Με λέξεις αλκοόλ αλλά χωρίς λεξικό

ΧΩΡΙΣ ΛΕΞΙΚΟ

«Έλα πίσω μου, σκύλε

Το ταξίδι συνεχίζεται.»

 

Ο Κώστας Παπαθανασίου ενσαρκώνει ολοένα και περισσότερο με την τρίτη του συλλογή τον Τσαρλς Μπουκόφσκι της Θεσσαλονίκης και αναδεικνύεται ως ο μοναδικός «καταραμένος» ποιητής της σήμερα. Εκδίδοντας παραδόξως «αυστηρά» μια συλλογή κάθε 5 χρόνια (Πέτρινα Πουλιά (2006 –Εκμαγεία (2011) – Χωρίς Λεξικό (2016), παρουσιάζει μια συλλογή με τη μεγαλύτερη ωριμότητα αλλά και ωμότητα σε σύγκριση με τις προηγούμενες. Αφήνει πίσω του σαν παλιές αποσκευές όλα εκείνα τα ενδιαφέροντα λυρικά, υπερρεαλιστικά και καλλωπισμένα στοιχεία της ποιητικής συλλογής «Εκμαγεία» και τα αντικαθιστά αβίαστα με υποδόρια εφιαλτικές  σκηνές από το «Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο» του Αρανόφσκυ στο τελευταίο του βιβλίο «Χωρίς Λεξικό» (εκδόσεις Θράκα, 2016).

 

Επιπλέον, ο Κώστας Παπαθανασίου γράφει ποίηση μ’ έναν τρόπο κλασικό αλλά ολότελα πρωτότυπο για τον καιρό μας. Γράφει δηλαδή ποίηση αυτοαναφλεγόμενος: κάθε στίχος και μια ώρα ζωής, κάθε βιβλίο κάποια χρόνια ζωής. Η ζωή και ο τρόπος που γράφει θυμίζει εκείνο το άγνωστο παραμύθι που κάθε εξαίσια ενέργεια απαιτούσε από τον ήρωα να δωρίσει κάποιο χρόνο από τον συνολικό χρόνο ζωής του και το στοίχημα ήταν να κάνει τις καλύτερες δυνατές επιλογές και να προλάβει να κάνει αρκετά σημαντικά πράγματα προτού γεράσει πρόωρα.

 

Για όλα τα παραπάνω, δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν άλλες περισπούδαστες κριτικές αναλύσεις για το έργο του Κώστα Παπαθανασίου, αλλά να αφήσουμε να μιλήσει το ίδιο το έργο για τον δημιουργό του.

 

Για μέρες σαν κι αυτές, για  πολέμους, ατυχήματα και τρομοκρατικά χτυπήματα όπως τη συντριβή του αεροπλάνου των Αιγυπτιακών Αερογραμμών:

Κανείς δεν θα σταθεί όρθιος

Ημερολόγιο πολέμου

Φήμες πλανιούνται σαν κοφτερά

χελιδόνια

Όλα τα χειρότερα

σε μιαν αναμονή

 

 

Για μυθικά πρόσωπα αλλά αληθινές καταστάσεις:

Μοναχός στα σκοτεινά

κάθεται ο Κάπταιν Μπλουμ

Κοιτάζει τα χρυσόψαρα στη γυάλα

πετάει το μάτι του στη γάτα

Θυμάται τα πανιά

που φούσκωναν στα στήθια του

και ξεφυσάει

 

 

Και έπειτα γοργά πίσω στους Ομηρικούς χρόνους της Οδύσσειας:

Υπήρξε κάποτε ένας Κύκλωπας

που έφτιαξε τον πρώτο άνθρωπο

Ήταν αυτός που τον ξεγέλασε

κι ένιωσε τότε την ανάγκη να φωνάξει

δυνατά το αληθινό του όνομα

 

 

κι ούτε ένας άνθρωπος

στο μακρινό ορίζοντα

για να μου δώσει πίσω

τ’ όνομά μου

 

