Άσμα Πολέμου των Πραγμάτων, Χοακίν Ρόσας


Αδελφοί. Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ
πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς.ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία
τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται.
τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν
ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται
ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης
τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις
συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν·

Παύλος Προς Ρωμαίους, 8 18-22

Όταν θα φτάσετε να είστε γέροι, θα σεβαστείτε την πέτρα,
αν φτάσετε να είστε γέροι,
αν ως τότε έμεινε καμιά πέτρα.
Τα παιδιά σας θ’ αγαπήσουν το γέρικο χαλκό, τον πιστό σίδηρο.
Θα δεχτείτε τα αρχαία μέταλλα στον κλάδο των οικογενειών σας,
θα συμπεριφερθείτε στον ευγενή μόλυβδο με την ευπρέπεια

που αναλογεί στο γλυκό χαρακτήρα του.
θα συμφιλιωθείτε με τον τσίγκο δίνοντάς του ένα απαλό όνομα.
με τον μπρούτζο θεωρώντας τον αδελφό του χρυσού,
γιατί ο χρυσός δεν υπήρξε ο πόλεμος για σας
ο χρυσός έμεινε, μαζί σας, παίζοντας το ρόλο του χαϊδεμένου παιδιού,
ντυμένος με βελούδο, τυλιγμένος, προστατευμένος από το μνησίκακο χάλυβα…
Όταν θα φτάσετε να είστε γέροι, θα σεβαστείτε το χρυσό,
αν φτάσετε να είστε γέροι,
αν ως τότε έμεινε κάποιος χρυσός.

Το νερό είναι η μοναδική αιωνιότητα του αίματος.
Η δύναμή του, καμωμένη νερό. Η ανησυχία του, καμωμένη αίμα.
Η βίαιος πόθος του από άνεμο κι ουρανό
καμωμένος αίμα
Αύριο θα πουν πως το αίμα έγινε σκόνη
αύριο θα ‘ ναι ξερό το αίμα.
Ούτε ιδρώτας, ούτε δάκρυα, ούτε κάτουρο
θα μπορέσουν να γεμίσουν το κενό της άδειας καρδιάς.
Αύριο θα φθονήσουν την υδραυλική αντλία ενός πάλλοντος
καζανακιού,
τη ζωντανή επιμονή μιας βρύσης,
το παχύ υγρο.
Ο ποταμός θα αναλάβει τα κατεστραμμένα νεφρά
και στη μέση της ερήμου τα σταυρωμένα οστά θα ζητήσουν

μάταια να επιστρέψει το νερό στα κορμιά των ανθρώπων.

Δώστε μία μηχανή πιο δυνατή απ’ την καρδιά του ανθρώπου.
Δώστε μου ένα μηχανικό εγκέφαλο που να μπορεί να τρυπηθεί χωρίς πόνο.
Δώστε μου ένα κορμί μεταλλικό απέξω κι ένα κορμί μεταλλικό από μέσα
ίδιο με του μολυβένιου στρατιώτη που δεν πεθαίνει,
που δε σου ζητάει, Κύριε, τη χάρη να μην είναι ταπεινωμένος απ’ τα έργα του,
σαν τον στρατιώτη από από σάρκα μαλακούτσικη, εύθραυστη περηφάνια μας,
που για τη μέρα σου θα προσφέρει το φως τον ματιών του
που για το μέταλλό σου θα δεχτεί μια σφαίρα στο στήθος του,
που για το νερό σου θα επιστρέψει το αίμα του.
Και που θέλει να είναι σαν μαχαίρι, που δεν μπορεί να το πληγώσει άλλο μαχαίρι.

