«Ο πιο κοντινός παράδεισος για τους Έλληνες είναι η Ιταλία», μού είχε πει κάποτε ένας φίλος. Το θυμήθηκα και είπα να ταξιδέψω για το τριήμερο φεστιβάλ ποίησης όπου ήμουν καλεσμένος τη φετινή Πρωτομαγιά, με τον παλιό τρόπο, το φοιτητικό. Πήρα λοιπόν το ΚΤΕΛ από τη Λάρισα για την Ηγουμενίτσα (έχει απευθείας σύνδεση κάθε Τετάρτη και Κυριακή) με 27 μόλις ευρώ, και σε τέσσερις ώρες κι ένα τέταρτο με ενδιάμεση στάση για κατούρημα στην Καλαμπάκα, κατέβηκα κατά τις 18+30 στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας που μου φάνηκε αγνώριστο: το είχα αφήσει με μια προβλήτα και το βρήκα τεράστιο και μοντέρνο! Γέμισα τις ώρες της αναμονής με καναδυό ξεροψημένα καλαμάκια και άφθονες βαρελίσιες μπύρες «Άλφα», (έχει δίκιο η φίλη μου η Πωλίνα πως τα ξίδια και τα ταξίδια με διατηρούν νέο), κοιτώντας σταθερά το ηλιοβασίλεμα, ακίνητος, μαγεμένος από την παλέτα των χρωμάτων που άνοιγε σε ουρανό και θάλασσα ο ορίζοντας της Γείτονος χώρας και της Εσπερίας.
Κουβάλησα τη βαλίτσα μου, (ευτυχώς πήρα μαζί μου μια μικρή με ροδάκια, τύπου τρόλεϊ), απ’ το τελωνείο μέχρι την αποβάθρα καναδυό χιλιόμετρα δρόμος δηλαδή, μια και το λιμάνι δεν διαθέτει δορυφορική σύνδεση με τα πλοία, και περίμενα να επιβιβαστώ πρώτος στη ράμπα του μεταμεσονύκτιου φέρι για το Μπάρι. Έβγαλα τη νύχτα σε πολυθρόνα αεροπλάνου (80 ευρώ), στο οικείο μου Super Fast II, (αφού τα προηγούμενα τριάντα από τα σαράντα χρόνια ταξίδευα αποκλειστικά πρώτη θέση σε δίκλινη καμπίνα ως και στη σουίτα-κι αυτό να το εκλάβετε ως απάντηση στην απορία σας γιατί βγαίνω ωραίες φωτογραφίες), (αν δεν σπάσουν τα σπλάχνα σου δεν πρόκειται να βγεις καλός στο φακό), (ούτε να γράψεις ένα ποίημα της προκοπής…χιχιχι), παρέα με ένα γκρουπ τουρίστες απ’ τα Σκόπια. Μετά από έναν απολαυστικό ύπνο λοιπόν, σε δυο καθίσματα, ρούφηξα το εσπρεσάκι μου περιμένοντας την ανατολή στη φίλια ακτή της Κάτω Ιταλίας: με 107 μόλις Ευρώ πάτησα το πόδι μου Πέμπτη πρωί στον παράδεισο που λέγαμε.
Διαβάζουμε πάντα για έναν: αν κατεβαίνοντας από τη σκηνή έρθει και μας σφίξει το χέρι ένας άγνωστος, τότε η απαγγελία μας δεν πήγε χαμένη. Πριν πέντε ολόκληρα χρόνια ο Ρομπέρτο με είχε ακούσει σε κάποια ανάγνωση στο Μπαρονίσι και αμέσως μετά με κάλεσε στο ξενοδοχείο του στο Πέστουμ. Φέτος μετά από πολλές αναβολές αποδέχθηκα την πρότασή του: ο Ρομπέρτο μου έστειλε ακριβείς οδηγίες (Πούλμαν της εταιρείας Marino Μπάρι-Νάπολι μόνο με εννιά ευρώ, τρένο ιντερσίτι Νάπολι-Πέστουμ με έξι ευρώ), κι εκείνος θα με περίμενε στην Ακρόπολη (Agropoli). Κατάφερα να προλάβω τις ανταποκρίσεις και βρήκα τον Ρομπέρτο να με περιμένει με το πλατύ του χαμόγελο και τα δυο του χέρια ανοικτά σε μια τεράστια αγκαλιά. Το βράδυ στη μεγάλη τραπεζαρία του Calypso Art Hotel με τα παλιά όμορφα τραπεζομάντηλα και τα παλιά ασημικά (μακροβιοτική κουζίνα και slow food, με pasta e cecci, mozzarella di bufalla), (λευκά και κόκκινα τοπικά κρασιά), τραγουδήσαμε παλιά ιταλικά, ναπολετάνικα και ελληνικά τραγούδια με τους νέους μου φίλους τη γνωστή από το φεμινιστικό κίνημα της δεκαετίας του εβδομήντα και συγγραφέα Lea Melandri, (που δεν περίμενε να της αναφέρω το Parco Lambro-Re Nudo etc.), ένα ζευγάρι που επί 25 ολόκληρα χρόνια κάνει τις διακοπές του στο νησί Στρόμπολι με το ηφαίστειο να φωτίζει τις νύχτες του, (μού έδειξαν απίστευτες φωτογραφίες από το Στρόμπολι στο I-pad), (είχα δει την ομόνυμη ταινία του Λουκίνο Βισκόντι μόνο με ερασιτέχνες ηθοποιούς), (ο πρώην εργοδότης μου φέρνοντας το σκάφος που είχε αγοράσει στις Κάννες έκανε μια στάση στο νησί, αλλά επειδή τρόμαξαν φίλοι και πλήρωμα ξέδεσε στο άψε σβήσε για Ιόνιο), το Νίνο και τη Μαρίνα Πιραντέλο (δισεγγονή του μεγάλου σιτσιλιάνου συγγραφέα),(που είχα μισοδιαβάσει και τον ανακάλυψα από το «Χάος» των αδελφών Ταβιάνι), (και τον ξαναδιαβάζω στα γεράματα: πρόγονος των πεσόα και των Μπόρχες, με όσα πρωτοείπε για τη σύγχιση ταυτότητας του Εγώ), κι εξαιρετική τραγουδίστρια, και χορέψαμε ταραντέλες και συρτάκι. Μετά το «ποτάμι μέσα μου βαθύ» το αγαπημένο τραγούδι του Τζακ Χίρσμαν (μού το τραγούδησε την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε στο Σαν Φρανσίσκο, και κάθε φορά που το λέω από τότε ανατριχιάζω), (που το γνώριζαν όλοι γιατί το είχε τραγουδήσει η Iva Zanicchi), ο Ρομπέρτο σκάρωσε τον νεολογισμό RoMagna Grecia (Ρομάνια η πατρίδα της Λέα και του Φελίνι), (Μεγάλη η Ελλάδα της Γκαμπριέλα και του Ρομπέρτο και της Μαρίνας και του Νίνο), (Ελλάδα, η πατρίδα μου), και όλοι μαζί μετά (μετά το σπιτικό λιμοντσέλο με λεμόνια του Αμάλφι), σε δυο αυτοκίνητα να πάμε να ρίξουμε μια ματιά στους φωτισμένους ναούς της αρχαίας Ποσιδονείας (γλύφοντας ένα χωνάκι χειροποίητο παγωτό με φιστίκι και σοκολάτα) και η Λέα που κάνει διακοπές στο νησί Σαν Τζόρτζιο στη Σαρδινία (κάθε Καλοκαίρι επι εικοσιπέντε χρόνια), (κι εγώ αποκλειστικά στην Ηρακλειά από το 2000), αποφάσισε να έρθει τελικά στη γιορτή των ποιητών κι έτσι την Κυριακή 3 Μαΐου στο Μπαρονίσι (τελευταίος της βραδιάς και ολόκληρης της εκδήλωσης) της αφιέρωσα την απαγγελία μου (όπως και στον Φελίτσε που έχει μια αξιόλογη συλλογή με ενθύμια του Γκαριμπάλδι και ψάχνει να βρει δημόσιο φορέα να στεγάσει το αναγεννησιακό του μουσείο), (και τον φωτογράφο τον Σαλβατόρε), (κι αφού μοιράστηκα ένα βράδυ με τον Πορτογάλλο ποιητή Ivo Machado), (κι αγνόησα επιδεκτικά όσο με αγνόησε κι αυτή την Barbara Corun, ποιήτρια από τη Σλοβενία), ο Νίνο με ξαναπήγε πάλι πίσω στο Πέστουμ για άλλη μια εβδομάδα.
Η θάλασσα έχει παραμείνει η ίδια: όπως την αντίκρισαν οι πρώτοι άποικοι που έφτασαν από την Εύβοια το 750 π.Χ. Εδώ σβήνοντας τα τσιγαράκια μου στην αμμουδιά διόρθωσα τα δοκίμια που μου έστειλε η Πόπη Γκανά (ο δόκτωρ Ψ και οι ασθενείς του), έγραψα ένα ολοκαίνουργο ποίημα (κατ’ απαίτηση του Θωμά Κοροβίνη), με πρόφτασαν τα κουτσομπολιά (με τις αναίδειες που έλαβαν χώρα στο Δεύτερο φεστιβάλ νέων λογοτεχνών στη Θεσσαλονίκη), (και πώς να γινόταν αλλιώς με όλες τις γελοιότητες και τα ευτράπελα που προηγήθηκαν), (με κοκορομαχίες ανάμεσα σε παρεο-λογοτέχνες), κι εγώ έσβηνα τα τσιγαράκια μου στην αρχαία αμμουδιά (ρίξτε μια ματιά), με τον Ρομπέρτο και τον Νίνο.
Συνολικό κόστος απλής μετάβασης στον προσωπικό μου παράδεισο (27+80+9+6) 122 ευρώ.