Η τέχνη είναι μια σιωπηλή γιορτή. Και κάπου κάπου εκρήγνυται, κάπου κάπου αποκαθιστά τη ζωή στην πραγματική της διάσταση: την ουτοπία, την εφικτή μαγεία των σωμάτων, τη μελωδική ηδονή των λέξεων, την τυχαία διασταύρωση των ερωτικών βλεμμάτων – γιατί δημιουργώ σημαίνει, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ερωτοτροπώ.
Είχα τη χαρά να συμμετάσχω στην 17η Biennale Νέων Δημιουργών στο Μιλάνο, εκπροσωπώντας την Ελλάδα στη θέση της λογοτεχνίας. Έφτασα εκεί με “Τα Νερά Του Μετανάστη”, μια συλλογή για το αέναο ταξίδι, την οδύσσεια της κίνησης, την ανθρώπινη λάμψη μέσα στο σβηστό βλέμμα των ναυαγισμένων.
Παράλληλα, πίσω από τη συλλογή, έφεγγε η πολυετής ακαδημαϊκή μου έρευνα για τον νεοανθρωπισμό (NeoHumanism), όρο που εισήγαγα ως διάδοχο του μεταμοντερνισμού στον νέο, 21ο αιώνα, το αίτημα ανθρωπιστικού επαναπροσδιορισμού της ποίησης, o διάλογος και αντίλογός μου στη νομαδική θεωρία της Rosi Braidotti.
Έφτασα μεσημέρι Πέμπτης στο Μιλάνο. Και παρουσίαζα λίγες ώρες μετά. Επισκέφτηκα τον χώρο παρουσίασης νωρίτερα, απόγευμα, για να ελέγξω τον ήχο, να δοκιμάσω την εικόνα, να θέσω σε μια πρώτη βάση τα εχέγγυα της βραδιάς – είχα ετοιμάσει μια performance, όλη στα αγγλικά, μόνο ένα κείμενο στα ελληνικά, μόνο ένα ποίημα στη μητρική μου γλώσσα. Αυτό είχα αποφασίσει: θα μεταναστεύσω γλωσσικά, θα μετοικήσω, αναζητώντας ποιόν και γιατί – ίσως έναν κλεπταποδόχο ακροατή, έναν θεατή συνένοχο, έναν άνθρωπο που οι λέξεις μου θα κυλήσουν μέσα του, μεταλλικές κι ελπιδοφόρες, όπως όταν πετάς ένα κέρμα μέσα σε πηγάδι σκοτεινό.
Όταν έφτασε η σειρά μου, λίγο πριν ξεκινήσω, ξύπνησε ξαφνικά μέσα μου το αρχιτεκτονικό μου ένστικτο. Ήμασταν όλοι συγκεντρωμένοι στον δεύτερο όροφο ενός industrial κτιρίου. Ήδη δυο παρουσιάσεις είχαν ζεστάνει το αίμα των παρευρισκομένων – αφορμές για πρώτες γνωριμίες, αιτίες για πρώτους συνειρμούς. Το δάπεδο στον δεύτερο όροφο, που ήταν ανοιχτός, σαν ένα υπερώο πάνω από τον πρώτο, σαν ένα πλωτό μπαλκόνι εναέριο, ήταν ξύλινο. Καρέκλες κόκκινες μετωπικά προς τη σκηνή, τοποθετημένες σε σειρά, αυστηρές σαν ρυτίδα σε μέτωπο. Και ανάμεσα στο κόκκινο, κάτι πιο ζεστό, πιο ερυθρό: σώματα ακροατών, ανάσες, αναμονή και ψίθυροι.
Ζήτησα από τον Luca, τον εξυπηρετικότατο οργανωτή της Λογοτεχικής Πλευράς της Biennale, να μετακινήσουμε τις καρέκλες. I’ d like to make a circle out this night, του είπα. Let’s make something warm out of it. Καρέκλες σε κύκλο: αυτή είναι η αρχή μιας εστίας σκέφτηκα, αν είναι να μιλήσω σήμερα για τους ανέστιους. Αυτή η βραδιά, εκεί, ήταν ένα προσωρινό σπίτι – εγώ, οι άγνωστοι γνωστοί μου, και τα κείμενα του “Μετανάστη”, σαν μια γλωσσική γέφυρα, μια σανίδα σωτηρίας και τρικυμιών.
Νερό, – τα νερά του Μετανάστη. Το σώμα μας είναι από νερό, κι αυτό που μας τρέφει, αυτό και μας καταβροχθίζει. Το νερό που ρέει μέσα μας, το κύμα που απ’ έξω παίρνει μια ψυχή ζώσα στο πέλαγος, μια ψυχή παράνομη, μια ψυχή επικίνδυνη, μια ψυχή χωρίς πατρίδα και τη βυθίζει – παλεύει να τη βυθίσει, σαν πέτρα στο βυθό. Ένα σώμα που αντιστέκεται, ένα πνεύμα που δεν ενδίδει – ο μετανάστης. Γι’ αυτόν ήμουν εκεί, στη biennale, γι’ αυτόν μίλησα.
Υπάρχει κάτι συγκινητικό στην ανταπόκριση ανθρώπων που δεν γνωρίζεις. Υπάρχει κάτι πανέμορφο στην άμεση επαφή, την αμεσολάβητη, χωρίς χρεία συστάσεων, χωρίς χρίσμα ονομάτων, χωρίς ενστάσεις νοησιαρχίας – μ’ ένα μεράκι άμεσο, μεσογειακό. Κι η Μεσόγειος είναι μια θάλασσα, κι η θάλασσα είναι παντού, άρα σε κανέναν δεν ανήκει και ανήκει σ’ όλους μας.
Μετά το τέλος της βραδιάς, μάζεψα τα μεταφρασμένα ποιήματα, δίπλωσα “Τα Νερά Του Μετανάστη” και τα έβαλα στο σακίδιό μου. Καιρός για επιστροφή στην Ελλάδα, την πληγμένη από τα τόσα ρεύματα μεταναστών, έκπληκτη από τη νέα πραγματικότητα που την περιζώνει, έκπληκτοι όλοι μας από την επόμενη μέρα που δεν μπορεί να προβλεφθεί. Γιατί, το μέλλον, απρόβλεπτο, σκάει αφρισμένο και ελίσσεται, αποκαλύπτεται και μας ραίνει με την κρυπτική του ομορφιά, την εκστατική σιωπή του, την πολύβουη ελευθερία του.