Αυτό το ασβέστιο του αίματός μου το ενσωματωμένο στη ζωή μου
θα είναι το ασβέστιο του τάφου μου ενσωματωμένο στο θάνατό μου,
γιατί εδώ είναι το μέλλον τυλιγμένο σε χαρτί από καλάι,
εδώ είναι η ανθρώπινη μερίδα σε μορφή μικρών φερέτρων,
και το οπλοπολυβόλο συνεχίζει να καπνίζει από επιθυμίες
και δια μέσου των αιώνων συνεχίζει πιστή η αγάπη του μαχαιριού προς τη σάρκα.
Και σε λίγο, πείτε αν δεν ήταν άφθονη η σοδειά από σφαίρες,
αν τα πεδία δεν είναι σπαρμένα ξιφολόγχες,
αν δεν έχουν σκάσει έγκαιρα οι χειροβομβίδες… είμαστε δάσος τροπικό που προχωρεί.

Είμαστε η παρούσα γη. Βλαστική και σαπισμένη.
Βάλτος σαπίλας που αφρίζει πεταλούδες και ουράνια τόξα.
Όπου ο φλοιός σου σηκώνεται βρίσκονται τα κλαίοντα οστά μας,
ο πόνος μας λάμπων σε σάρκα ζωντανή,
ω!, αγία και γεμάτη αποφορά γη μας
humus ανθρώπινα.

Από το γκρίζο μου ανεβαίνει η άπληστη ματιά μου,
το μάτι μου γέρικο και νωθρό, γκριζαρισμένο ήδη,
από το βάθος ενός ιλλίγου λασπώδους
χωρίς μαύρο και άχρωμο ενετελώς τυφλό.
Βγαίνω σαν τον τυφλοπόντικα στον αέρα που μυρίζει τη ματιά μου,
το μάτι της οσμής μου, και η νυχτερίδα όλη καμωμένη από ήχο.
Εδώ η πέτρα είναι πέτρα, μα ούτε το κουφό άγγιγμα
μπορεί να φανταστεί αν πάμε ή ερχόμαστε,
μα ερχόμαστε, ναι, από το πυκνό μου βάθος,
μα πάμε, πια το νιώθουμε, στα σάπια δάχτυλα
και σ’ αυτή την τρομερή μούγκα που επιθυμεί τραγούδι.

Σαν ένα αιφνίδιο ξημέρωμα που το αίμα σχεδιάζει
εισβάλει η βίαιη επιθυμία να υποφέρεις,
και μετά ο θρήνος μεγαλώνοντας σαν το νύχι στη σάρκα
και η οργισμένη καρδιά γαυγίζοντας στην πόρτα.
Και στην πόρτα ένας κύβος που πάλλεται
κι ένας δρόμος πράσινος κάτω απ’ τα πόδια ως το πηγάδι,
μέχρι και πιο βαθιά ακόμα, μέχρι το νερό,
και στο νερό μια λέξη σαμαρείτη
μέχρι ακόμα πιο βαθιά, ως το φιλί.
Από την αδιαφανή θάλασσα που με σπρώχνει
έχω στο αίμα μου το κενό του κύματός του,
το κενό της φυγής του,
ένα γκρεμό από φιλόξενο αλάτι
Αν φέρνω κάτι για να πω, με συγχωρείτε,
στον ωραίο δρόμο το έχω ξεχάσει.
Από μια αφροντισιά έφαγα τον αφρό,
συγχωρήστε με, που έρχομαι ερωτευμένος

Πίσω σου μένουν τώρα πράγματα άνοιαστα, γλυκά.
Πουλιά νεκρά, δέντρα απότιστα.
Ένας κισσός μαραμένος. Μια οσμή από ανάμνηση.
Δεν υπάρχει τίποτα ακριβές, δεν υπάρχει τίποτα καλό ούτε κακό
και φαίνεται πως η ζωή έφυγε προς τη χώρα της βροντής.
Εσύ, που είδες σ’ ένα κανάτι με λουλούδια το χτύπημα αυτής της δύναμης,
εσύ, η καλεσμένη του ανέμου σε γιορτή,
εσύ, η ιδιοκτήτις ενός παπαγάλου κι ενός αυτοκινήτου με ρόδες ευκίνητες
πάνω στο φράχτη
εσύ που κοίταξες ένα άλογο του λούνα πάρκ
και να μένει πάνω στο γρασίδι σαν περιμένοντας

να το καβαλήσουν τα παιδιά του σχολείου,
παρουσιάσου τώρα, με τα μάτια χλομά, σ’ αυτή τη νεκρή φύση.

