Αφορμή για το άρθρο αυτό στάθηκαν οι πρακτικές συνέπειες που είχαν δυο αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η υπ’ αριθμόν 30/2003 και 18/2004. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου μας έκρινε ένα σημαντικότατο νομικό θέμα, το οποίο δημιουργεί ποικίλα πρακτικά προβλήματα στις συναλλαγές κυρίως κατά την μεταβίβαση μεταχρονολογημένων, όπως λέγονται, επιταγών.
Με τις ως άνω αποφάσεις έγινε δεκτό ότι ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής υποχρεούται σε αποζημίωση μόνον του νομίμου κομιστή της κατά το χρόνο της εμφάνισης και όχι του εξ αναγωγής υποχρέου προς πληρωμή που έγινε κομιστής μετά την εξόφλησή της. Ο κομιστής εξ αναγωγής δικαιούται αποζημίωση αν η αξίωση του δικαιούχου από την αδικοπραξία του εκχωρήθηκε. Η υπ’ αριθμόν 18/2004 Ολ. Α.Π. επέκτεινε την ως άνω σκέψη και απεφάνθη ότι ο οπισθογραφήσας την επιταγή λόγω ενεχύρου στερείται επίσης του δικαιώματος αποζημίωσης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να εκτεθεί το σκεπτικό των δυο παραπάνω αποφάσεων προκειμένου να γίνει αντιληπτό το κριθέν ζήτημα. Έτσι, η υπ’ αριθμόν 30/2003 αναφέρει: «Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 79 του ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ν.δ. 1325/1972 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, 914 επ., 297, 298 Α.Κ. προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει επιταγή σε διαταγή εν γνώσει ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο εκδόσεως είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει παρανόμως τον κομιστή από τη μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνιση της, δηλαδή παρά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 η οποία, χαρακτηρίζοντας την πράξη αυτή του εκδότη της επιταγής ποινικό αδίκημα, εισάγει απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Επομένως ο τελευταίος υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, αφού η διάταξη έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής, το οποίο συνίσταται στη μη διάψευση της εμπιστοσύνης εκείνου στην επιταγή ως όργανο πληρωμής κατά το χρόνο της εμφανίσεως της προς πληρωμή. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση (ισόποση με την αξία της επιταγής) εκ του άρθρου 914 ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή εκ του άρθρου 40 του ν. 5960/1933 και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Στοιχεία της αγωγής προς αποζημίωση είναι η ύπαρξη ζημίας του δικαιούχου, η οποία προκαλείται υπαίτια με την έκδοση επιταγής χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας του κομιστή και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη. Δικαιούχος της αποζημιώσεως, ως αμέσως ζημιωθείς, είναι ο νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεως αυτής και βεβαιώσεως της μη πληρωμής – που είναι και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος – αφού αυτός είναι εκείνος που ζημιώνεται από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής.
Αντανακλαστικές συνέπειες στην περιουσία τρίτου από την αδικοπραξία, εξαιτίας της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, δεν καθιστούν αυτόν δικαιούχο αποζημιώσεως, αφού αυτός ζημιώνεται εμμέσως. Τούτο συνάγεται αφ’ ενός από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ το οποίο παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως (μόνον) εις τον «άλλον» που ζημιώθηκε παράνομα και υπαίτια και αφετέρου από τις εξαιρέσεις που καθιερώνονται περιοριστικώς με τα άρθρα 928 και 929 ΑΚ. Συνεπώς δεν είναι δικαιούχος εκ της άνω αδικοπραξίας ο εξ αναγωγής υπόχρεος προς πληρωμή, που έγινε κομιστής της επιταγής κατόπιν εξοφλήσεως της, διότι ναι μεν η εκ της εξοφλήσεως περιουσιακή βλάβη του αιτιοκρατικά ανάγεται στην έλλειψη κεφαλαίων καλύψεως της επιταγής, όμως δεν είναι απότοκος, κατ’ αιτιώδη συνάφεια, της από το προαναφερόμενο άρθρο 79 αδικοπραξίας, αλλά της ευθύνης του εξ αναγωγής που προβλέπεται ειδικώς στο νόμο. Έτσι ο μετά την πραγμάτωση του αδικήματος κομιστής εξ αναγωγής δεν είναι δικαιούχος αποζημιώσεως κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, εκτός αν η αξίωση του δικαιούχου από την αδικοπραξία μεταβιβάστηκε στον κομιστή εξ αναγωγής με εκχώρηση. Παρανόμως ζημιωθείς από την άνω πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, είναι μόνον ο κομιστής της επιταγής, ως προς τον οποίο και μόνον η έκδοση της ακάλυπτης επιταγής προκαλεί προσβολή εννόμως προστατευομένου συμφέροντος.»
