Την Παρασκευή 30 Ιουλίου 2004, ταξίδευα με το ΚΤΕΛ Αθηνών Πατρών, καταμεσήμερο κι είχαμε μόλις περάσει από την άρτι παραδοθείσα σήραγγα της Κακιάς Σκάλας, όταν ο οδηγός του λεωφορείου στο ψάξιμό του έπιασε το τρίτο ίσως πρόγραμμα. Λέω τρίτο, γιατί όσοι έχουν πείρα από ταξίδια με τα ΚΤΕΛ με καταλαβαίνουν απόλυτα. Λέω τρίτο, γιατί εκείνη τη στιγμή, γύρω στις 3 το μεσημέρι, ακούσαμε κάποιον ποιητή να συνεντευξιάζεται με περισσή άνεση στη φωνή και ευδιάκριτο θάρρος στις απόψεις του. Ατυχώς, στο πεντάλεπτο που έμεινε συντονισμένος ο οδηγός δεν αναφέρθηκε από τον δημοσιογράφο το όνομά του. Θα ήθελα αν με διαβάζει να βγει μπροστά και να μου φανερωθεί. Θέλω να τον συγχαρώ, γιατί είπε κάτι πολύ απλό, τόσο απλό όσο είναι και η αλήθεια: πως δεν κάνει παρέα με άλλους ποιητές. Τους γνωρίζει μεν προσωπικά, πολύ περισσότερο γνωρίζει δε το έργο τους, αλλά ως εκεί: δεν τους προτιμάει για τις καθημερινές του συναναστροφές.
Ψάχνοντας ωστόσο ο οδηγός, απτόητος ως εκ του DNA των υπεραστικών λεωφορείων, κατάφερε επιτέλους να συντονιστεί στη μουσική της προτίμησης του, κι εγώ έμεινα να αναρωτιέμαι γιατί οι ποιητές να μην κάνουν παρέα με ποιητές; Είχα θέσει και παλαιότερα το ερώτημα στον εαυτό μου, και βαθύτατα συμφωνούσα μαζί του, αλλά γιατί;
Τη Δευτέρα 9 Αυγούστου 2004 στην σελίδα 29 της εφημερίδας La Repubblica, πίστεψα πως έβρισκα κάποια απάντηση στο ερώτημά μου. Ο φιλόσοφος Paul Ricoeur (Valence, 1913), στο άρθρο του για την «εύθραυστη ταυτότητα» (L’ identita fragile. Rispetto dell’ altro e identita culturale), σημειώνει πως «…πολύ συχνά αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με τους άλλους σαν απειλή. Ο άλλος απειλεί την αυτοπεποίθησή μας, όχι μόνο σε ατομικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο».
Η εύθραυστη ταυτότητα του ενός ποιητή αισθάνεται να απειλείται από την εύθραυστη ταυτότητα ενός άλλου ποιητή, με αποτέλεσμα οι δυο τους να μην κάνουν ποτέ παρέα.
Θα μου πείτε πως καλά κάνουν κι ας μην σώσει ποτέ να κάνουν παρέα, και θα συμφωνούσα μαζί σας, αν δεν «έκαναν παρέα» ο ένας με τον άλλον κι άλλους σαράντα ή ογδόντα ή εκατόν ογδόντα, ανάλογα με την μεγαλοθυμία του ανθολόγου, στις διάφορες ποιητικές ανθολογίες. Εδώ, θα ήθελα να κάνω μια μετριοπαθή πρόταση: ο επόμενος ανθολόγος να απαλείψει τα στοιχεία των ποιητών, όνομα, επίθετο, βαρετά βιογραφικά κι ακόμη πιο ανούσιες πρώτες δημοσιεύσεις, όλα εκείνα τέλος πάντων που προσδίδουν «ταυτότητα», φωτογραφίες νεότητας και αγκαλιές με φαντάσματα σε συντεχνιακές εξορμήσεις.
Αφού οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι αποδέχονται την ασθενή τους προσωπικότητα, ένας υγιής και προσωποπαγής ανθολόγος ας τολμήσει λοιπόν το αδιανόητο: να περιλάβει τα ποιήματα και των εκατόν ογδόντα κάτω από το δικό του όνομα, και τον διαβεβαιώ πως σε εκατό μόλις χρόνια όλοι θα τον παραδέχονται σαν τον καινούριο Διονύσιο Σολωμό. Είναι αρκετός ένας και μόνος ποιητής να σηκώσει στους ώμους του την Ελλάδα. Τι να τους κάνουμε τους εκατόν τριάντα;
Την Παρασκευή 30 Ιουνίου 2104, η «Βιβλιοθήκη», ιστορικό ένθετο της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, ήταν αφιερωμένο στο μέγιστο έλληνα ποιητή του 21ου αιώνα Χρήστο Χαλιμούρδα. Ανθολόγος ήταν ο άνθρωπος, αλλά σκέφτηκε πολύ καλά να ανθολογήσει ποιήματα κι όχι ονόματα. Σε επαναλαμβανόμενες κι όλο πιο πλούσιες ανθολογίες που κυκλοφορούσαν μόνο με το όνομά του, έφτιαξε και στέριωσε φήμη εθνικού ποιητή.