Ξαφνικά, μείναμε γυμνοί. Τα ρούχα που φορούσαμε χρόνια με καμάρι μάς πρόδωσαν. Φανήκανε τα σώματα πλαδαρά, ξέχειλες οι κοιλιές κρέμονται από δω κι από ‘κει. Αρπάξαμε στα γρήγορα ό,τι βρήκαμε μπροστά μας να καλυφθούμε, να περισώσουμε όπως- όπως την εικόνα μας που τόσο λατρέψαμε. Αμήχανοι στο πρωτόγνωρο, παραμείναμε βουβοί ν’ ακούμε τους ράφτες μας να μας σερβίρουν αμέτρητες δικαιολογίες για την κατάσταση και τους πρώην κόλακες να μας κοροϊδεύουν. Πώς ν’ αμυνθούμε; Ο καθένας ρούφηξε το χαμόγελο εντός του έτοιμος να δαγκώσει τον διπλανό του από καχυποψία.
Είχαμε μάθει να μας σέβονται για την όψη μας, να επιβαλλόμαστε με τις μάρκες και το έχειν μας, χωρίς κανείς ν’ αναρωτιέται πώς, από πού και γιατί; Οι ράφτες μας υπόσχονταν διαρκώς καινούρια φανταχτερά προϊόντα με αδρό τίμημα επί πιστώσει κι εμείς αφελή παιδιά χρεωνόμασταν, αρπάζαμε απ’ όπου μπορούσαμε προκειμένου να τα αποκτήσουμε, να εντυπωσιάζουμε, να μας συζητούν. Αέναο καρουσέλ η ευδαιμονία που δεν ψάχναμε πώς συνέχιζε να γυρίζει. Απαίδευτοι κι αμόρφωτοι στη γρήγορη άνοδο καλλωπίζαμε την εικόνα χωρίς πρώτα να έχουμε φτιάξει από πίσω γερό στέρεο χτίσμα, με μελέτη, γνώσεις και κρίση. Οι ράφτες εκμεταλλεύτηκαν την αλαζονεία μας και σε ανύποπτο (για τους αδαείς) χρόνο μας άφησαν έκθετους, εμάς τους άδικους αλλά και τους ελάχιστους δίκαιους.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ: https://intellectum.org/wp-content/uploads/2012/04/ITL08_102103_Pseutika-Rouxa_Maria-Psoma-Petridou.pdf