 

Κανείς δεν έφτασε

εκεί που ήθελε

Ποιος να εκδικηθεί

ποιον;

 

Ενώ κατόπιν επιστρέφει στο παρόν με αιχμηρά σχόλια για την υπερανταγωνιστική, υπερκαταναλωτική, υπερκαπιταλιστική παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας:

Σε κάθε παιχνίδι

νομίζουν πως ένας

πρέπει να είναι

ο κερδισμένος

κι ίσως έτσι να ’ναι

στα μάτια

του καθενός

 

 

Χωρίς φυσικά να λείπουν εκπληκτικές περιγραφές για τις τροϊκανές μέρες που βιώνουμε:

Το χέρι που κινεί

τα νήματα

Το χέρι του δεινού

αυτού μαριονετίστα

μας βολεύει

 

Όλο όμως αυτό τα ταξίδι, όλη αυτή η διαδρομή από τον Όμηρο ως τις μέρες μας επιστρέφει τελικά στον ίδιο τον δημιουργό και την προσωπική του πορεία:

Δεν θυμάμαι πώς έφτασα ως εδώ, Ηλέκτρα

Απόψε δεν ανήκω πουθενά

τα σπίτια ράγισαν

οι δρόμοι έσπασαν

και τα ποτήρια συνεχίζουν

να αδειάζουν την ψυχή μου.

 

 

Τίποτα δραματικό

στα καμπαρέ που ονομάστηκαν

περίεργα:

Voltaire, Αδέσποτος Σκύλος,

Γαλάζιο Γουρούνι

 

Κι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει δίχως αναφορά στις δικές του γενεαλογικές ρίζες:

Όταν ο πατέρας απέκτησε

τη δική του γη

έμπηξε ένα κοντάρι

στην καρδιά της

Το σκυλί του μεγάλωσε και πέθανε

και κείνος έπινε ούζο το μεσημέρι

λέγοντας πως έκανε το καθήκον του

για να κοιμάται ήσυχος τα βράδια

 

 

Κι ο έρωτας; Ο έρωτας έχει τη δική του βαρύνουσα σημασία, η οποία σημειώνεται στην αρχή και επισφραγίζει το τέλος της συλλογής:

Τα άδεια τούτα βράδια πρέπει να γεμίζω

Ένας τρελός θεός

που έκοψε τα νήματα

μάταια προσεύχεται για μας απόψε

 

 

Όλες τις εξαίσιες μουσικές

τις ακούσαμε χώρια

όπως εκείνα τα πουλιά

που έμαθαν να τραγουδάνε

μέσα στα κλουβιά

Δεν ξέρω ακόμα

αν ο χρόνος

έσφιξε δυνατά

σαν τανάλια

– ο χρόνος που κάποτε

μας άφησε ελεύθερους –

αν τα μάτια μας που συναντιούνται

ερωτεύονται στα ψέματα

να γίνουνε αλήθεια

 

 

 

Τι σημασία έχει;

Σαν αράχνες οι φλέβες

του χεριού

μου δείχνουν διαδρομές

που πάλιωσαν πια

μέσα στο ίδιο αίμα.

 

 

 

Δεν είναι ο καιρός που περνάει, Σαμ

Ο αδυσώπητος χρόνος

σ’ αυτήν την πόλη των απελπισμένων

Έτσι κι αλλιώς μια προδοσία

πάντα περιμένει στη γωνία

ένα γράμμα να σβήνει στη βροχή

και το τρένο να φεύγει

Μα κι αν ο κόσμος καταρρέει

μ’ ένα πιστόλι κολλημένο στον κρόταφο

εμείς που ερωτευτήκαμε στ’ αλήθεια

εμείς δώσαμε την απάντηση

σ’ όλες τις σιδερένιες ερωτήσεις

και φιληθήκαμε σαν να ’τανε

η τελευταία μας φορά

Κι ένα τραγούδι νοσταλγίας

 

 

 

 

 

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού