«Η πρώτη σταγόνα της βροχής σκότωσε το καλοκαίρι» είναι παιδαριώδες στίχος. Θυμάμαι την επομένη της βράβευσης του Οδυσσέα Ελύτη με το βραβείο Νόμπελ, στην ιταλική εφημερίδα la Repubblica να τον γελοιοποιούν και να τον κοροϊδεύουν παραθέτοντας στίχους του όπως «η Ελλάδα μπαίνει στη θάλασσα μισή ως το γόνατο». Η βράβευσή του θεωρήθηκε καθαρά γεωπολιτική. Η Ελλάδα έβγαινε από τη Χούντα και εναγκαλιζόταν το ευρωπαϊκό ιδεώδες: το Νόμπελ επιβράβευε την πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος και ήταν ο πραγματικός ωφελημένος από όλη αυτή τη μεντιατική ιστορία. Ο Ελύτης παρότι μεταφράστηκε «υποχρεωτικά» σε κάποιες (λίγες) γλώσσες, δεν πέρασε στο αλλόγλωσσο κοινό: δεν εγγράφηκε στην παγκόσμια ποιητική συνείδηση όπως συνέβη π.χ. με τον Κ. Π. Καβάφη, και μόνον κάτι νεοελληνιστές καθηγητάδες ασχολούνται μαζί του.
Η αναφορά μου στον Κ.Π.Καβάφη που ρίχνει τη σκιά του στον Ελύτη, την είχα πρωτοαναφέρει σε ένα δοκίμιό μου στο «Πλανόδιον» στις αρχές του ενενήντα, αν θυμάμαι καλά, (τώραι στο βιβλίο μου «Εγκόλπιο του καλού αναγνώστη», εκδ. Ενδυμίων, 2011). Το ανέφερα υποστηρίζοντας την πάγια θέση μου πως «δεν είναι εφικτή, δεν υπάρχει μια Ιστορία της λογοτεχνίας», από την επιστημονική άποψη της διαδοχής του ιστορικού χρόνου: ο μεγάλος δημιουργός (κατά Μπόρχες), όχι μόνο επινοεί τους προγόνους του, αλλά ρίχνει τη σκιά του και στους μεταγενέστερους τους οποίους καταβροχθίζει: ιδού λοιπόν γιατί είναι αδύνατη η ιστορική διαδοχή στη λογοτεχνία η οποία διέρχεται δεκαετίες και αιώνες στη σκιά κάποιων προηγούμενων μεγάλων. Όλοι εμείς, μαζί με τον Ελύτη και το Σεφέρη κλπ κλπ μεγαλώνουμε στη σκιά του Κ.Π.Καβάφη, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει.
Τον Ελύτη τον πρωτοδιάβασα το 1969 ή 1970, σε ηλικία δεκαπέντε χρονών στο θεσσαλικό λογοτεχνικό περιοδικό «Προσανατολισμοί»: η χαρά μου δεν λέγεται: ήταν διπλή, χάρη στην προσωπική «ανακάλυψή» μου, (τον Κ. Π. Καβάφη τον είχα γνωρίσει μια χρόνιά πριν από την αδελφή μου, που είχε φέρει από την Αθήνα το δίτομο έργο του Σαββίδη στον Ίκαρο). Έτσι, άρχισα να αγοράζω μία-μία της συλλογές του: το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο» το είχα πάρει για τον πατέρα μου και το διαβάζαμε μαζί γύρω από τη ξυλόσομπα. Το «Μονόγραμμα» θα το έχω αγοράσει ίσα με δέκα φορές για να το χαρίσω σε αγαπητικές που η ανάγνωσή του τις παρακίνησε, οφείλω να το ομολογήσω, σε παραδείσιες συνουσίες. Ακόμα και σήμερα θαυμάζω την άνεση του Ελύτη να κάνει ολόκληρο «ποίημα» ένα θρόισμα, την υφή ενός υφάσματος, το ρίγος ενός ανήλικου κοριτσιού: ξέρει να κάνει ποίημα τα αθέατα. Τον λατρεύω σαν ελάσσονα ποιητή και με διασκεδάζει που γράφει έτσι χωρίς θέμα.
Αυτόν το μικρό Ελύτη υπερασπίζομαι κόντρα στην εικόνα του εθνικού ποιητή και την στιχοπλοκή του που μελοποίησε ο Θεοδωράκης, και τα κιτς κολάζ του (παράδειγμα πως ένας θαυμαστής του έργου σου μπορεί να σε χαντακώσει από υπερβάλλοντα ζήλο, όπως έκανε ο Ευγένιος Αρανίτσης με το λεύκωμα του Ελύτη). Τα κολάζ του είναι η επιτομή του κιτς στην Ελλάδα, αλλά ο Ελύτης κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του παραδίδοντάς μας το ρήμα «καταρκυθμεύω» το απαύγασμα του κιτς στο έργο του, τις «ελεγείες της Οξώπετρας». Τον ανύπαρκτο μεταφραστή που τον Μαγιακόβσκι και τον Ουγκαρέττι τους μεταφράζει με το ίδιο λεξικό (το δικό του). Τον χαριτωμένο τραλαλό «δοκιμιογράφο» που στρώνει το χαλί στην δυσβάσταχτη ελαφρότητα του Κοέλο.
Παιδιά, πάρτε το χαμπάρι: μετά τους αγγέλους του Ρίλκε, όποιος αναφέρει τη λέξη «άγγελος», απλώς κατατάσσεται αυτομάτως στους ελάσσονες.
Οι ελάσσονες δεν αποτελεί βρισιά στη λογοτεχνία. Οι μόνοι μείζονες Έλληνες Ποιητές για μένα είναι ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος κι ο Κ.Π.Καβάφης. Όλοι οι άλλοι είναι ελάσσονες σας αρέσει δεν σας αρέσει.