όνειρο πρώτο
αυτές είναι μέρες
βαδίζω πάνω στα γαλανά νερά
και δε βουλιάζω
η θάλασσα με κρατάει
χωρίς κόπο στην παλάμη της
παίζοντας τον αφρό
pianissimo
στα βλέφαρά μου
ήσυχα που ανασαίνει η Κλεοπάτρα
η κλίνη της ευωδιαστός κέδρος του Λιβάνου
τα σεντόνια της κεντημένοι κρίνοι
επιθαλάμια μιξολύδια
ωριμάζουν στη σκοτεινιά της
πολλά τα έτη της Αυγούστης
γενεές γενεών τη βάδισαν
ντυμένες βύσσο και πορφύρα
η επιθυμία της κεχρυσωμένη εν χρυσίω
και λίθω τιμίω
η επιθυμία της ιδρωμένο χόρτο
κιννάμωμον
θυμίαμα αρωμάτων
τι ωφελήσει με
εάν κερδίσω την ψυχή μου
και απολέσω τον καλπασμό των κυμάτων της;
ich reite so spät
μια νύχτα μόνο μου χάρισε
η Κίρκη στο Graben
ένα υστερόγραφο φεγγαριού
στην έρημη φωλιά της αλεπούς
χαμόγελο ολοκόκκινο
πίσω από το ριπίδι των δαχτύλων
στη μέση της σφιχτό ένα ασημένιο φίδι
σαν βγήκαμε απ’ το Café Hawelka
θα φτάσει είπε το σώμα σου
στο
δέλτα
της κοιλάδας μου
όρθιος
κύκνος
κι ύστερα με το λαιμό του τσακισμένο
θα τον σφουγγίσω με τους πλοκάμους μου
θα σου αποδώσω νεκρικές τιμές