Διαβάζοντας τον Κούκο

Κούκος - Πελαγία Φυτοπούλου

Καιρό είχα να συναντήσω την ποίηση μέσα σε βιβλίο και ο «Κούκος» της Πελαγίας Φυτοπούλου με ξάφνιασε ευχάριστα. Όσες φορές τον διάβασα το ξάφνιασμα ήταν αναπάντεχο γιατί στην πραγματικότητα η Πελαγία, μέσα από το «Κούκος» που είναι το πρώτο της ποιητικό βιβλίο, προτάσσει το αίτημα της καθαρής ποίησης. Με τη συλλογή αυτή η Πελαγία Φυτοπούλου μάς συστήνεται χωρίς να προσπαθεί, αφού σε κάθε της ποίημα φαίνεται να μας γνωρίζει καλά. Μας διευκρινίζει τη διαφορετικότητά της όχι για να την αγαπήσουμε ή να τη συμπονέσουμε. Μας διευκρινίζει τη μοναδικότητα της μοναχικότητάς της αφού σε κανένα στρατόπεδο δεν τάσσεται.

Η Πελαγία είναι ο «Κούκος»  που ποτέ δεν ήρθε προμηνύοντας την άνοιξη, ποτέ δεν καταδέχτηκε να αφήσει τα αυγά του στις βρομερές φωλίτσες σας και πιστός στην τραγική του φύση δεν έχτισε δική του φωλιά, δεν επώασε τα αυγά του και δεν γνώρισε ποτέ τα παιδιά του. Αυτός ο «Κούκος» που γεννήθηκε σε ξένο σπίτι και αναστήθηκε ανάμεσα σε αγνώστους, είναι ποιητής! Και είναι ποιητής γιατί οι φωλιές που επιλέγει είναι  οι φυλακές ανηλίκων, είναι τα ψυχιατρεία, είναι οι ανοιχτοί τάφοι και οι χώροι που θυμίζουν εκκλησιαστικά ορφανοτροφεία της επαρχίας.

Στο εν λόγω βιβλίο, αυτό που έχει αξία και πρέπει να σταθούμε είναι ο τρόπος με τον οποίο, επιλέγει η ποιήτρια να μας συστηθεί. Εκτός από την εύστοχη αλληγορία του «Κούκου», δύο είναι ακόμα τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το βιβλίο της. Το ένα είναι η ηλικία που επιλέγει να σταθεί απέναντί μας και το άλλο είναι οι τόποι που εκτυλίσσονται οι περιπέτειες του «Κούκου».

Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου η ηλικία του κεντρικού ήρωα είναι στο μεταίχμιο από την παιδικότητα στην εφηβεία, αλλά, και στα ποιήματα που ο ήρωας ενδέχεται να έχει ενηλικιωθεί ο χαρακτήρας του μένει σταθερός. Η σταθερότητα αυτή σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ανωριμότητα, μονάχα επισημαίνει το πόσο καθοριστικά στάθηκαν τα γεγονότα  εκείνης της περιόδου. Κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι όλη αυτή η αναδρομή στο μεταίχμιο παιδικότητας- εφηβείας δεν γίνεται για λόγους αυτοψυχανάλυσης που με τη σειρά της θα αιτιολογούσε συμπεριφορές και αποφάσεις. Η αναδρομή αυτή είναι η ιστορία του ίδιου του «Κούκου» ή της ποιήτριας αν προτιμάτε, έχοντας στόχο να αποδείξει τη σταθερή της πορεία στο χρόνο της.

Η γεωγραφία των τόπων της, τους οποίους χρησιμοποιεί και ως σκηνικό αυτής της τόσο θεατρικής γραφής της, είναι η ελληνική επαρχία. Αυτό είναι κάτι που η ποιήτρια δεν το λέει και τόσο ξεκάθαρα, ούτε ονομάζει τοποθεσίες, βουνά ή δρόμους.  Αυτό είναι κάτι που αισθάνεται ο αναγνώστης σε όλο το βιβλίο, βασανιστικό και αναπόδραστο. Αυτή την επιλογή της να χρησιμοποιήσει ως κεντρικό σκηνικό την κόλαση της ελληνικής επαρχίας τη θεωρώ τουλάχιστον σπουδαία, όταν, οι σημαντικότεροι ποιητές μας (με σπουδαιότερη εξαίρεση τον Κώστα Καρυωτάκη) φρόντισαν να την παραβλέψουν συστηματικά.

Όχι, ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη, όπως η ποίηση και γενικότερα η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσμο. Ο μοναχικός και ξεχωριστός «Κούκος» της Πελαγίας Φυτοπούλου είναι ο «Κούκος» που μάταια επιμένει όχι για να αλλάξει τον κόσμο, ούτε για να φέρει την άνοιξη που οριστικά έχει χαθεί. Είναι ο «Κούκος» που επιμένει να μας θυμίζει τις εκπτώσεις μας και τις υποχωρήσεις μας στους αγώνες ενάντια του εαυτού μας που τελικά εγκαταλείψαμε. Είναι ο Κούκος που κάποτε υπήρξαμε και πλέoν, αποφεύγουμε να θυμηθούμε.

———————————————————————-

ΚΟΥΚΟΣ
στη ζωή μου
δε θέλησα ν’ αφήσω
κάτι
πίσω
ούτε στεριά
ούτε θάλασσα
τα βράδια μοναχά
ένα μονόγραμμα στα χείλη μου
σαλεύει
μικρό κήτος εκπαιδεύει
τη βροχή μου
μια φτερούγα Διόσκουρη
ανεμίζει
στο ύστερο της τύχης
που ξέχασα να κουρντίσω
οι τρόφιμοι με λένε
Κούκο
γιατί περνώ πρόστυχα
τον τοίχο
τους διασκεδάζει έπειτα
ένας χωρικός να μελοποιεί
την αδιάλλακτη ανυπαρξία μου
ένα βαλσάκι του ’30
εγώ τους λέω παραμύθια

για να μ’ ευχαριστήσουν οι αθεόφοβοι
κατουράνε τις αλυσίδες τους
να γίνει το ποδάρι τους
κυπαρίσσι σκαλιστό
να ’χω κι εγώ
κάπου να κλάψω
στις ντουζιέρες μοιράζουν σταυρουδάκια
και οι ψείρες σαλιώνουν τα καρφιά

 

 

ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Βυθίζομαι στα χρόνια των άλλων, στα σπίτια τους
Οι θεοσεβούμενοι αγαπούν τις παρθένες
Αναπαύομαι στην έμπιστη, του αρχηγού, πολυθρόνα
Ανοίγω την τηλεόραση
Τα πόδια μου ανθίζουν στο τραπέζι που θα φάμε
Ο Μπάστερ Κίτον δε γελά
Ντρέπομαι να με βλέπουν γυμνή, μ’ ευχαριστεί
ωστόσο, η επετειακή τους αμηχανία
Ενός λεπτού σιγή
Τελείωσα λεβέντες
Ναι, ναι έφτασα σε οργασμό
Μπορείτε να κουρδίσετε το τανκ
Ο δονητής υποχώρησε

 

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού