Μέχρι το θάνατο του Καρούζου, ο ποιητής στη συνείδηση του κόσμου, παρέμενε άνθρωπος του ήθους και θεωρούνταν ως ο κατ’ εξοχήν διανοούμενος που διέθετε ποιητική και πολιτική ηθική. Μετά το σκηνικό άλλαξε άρδην.
Ο Τίτος Πατρίκιος έγινε με το αζημίωτο σύμβουλος του Κώστα Σημίτη. Το γεγονός δεν είναι τόσο η προσωπική ας πούμε εξαγορά από την εξουσία, αλλά η αλλαγή του μοντέλου του ποιητή στην κοινωνία. Το ότι είναι ένας από τους ποιητές του βιβλίου του Μαρωνίτη «Ποιητική και Πολιτική Ηθική» κάνει απλώς τη στροφή παραδειγματική.
Τώρα το πρότυπο είναι ο δαφνοστεφής ποιητής. Ποιητής που δεν διίσταται από το κράτος αλλά ταυτίζεται με το κράτος. Κρατικός Ποιητής. Θέση που ακολουθούν τα μειράκια του ‘70 εξασφαλίζοντας την αθανασία στα βιβλία της εκπαίδευσης. Οι ποιητές γίνονται φορείς της κρατικής ιδεολογίας σ’ ένα πολιτιστικό μόρφωμα που θυμίζει Σοβιετία πριν την πτώση της. Την ιδεολογία αυτή υπερασπίζουν και σήμερα αρκετοί εκπαιδευτικοί της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας.
Το ηθικό επίπεδο στο χώρο της ποίησης πέφτει καθέτως. Οι ποιητές συναγωνίζονται μαζί με άλλες συντεχνίες στο να διεκδικήσουν απολαβές που στο βάθος τους φέγγει η χρεοκοπία. Ο δαφνοστεφής ποιητής, πρόσωπο που στοιχειώνει παιδικές εγκυκλοπαίδειες του ‘60, έχει πάρει το Αριστείον Γραμμάτων και είναι ακαδημαϊκός.
Όλοι κάνουν τα στραβά μάτια στο γεγονός ότι οι δύο νομπελίστες ποιητές μας δεν ήταν ακαδημαϊκοί και ότι οι υπόλοιποι ως τον Καρούζο δεν περνούσαν ούτε απ’ έξω από την Ακαδημία. ¨Ήταν ζήτημα τιμής να μην είσαι ακαδημαϊκός. Η ακαδημία έδινε βραβεία σε παραλογοτέχνες και απολειφάδια της μετεμφυλιακής δεξιάς.
Μόνο που τώρα το νέο ήθος και η κρίση έκαναν τα ποσά που διαθέτει ακόμα η Ακαδημία αρεστά σε ποιητές που δεν είχαν πια κανένα ηθικό φραγμό μπροστά στην απόκτηση χρήματος. Γέμισαν όλοι με χρηματικά βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών, χλευάζοντας αυτούς από τους ποιητές – γιατί, ναι, υπάρχουν ακόμα– που δεν θέλησαν να πουλήσουν το κληρονομημένο ήθος.
Οι συνέπειες είναι φανερές. και με το δεδομένο ότι για μια τριακονταετία οι εξουσίες γύρω από την ποίηση ψάρευαν στο κοινωνικό στάτους του ποιητή και δευτερευόντως στο έργο, το τοπίο είναι μια ωραία αυλή θαυμάτων πια, όπου η κρίσιμη κουβέντα είναι το πόσα ‘κονόμησαν κι όχι το τι έγραψαν.
Γιατί το τι έγραψαν από ένα σημείο και μετά μιλάει μόνο του. Φορά ασημαντότητας μετά κρατικών επαίνων.