Οι καρποί δεν ωριμάζουν σ’ αυτο τον κοιμισμένο αέρα
αλλά αργά αργά, από τέτοια τύχη που μοιάζουν μαραμένα
και μέχρι και τα έντομα λαθεύουνε σ’ αυτή την υπνοβατική άνοιξη, χωρίς αίσθηση.
Η φύση έχει απόντα το σύζυγό της.
Δεν έχουν δυνάμεις αρκετές για να πεθάνουν οι σπόροι του αγρού
κι ο θάνατός τους ακούγεται όπως η κλωστούλα το αίμα που

βγαίνει από το στόμα του πληγωμένου άντρα.
Ρόδα γεροντοκόρες, άνθη που μοιάζουν χρησιμοποιημένα στη γιορτή της λησμονιάς,
απαλή οσμή τάφων, χόρτων που πεθαίνουν πάνω σε μάρμαρα γραμμένα
Ούτε μια κραυγή. Ούτε καν η φωνή ενός πουλιού ή ενός παιδιού
ή ο θόρυβος ενός σκληρού δολοφόνου με το μαχαίρι του.

Τι θα έδινες σήμερα για να έχεις λεκιασμένο από αίμα το φόρεμα!
Τι θα έδινες για να βρεις κατοικήσιμη μια φωλιά!
Τι θα έδινες γιατί θα έσπερναν στο κορμί σου ένα γιο!

Τελικά, Κύριε των Στρατών, ιδού ο υπέρτατος πόνος.
Ιδού, χωρίς παράπονα, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς στίχους,
ο πόνος ο αληθινός.
Τελικά, Κύριε, ιδού απέναντί μας ο πόνος ο σταματημένος εν ψυχρώ.

Δεν είναι πόνος για τους πληγωμένους ούτε και για τους νεκρούς,
ούτε για το χυμένο αίμα ούτε για τη γη τη γεμάτη από θρήνους
ούτε για τις άδειες πόλεις από σπίτια ούτε

για τους κάμπους τους γεμάτους ορφανά.
Είναι ο πλήρης πόνος.

Δεν μπορεί να υπάρχουν δάκρυα ούτε πένθος
ούτε λέξεις, ούτε αναμνήσεις,
γιατί τίποτα δεν χωράει πια μέσα στο στήθος.
όλοι οι θόρυβοι του κόσμου σχηματίζουν μια σιωπή.
Όλοι οι άνθρωποι του κόσμου σχηματίζουν ένα μόνο φάντασμα.
Στη μέση αυτού του πόνου, στρατιώτη! μένει η θέση σου
άδεια ή γεμάτη.
Οι ζωές όσων μένουν είναι με τρύπες,
έχουν πλήρη κενά
σαν να τους είχαν πάρει δαγκωνιές από σάρκα απ΄τα κορμιά.
Σκύψε σ’ αυτό το χάσμα, σ’ αυτό που έχω στο στήθος,
για να δεις ουρανούς και κολάσεις
Κοίτα το κεφάλι μου σκισμένο από χιλιάδες τρύπες:
από μέσα τους λάμπει ένας ήλιος λευκός, από μέσα τους ένα μαύρο άστρο.
Άγγιξε το χέρι μου, αυτό το χέρι που χτες σταμάτησε ένα ατσάλι:
μπορείς να περάσεις στον αέρα, μέσα από αυτό, Τα δάχτυλά σου!
Ιδού η απουσία του ανθρώπου, φυγή από σάρκα, από φόβο,
μέρες, πράγματα, ψυχές, φωτιά.
Όλα έμειναν στο χρόνο. Όλα κάηκαν εκεί μακριά.

Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού