Σάββατο πρωί στις δέκα η ώρα, με το δρομολόγιο εξπρές του ΚΤΕΛ Λάρισας για Αθήνα, περνάει η συνοδός άψογα βαμμένη και φρεσκαρισμένη από το κομμωτήριο, να μας προσφέρει εφημερίδα και καφέ ή αναψυκτικά. Απολαμβάνω την ευρυχωρία, δεν είμαστε πολλοί ευτυχώς οι συνταξιδιώτες κι έχουμε απλωθεί καταλαμβάνοντας από δυο πολυθρόνες ο καθένας κι αραιά, να μην έχουμε άλλον μπροστά ούτε πίσω μας. Η απόλυτη χαλάρωση να πίνεις τον καφέ σου ξεφυλλίζοντας την αγαπημένη σου εφημερίδα. Αν με ρωτούσαν να κλείσω τα μάτια και να σκεφτώ μια εικόνα που με χαλαρώνει, αυτό θα σκεφτόμουν, εδώ με την προσθήκη να ταξιδεύω με το ΚΤΕΛ και έξω από το παράθυρό μου να τρέχει το αγαπημένο τοπίο με τις εναλλαγές του. Ο κάμπος να γίνεται βουνό και το βουνό θάλασσα…
Ένα μικρό παιδί ταξίδεψε απ’ άκρη σ’ άκρη με τα ΚΤΕΛ την Αμερική από την ανατολική ακτή στη δυτική και τούμπαλιν καταγράφοντας στο χαρτί τι έβλεπαν τα ματάκια του. Μετά, προς μεγάλη του έκπληξη αυτό θεωρήθηκε λογοτεχνικό κείμενο κι ενέπνευσε εκατομμύρια συνομηλίκους του σε όλο τον πλανήτη. Το παιδάκι αυτό ήταν ο ΤζακΚέρουακ. Το παιδάκι που κάθεται κάποιες σειρές πιο πίσω, έχει ανοίξει και παίζει το αγαπημένο του παιγνίδι ikariam στο Ipad αφού συνδέθηκε πρώτα δωρεάν με το freewi-fi που προσφέρει το συγκεκριμένο δρομολόγιο. Η μεγαλύτερη αδελφή του ανταλλάσσει μηνύματα στο σμαρτόφωνο με ήχους από μπουρμπουλήθρες και σφυρίγματα παπαγάλου που μου προκαλούν ευθυμία.
Προς το τέλος της διαδρομής, όπως συμβαίνει πάντα, ανταλλάξαμε και κάποιες κουβέντες με τη μητέρα τους. Κατέβαιναν Αθήνα για να δουν την παράσταση του «Καρυοθραύστη». Είχαν κλείσει δωμάτιο στο «Τιτάνια» για μια βραδιά και την επομένη θα επέστρεφαν στη Λάρισα. Εγώ θα έπινα το καφεδάκι μου μόνος, θα απολάμβανα την προσφιλή παρέλαση των νεκρών μου φίλων ανήμερα της 25ης Μαρτίου και θα επέστρεφα με το πρώτο δρομολόγιο πάλι στη Λάρισα, έχοντας αναπνεύσει τον αθηναϊκό αέρα τόσο-όσο να μην μου προκαλέσει δυσφορία. Με την κάρτα του ΚΤΕΛ Λάρισας απολαμβάνω ιδιαίτερων προνομίων: στα πέντε ταξίδια το ένα είναι δωρεάν.
«Πρέπει να κάνουμε με κάθε μέσο, με κάθε όχημα», έλεγα τις προάλλες στους φίλους ποιητές από τη Δράμα, «αυτό που έκανε ο Άστορ Πιατσόλα με το τάνγκο: το πήρε και το ξεχείλωσε, το έφτασε στα άκρα». Το ίδιο έκανα με το «ποιείν», εκμεταλλευόμενος όλες τις δυνατότητες που με προσέφερε τότε το καινούργιο μέσο, το ίδιο και με την προσκόλληση μου στα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου: είμαι υπέρ της κρυφής παρέλασης των νεκρών φίλων μου μέρα μεσημέρι στο Σύνταγμα.