«Γκαλερί Αφής: Ζαν ντ’ Αρκ» της Μαίρη Σήμπιστ
Τα γλυπτά αυτής της γκαλερί
έχουν επαλειφθεί προσεκτικά με προστατευτικό κερί,
για να μπορούν οι επισκέπτες να τ’ αγγίζουν.
— ΕΚΘΕΣΕΙΣ, ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΕΧΝΩΝ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟ
Πέτρινη στρατιωτίνα, είν’ εντάξει τώρα.
Έβγαλα τα δαχτυλίδια, το ρολόι, τα βραχιόλια μου.
Μ’ αφήνουνε, γενναία κόρη,
να σ’ αγγίζω εδώ, που ο θώρακας σκεπάζει το λαιμό σου,
τον σβέρκο σου ολόκληρο, κάτω απ’ τους ώμους σου
ως εδώ, όπου οι ανασηκωμένες πόρπες άκλειστες
ψευτοκλειδώνουν την επίχρυσή σου πανοπλία.
Τίποτα δεν ξεφεύγει πάνω σου.
Λάμπει το δέρμα σου σαν τ’ ασημένια σκουλαρίκια
που δεν φοράς.
Πάνω από σένα, παράθυρα μουσείου φεγγοβολούν Οκτώβρη.
Πάνω από σένα, ψηλά χρυσά φύλλα τινάζονται μέσα στον κήπο,
αλλά τ’ ακίνητα πλατιά φύλλα μπλέκονται στα μαλλιά σου να σε στεφανώσουν
να ολοκληρώσουν εκείνο που τα δάχτυλά μου δεν μπορούν.
Θέλω να έχεις ένα πνεύμα που να μπορώ να το γυρνάω μες στα χέρια μου.
Έχεις πηγούνι απαλό και σηκωμένο
μάγουλα δροσερά, μάτια αμελάνιαστα
και μαλλιά αυλακωμένα σαν τη φλούδα σύκου.
Είν’ Οκτώβρης, αλλά δεν είν’ Οκτώβρης
πίσω απ’ τ’ αυτιά σου, που δεν υποψιάζονται
τα μαυροπούλια να κινούνται πάνω απ’ το κεφάλι σου
ή τα κόκκινα και καναρινί φύλλα
να σωριάζονται
με αργούς σπασμούς
μες στις ρηχές θημωνιές.
Ακίνητη νύφη της δικής σου πανοπλίας,
νύφη των δικών σου τυφλών ματιών,
αυτό δεν είναι κάτι που ζητάω.
Εάν μπορούσα θ’ άφηνα τα μαλλιά σου κάτω
και θα ’κανα τ’ αυτιά σου να χαθούν.
Το κεφάλι σου στον ώμο μου, τα χείλη σου στα δάχτυλά μου—
σαν να ’ταν η δροσιά απ’ τις πέτρινές σου μπούκλες δροσιά
του δειλινού —
σαν να ’σουν έτοιμη να φας από τη χούφτα μου αλάτι.
Touch Gallery: Joan of Arc
The sculptures in this gallery have been
carefully treated with a protective wax
so that visitors may touch them.
—exhibitions, the art institute of chicago
Stone soldier, it’s okay now.
I’ve removed my rings, my watch, my bracelets.
I’m allowed, brave girl,
to touch you here, where the mail covers your throat,
your full neck, down your shoulders
to here, where raised unlatchable buckles
mock-fasten your plated armor.
Nothing peels from you.
Your skin gleams like the silver earrings
you do not wear.
Above you, museum windows gleam October.
Above you, high gold leaves flinch in the garden,
but the flat immovable leaves entwined in your hair to crown you
go through what my fingers can’t.
I want you to have a mind I can turn in my hands.
You have a smooth and upturned chin,
cold cheeks, unbruisable eyes,
and hair as grooved as fig skin.
It’s October, but it’s not October
behind your ears, which don’t hint
of dark birds moving overhead,
or of the blush and canary leaves
emptying themselves
in slow spasms
into shallow hedgerows.
Still bride of your own armor,
bride of your own blind eyes,
this isn’t an appeal.
If I could I would let your hair down
and make your ears disappear.
Your head at my shoulder, my fingers on your lips—
as if the cool of your stone curls were the cool
of an evening—
as if you were about to eat salt from my hand.
Επίμετρο
Η Mary Szybist (προφέρεται Μαίρη Σήμπιστ, σύμφωνα με συνέντευξή της) είναι αμερικανίδα ποιήτρια που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πενσυλβάνια. Σήμερα ζει στο Πόρτλαντ του Όρεγκον και διδάσκει σε Κολλέγιο. Έχει βραβευθεί αρκετές φορές για την πρώτη της συλλογή (Granted, 2003), αλλά και για την επόμενή της συλλογή (Incarnadine, 2013), για την οποία της απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Ποίησης.
Από την τελευταία αυτή συλλογή, που χαρακτηρίσθηκε «θρησκευτικό βιβλίο για άπιστους», προέρχεται και το μεταφρασμένο ποίημα. Είναι αφιερωμένο σε ένα γλυπτό της Ζαν ντ’ Αρκ, η οποία κάηκε ζωντανή στις 30 Μάη του 1431, αφού καταδικάσθηκε από εκκλησιαστικό δικαστήριο ως αιρετική.
Πηγές
https://ijpr.org/post/religion-poetry-mary-szybist#stream/0
https://ppirinas.blogspot.gr/2014/11/mary-szybist.html
https://e-monumen.net/patrimoine-monumental/buste-de-jeanne-darc-art-institute-chicago/