Ήταν ευχάριστη η ζέστη στο τραπεζικό κατάστημα: το πρώτο τσουχτερό κρύο μας είχε επισκεφθεί απ’ το βράδυ, η αναμονή προβλεπόταν μεγάλη μέχρι να φτάσουμε στα γκισέ. Κοιτούσα μια το χαρτάκι που τράβηξα από τη μηχανή, μια το ταμπλό με τα νούμερα που άλλαζαν με καθυστέρηση, και το πήρα απόφαση πως θα καθόμουν εκεί γύρω στις δύο ώρες: ένα ευχάριστο πρωινό. Οι γέροι είναι ομιλητικοί: έχουν την άνεση να μιλήσουν εύκολα με το διπλανό τους, να πιάσουν την κουβέντα με έναν άγνωστο.
Ο γραμματέας του ΕΑΜ Λάρισας Λάζαρος Αρσενίου, μετάλλιο Ιδρύματος Μπότση από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια για την προσφορά του στη δημοσιογραφία, σε πρόσφατη συγκέντρωση καμιά διακοσαριά φίλων για τα εκατοστά του γενέθλια, χαριτολογώντας τους προέτρεψε να βγουν όλοι στους δρόμους: «εμείς ήμασταν πολλοί λιγότεροι στον αριθμό από εσάς όταν πήραμε τα όπλα!»
Άκουγα τα γεροντάκια λοιπόν, που έτρεξαν στις τράπεζες στο τέλος του μήνα να πάρουν τη σύνταξη και ταυτοχρόνως να πληρώσουν τον ΕΝΦΙΑ, και σκεφτόμουν την προτροπή του Λάζαρου Αρσενίου. Οι διαμαρτυρίες τους ήταν προς το κράτος που περιόρισε την πληρωμή των συντάξεων στο τέλος του μήνα καταργώντας το περιθώριο μιας εβδομάδας, προς το διευθυντή του υποκαταστήματος που δεν είχε προβλέψει να απασχολήσει περισσότερους ταμίες, προς την ηλεκτρονική οργάνωση της συγκεκριμένης τράπεζας που τα κομπιούτερ της έπεφταν κάθε τρεις και λίγο, και στην τέταρτη μόλις θέση αφορούσαν το άδικο του ΕΝΦΙΑ.
Όλοι αποφασισμένοι να πληρώσουν υπό οποιαδήποτε συνθήκη. Διατεθειμένοι να υποστούν ακόμη μεγαλύτερες ταλαιπωρίες. Να περιμένουν και στο ένα πόδι όρθιοι αν τους το ζητούσε κάποιος, ο κλητήρας της τράπεζας π.χ. Να δώσουν τη σειρά τους με ένα χαμόγελο σε όποιον έβλεπαν να μη στέκει καλά. Να ανταλλάσσουν πειράγματα μεταξύ τους. Τους αναγνώρισα ως τους Εθνικούς μας ευεργέτες: ο ΕΝΦΙΑ έπρεπε να τους τιμήσει δημόσια.
Έξω από την Τράπεζα η μέρα κυλούσε ομαλά, η θερμοκρασία είχε ανέβει. Καλλίπυγες κυρίες μπαινόβγαιναν στα εμπορικά και τις καφετέριες. Κανένας δεν είχε πάρει τα όπλα.