Η υπ’ αριθμόν 18/2004 Ολ. Α.Π. αναφέρει: «.. Αντιθέτως δεν είναι δικαιούχος αποζημιώσεως από την αδικοπραξία ο εξ αναγωγής υπόχρεος προς πληρωμή της επιταγής, ο οποίος έγινε μετέπειτα κομιστής αυτής κατόπιν εξοφλήσεως της, διότι η εκ της εξοφλήσεως βλάβη του δεν είναι απότοκος, κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια, της προαναφερομένης αδικοπραξίας, αλλά της από το νόμο ειδικώς προβλεπομένης εξ αναγωγής ευθύνης του (και ΑΠ Ολ 30/2003). Εξ άλλου το τελευταίο, δηλονότι η ανυπαρξία δικαιώματος αποζημιώσεως του εξοφλούντος τον ματαίως εμφανίσαντα την επιταγή κομιστή αυτής προηγουμένου υπογραφέα, ισχύει και όταν ο τελευταίος αυτός είχε οπισθογραφήσει την επιταγή και παραδώσει αυτήν στον κομιστή λόγω ενεχύρου. Και τούτο διότι ο ενεχυρούχος που εμφανίζει την επιταγή προς πληρωμή δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος του ενεχυράσαντος, αλλά ασκεί ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου, αφού κατά το άρθρο (255 ΑΚ) έχει δικαίωμα να εισπράξει μόνος την επιταγή και αν ακόμη δεν έληξε το ασφαλιζόμενο χρέος».
Οι ανωτέρω αποφάσεις της Ολομελείας του Αρείου Πάγου είναι δογματικά ορθές και πλήρως συμπλέουσες με την ασφάλεια του δικαίου των συναλλαγών, διότι οριοθετείται στενότερα η έννοια του νόμιμου κομιστή και κατ’ επέκταση του δικαιούχου της αποζημίωσης εξ αδικοπραξίας.
Η αξίωση από την αδικοπραξία κατά το άρ. 914 Α.Κ. στην περίπτωση της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής πηγάζει από την διάταξη του άρ. 79 του ν. 5960/1933. Με την εν λόγω διάταξη ο νομοθέτης θεσπίζει ειδική ποινική διάταξη με την οποία τιμωρείται ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής, η εν λόγω διάταξη προστατεύει την εμπορική πίστη λαμβανομένης υπόψη και της λειτουργίας της επιταγής ως μέσω πληρωμής.
Η αδικοπρακτική αξίωση του νόμιμου κομιστή της επιταγής λειτουργεί παραλλήλως προς την ενοχική, που πηγάζει ευθέως από το αξιόγραφο. Επομένως ο κομιστής της ακάλυπτης επιταγής προς επιδίωξη της απαιτήσεως του, δύναται να ασκήσει τόσο την αγωγή εξ αδικοπραξίας όσο και αυτήν από το αξιόγραφο.
Στην περίπτωση, κατά την οποία ο εμφανίσας ασκήσει το αναγωγικό του δικαίωμα εναντίον οπισθογράφου και ο τελευταίος καταβάλει το αντίτιμο της επιταγής έχει ευθεία αναγωγική αξίωση κατά του εκδότη και δεν του μεταβιβάζεται αυτοδικαίως και η αξίωση του τελευταίου κομιστή περί αδικοπραξίας. Σε αυτήν την περίπτωση ο τελευταίος κομιστής διατηρεί το δικαίωμα του εκ της αδικοπραξίας διότι είναι αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο πηγάζει από το κοινό δίκαιο και όχι από το δίκαιο των αξιογράφων και δεν είναι υποχρεωμένος να το μεταβιβάσει προς τον πληρώσαντα οπισθογράφο. Αυτό γίνεται κατ’ επιλογήν του με ξεχωριστή δικαιοπραξία του κοινού δικαίου όπως η εκχώρηση.
Σύμφωνα με την ανωτέρω διαπίστωση αν ο πληρώσας οπισθογράφος αποκτούσε αυτοδικαίως δικαίωμα αγωγής αδικοπραξίας θα ήταν δυνατόν, έστω και σε υποθετική βάση, ο εκδότης να βρεθεί αντιμέτωπος με πλείονες αδικοπρακτικές αγωγές διότι ο τελευταίος κομιστής διατηρεί τα δικαιώματα του άρ. 914, αν δεν το εκχωρήσει.
Σε αυτήν την περίπτωση θα δημιουργούταν ανασφάλεια δικαίου προς τον εκδότη της επιταγής. Για το λόγο αυτό ο εφαρμοστής του δικαίου θα πρέπει να εφαρμόζει τον κανόνα δικαίου κατά τρόπον ώστε να μην δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου. Μια αντίθετη παραδοχή θα εξυπηρετούσε μόνο σκοπιμότητες.
Στο σημείο αυτό αφού αναλύθηκε το σκεπτικό των ανωτέρω αποφάσεων πρέπει να παρατεθούν τα πρακτικά προβλήματα που δημιουργούν οι ανωτέρω αποφάσεις στην κυκλοφορία της επιταγής και κυρίως όταν μεταβιβάζεται προς Τράπεζες. Η επιταγή ως αξιόγραφο μπορεί να μεταβιβαστεί ελεύθερα από τον κομιστή της με οπισθογράφηση και να λειτουργήσει ως μέσω πληρωμής ισόποσης χρηματικής απαιτήσεως προς τον δανειστή, επίσης μπορεί να λειτουργήσει ως εγγύηση χρηματικής απαιτήσεως με την οπισθογράφηση της λόγω ενεχύρου.
