Την Έβδομη Μέρα

%cf%84%ce%bf%ce%af%cf%87%ce%bf%cf%82

Γυρνάει κυριακάτικα και μου δίνει έναν τοίχο. Ένα πράμα δηλαδή θεόρατο, βαρύ, που είχε μόλις φτιαχτεί, αφού ακόμα δεν είχε σταθεροποιηθεί, το ‘βλεπα να στάζει από παντού. Τον πιάνω λοιπόν κι εγώ και πάω να τον κουνήσω. Γιατί ήξερα βέβαια ότι έφτιαχνε έναν τοίχο, μαζί της ήμουν όταν πήρε τα υλικά, μέχρι και τη γνώμη μου για τα μέτρα ζήτησε. Δεν ήξερα από τοίχους, αλλά είπα, αν είναι να τον χτίσεις, καν’ τον μεγάλο. Πάω λοιπόν να τον σηκώσω μαζί της και να τον πάμε ποιος ξέρει πού. Όχι, περίμενε, μού κάνει, δε θα τον πάμε πουθενά. Εδώ να θα τον αφήσουμε, ανάμεσα μας. Γύρισε λοιπόν κυριακάτικα και μου ‘δωσε έναν τοίχο. Εκείνη στάθηκε από πίσω κι ούτε που την ξανάδα.

Όμως κάποτε ανταμώναμε ξημερώματα στις αγριοκερασιές και μύριζε αλήθεια η ζωή – κάποτε κολλήσαμε τα μέτωπα μας, δέσαμε τα κεφάλια μας με σπάγκο, να γίνουν τα μυαλά μας ένα – κάποτε ρούφηξες την αλμύρα μου κι ας ήσουνα κορίτσι – εγκατέλειψες τα παιδιά σου κι άλλαξες μάτια – μάσησες το σκοτάδι μου κι έφτυσες πυγολαμπίδες – μας ζήλεψαν οι μεγαλύτερες πυρκαγιές του κόσμου, μας μίσησαν οι ποιητές, μας κυνήγησαν οι αστροναύτες και τους κατάπιε ο γαλαξίας παντοτινά

Από εκείνη την Κυριακή τα γέλια της πίσω από τον τοίχο με εξαντλούν. Την ακούω κάθε Κυριακή να τρίβεται πάνω του. Την ηδονίζει η απόσταση και η ιδέα του απροσπέλαστου τόσο, όσο η γνώση ότι κυλιέμαι πίσω του γυμνή μέσα στις λάσπες. Και ότι τα γέλια της πίσω από τον τοίχο με εξαντλούν. Δ-ε-ν είναι ε-δ-ώ κάθε Κυριακή.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού