια» φίλων με προσωπικό μόχθο και καμία απολύτως αμοιβή. Κιμπάρης απέναντι στα κορίτσια, να τα χαρίζει βιβλία που ως δια μαγείας έβγαζε από την τσάντα του.
Όταν μείναμε μόνοι, εκεί στη νύμφη του Βορρά, την πρώτη ημέρα της επιστροφής του μετά από εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια, μου έδειξε πως έλειπε ένα κουμπί από τη μάλλινη πλεκτή ζακέτα του (Μάρτης του 2010 με ψοφόκρυο): του το είχε φάει μια από τις πάμπολλες γάτες του Ντίνου, η πιο επιθετική ίσως, που όρμησε πάνω του καθώς καθόταν στην πολυθρόνα, απέναντι από τον μεγάλο του δάσκαλο. Δυόμισι ώρες είχε κρατήσει η επίσκεψη στο σπίτι του Χριστιανόπουλου: ο Γόης μόλις αποβιβαστήκαμε στον σταθμό της Θεσσαλονίκης (είχαμε ταξιδέψει όλοι μαζί με το intercity, σαν μαθητική εκδρομή!), μας άφησε και πήρε αμέσως ταξί για το σπίτι του Ντίνου.
Πέντε χρόνια αργότερα, φέτος την Άνοιξη σε ένα από τα τηλεφωνήματά μας (ο Γόης ήταν αυτός που στενοχωρήθηκε πιο πολύ από όλους τους φίλους μου για την φυγή μου από την Αθήνα, και μου τηλεφωνούσε πολύ συχνά και επί μακρόν), μου ανακοίνωσε πως θέλει να γράψει κάτι για τη Θεσσαλονίκη (εκεί έγραψε και δημοσίευσε τα ποιήματα και τα πεζά του, εκεί γνώρισε το μπουζούκι και τους ρεμπέτες ως συνοδός και οδηγός της Σωτηρίας Μπέλλου για έναν ολόκληρο χειμώνα, στα δεκαεννιά του χρόνια, πρωτοετής στο εκεί Πολυτεχνείο), και μου ανέφερε διάφορα περιστατικά. Τον παρακίνησα να στρωθεί να γράψει κάτι για το «ποιείν» και πράγματι μου έστειλε το κείμενο με τον τίτλο «Η λίμνη της Θεσσαλονίκης». Πρώτη φορά ένα κείμενο του Κώστα ήταν σχεδόν όλο κοκκινισμένο στο word. Το απέδωσα στο άγχος για την επέμβαση στον εγκέφαλο που θα έκανε σε καμιά εβδομάδα στο «Υγείας». Τη βιασύνη να βγάλει από μέσα του τα τελευταία του λόγια. Την ημέρα της επέμβασης απάντησε στο κινητό η γυναίκα του: όλα πήγαν καλά κι ο Γόης αναπαύονταν. Τις αμέσως επόμενες ημέρες με πήρε ο ίδιος τηλέφωνο. Ξαναέγραψε και διόρθωσε τη «Λίμνη» (το κείμενο που ανέβηκε στο «ποιείν»).
Καλά έκανες Γόη και τα στρογγύλεψες τα πράγματα: κι όσα μου είπες σχετικά με τη «Λίμνη» θα μείνουν μεταξύ μας. Στα τελευταία μας τηλεφωνήματα, μείναμε με την υπόσχεση πως θα βρισκόμασταν στη Ραψάνη να διαβάσουμε ποιήματα με τους «Ολύμπιους» μετά το δεκαπενταύγουστο, αλλά όπως φάνηκε ο Γόης άλλαξε γνώμη και δεν θα είναι κοντά μας.