Ο νόμος προέκρινε την οικονομική λειτουργία της επιταγής ως μέσο πληρωμής, ενώ αντιθέτως στην συναλλαγματική την λειτουργία της ως μέσου πίστης. Η διαπίστωση αυτή είναι απόρροια κυρίως δυο διατάξεων των άρ. 28 και 29 του ν. 5960/1933 τα οποία ορίζουν, ότι η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει και κάθε αντίθετη μνεία θεωρείται μη γεγραμμένη και ότι επιταγή εκδοθείσα και πληρωτέα εν τη αυτή χώρα εμφανίζεται προς πληρωμήν εντός προθεσμίας οκτώ ημερών.
Η δυνατότητα μεταχρονολόγησης της επιταγής, δηλαδή η αναγραφή μεταγενέστερης ημερομηνίας εκδόσεως από την πραγματική, άφησε τα περιθώρια να λειτουργήσει στην ουσία ως μέσω πίστης.
Η επιταγή παρέχει μεγαλύτερη εξασφάλιση της απαιτήσεως του κομιστή της από ό,τι η συναλλαγματική, διότι αφ’ ενός είναι πληρωτέα ενόψει και αφ’ ετέρου τιμωρείται ποινικά η έκδοση ακάλυπτης επιταγής και κατ’ επέκταση δίδεται δυνατότητα στον κομιστή της να αξιώσει αποζημίωση από αδικοπραξία από την έκδοση ακάλυπτης επιταγής.
Για τους ανωτέρω λόγους και με δεδομένο την περιστολή της εφαρμογής της προσωποκράτησης για εμπορικά χρέη, επικράτησε στις συναλλαγές η λειτουργία της επιταγής κυρίως ως μέσο πίστης και προτιμάται από την συναλλαγματική, διότι, όπως είπαμε, παρέχει μεγαλύτερη εξασφάλιση στον κομιστή της.
Υπό την ανωτέρω μορφή η επιταγή μεταβιβαζόταν από τον κομιστή της σε κάποιον δανειστή του προς εξόφληση οφειλής του ή οπισθογραφούταν αξία ενεχύρου προς εξασφάλιση απαιτήσεως.
Οι τράπεζες ως πιστωτικά ιδρύματα εκμεταλλευόμενες την ως άνω πρακτική, κατά την χρηματοδότηση των πελατών τους μέσω ανοικτών επαγγελματικών δανείων, προς εξασφάλιση της απαίτησής τους λαμβάνουν από τους πελάτες τους δια οπισθογραφήσεως επιταγές άλλοτε ως αξία σε ενέχυρο και άλλοτε εις διαταγή τους. Σε περίπτωση όπου διαπιστώνεται ότι στον λογαριασμό του εκδότη της επιταγής δεν υπάρχει υπόλοιπο και σφραγιστεί, η τράπεζα με αναγωγή στρέφεται εναντίον του πελάτη της.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πελάτης της τράπεζας καταβάλλει το αντίτιμο της επιταγής και λαμβάνει εκ νέου το αξιόγραφο και για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του στρέφεται αναγωγικά κατά του εκδότη της.
Συμπερασματικά όταν η επιταγή μεταβιβαστεί σε τράπεζα ο πληρώσας κομιστής στερείται του δικαιώματος της αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας εκτός αν το σχετικό δικαίωμα του εκχωρηθεί από την τράπεζα.
Η λύση στο ανωτέρω ζήτημα της Ολομέλειας του Ακυρωτικού μας Δικαστηρίου δόθηκε με αφορμή αστικής φύσεως υπόθεση αλλά κατά την γνώμη μου διαφορετική λύση δεν θα μπορούσε να δοθεί αναφορικά με το ποινικό δίκαιο διότι άμεσα παθών από την πράξη του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής είναι μόνο ο εμφανίσας κομιστής κατά τον χρόνο που διαπιστώθηκε η μη πληρωμή της επιταγής.
Εν κατακλείδι αναφέρουμε ότι με την ως άνω πρακτική και την δοθείσα λύση στο ανωτέρω ζήτημα, πρακτικά δημιουργείται εντονότατο πρόβλημα στις συναλλαγές, διότι ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων χρηματοδοτείται από τις τράπεζες με τον ανωτέρω τρόπο. Όταν διαπιστώνεται ότι η επιταγή δεν μπορεί να πληρωθεί καταβάλουν το αντίτιμο της στην κομίστρια τράπεζα, προκειμένου να μην εκδοθεί εις βάρος τους διαταγή πληρωμής και με τον τρόπο αυτό χάνουν ένα βασικό μέσω πίεσης κατά του εκδότη, όπως είναι η υποβολή έγκλησης εναντίον του.