«Εκεί βαθιά στο κύτος του αεροσκάφους, στο κοίλο αμπάρι με τις αποσκευές των ταξιδιωτών και τα εμπορεύματα… είναι κι αυτά τα δυο φέρετρα, φτηνά και λιτά όπως πρέπει να ’ναι όλα τα οχήματα προς το βασίλειο της απόλυτης ισότητας και της απόλυτης συνώνυμής της, της σκλαβιάς.»
Κυριάκος Αθανασιάδης, Βακάρ και Χομαγιούν Ανέστησαν
Ήταν λίγους μόνο μήνες πριν που το ημερολόγιο έδειχνε Παρασκευή 6 Απριλίου 2012 και το ρολόι 12:31 το μεσημέρι. Μπορεί να έχει μαζευτεί κόσμος αρκετός, είκοσι με τριάντα Έλληνες νοματαίοι, Κρυονερίτες ως επί το πλείστον, αλλά τέσσερις Πακιστανοί είναι αυτοί που μπαίνουν στις ράγες του τρένου και αναλαμβάνουν να βγάλουν «τα κάστανα από τη φωτιά». Τα ονόματά τους Αχμάντ, Μασοούντ, Ανγουάρ (Χομαγιούν) και Αχμέντ (Βακάρ).
Το πρόβλημα; Ένα αυτοκίνητο, με επιβάτες δύο ηλικιωμένους έχει κολλήσει στις ράγες του τρένου την ώρα που κάνει το σύνηθες δρομολόγιό του το Ιντερσίτι από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη. Ο οδηγός του αυτοκινήτου είτε από υπερβολική ταχύτητα είτε εξαιτίας κάποιου προγενέστερου ατυχήματος πέφτει πάνω στις γραμμές με την δεξιά πλαϊνή του πλευρά και οι δύο ηλικιωμένοι επιβαίνοντες
βρίσκονται μέσα σ’ αυτό εγκιβωτισμένοι.
Δεν είναι ηλεκτρονικό παιχνίδι, δεν μπορείς να πατήσεις το κουμπί της «παύσης» και δεν έχεις επιπλέον ζωές για να πειραματιστείς. Ο χρόνος τρέχει αδυσώπητα και το Ιντερσίτι πλησιάζει με ταχύτητα που το άγχος και η πίεση τη μετατρέπουν σε ταχύτητα υπεργαλαξιακού κομήτη.
Για να γίνουν τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα, ο οδηγός της αμαξοστοιχίας δεν φαίνεται να είναι αρκούντως παρατηρητικός ή να βρίσκεται στην καμπίνα του οδηγού εκείνη τη στιγμή: το τρένο δεν σφυρίζει προειδοποιητικά και η ταχύτητά του δεν ελαττώνεται.
Επίσης οι τέσσερις Πακιστανοί αποδεικνύεται ότι έχουν εστιάσει ολόκληρή τους την ύπαρξη στο αυτοκίνητο και στους δύο εγκλωβισμένους ηλικιωμένους. Δεν ακούνε ούτε βλέπουν το τρένο να πλησιάζει ολοένα και πιο επικίνδυνα όπως ένας σιδερόφρακτος άγγελος θανάτου. Έχουν αναποδογυρίσει το όχημα και σπάζοντας τα τζάμια ο Αχμέντ προσπαθεί να απελευθερώσει τη γυναίκα από το όχημα και να την απομακρύνει από τις ράγες, την ώρα που ο Ανγουάρ επιχειρεί να κάνει το ίδιο με τον ηλικιωμένο οδηγό.
Το τρένο πλησιάζει κι άλλο και οι θεατές που κι αυτοί είχαν στραμμένη την προσοχή τους στην πακιστανική επιχείρηση του απεγκλωβισμού των ηλικιωμένων Ελλήνων ξαφνικά διαπιστώνουν ότι σε λίγα δευτερόλεπτα οι νεκροί θα πολλαπλασιαστούν, αφού το τρένο βρίσκεται λίγες μόνο δεκάδες μέτρα μακριά.
Αρχίζουν να φωνάζουν «φύγετε, φύγετε, έρχεται τρένο». Η απόφαση είναι καθαρά ενστικτώδης. Ο Αχμάντ και ο Μασοούντ προλαβαίνουν ελπιδοφόρα να απομακρυνθούν και τραυματισμένοι να σωθούν. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για τον Ανγουάρ και τον Αχμέντ που δεν προλαβαίνουν να σώσουν τις ζωές τους ρισκάροντας ως το τελευταίο κλάσμα του δευτερολέπτου την ίδια τους την ύπαρξη για να σώσουν τους Έλληνες ηλικιωμένους.
Λίγες μέρες μετά ο θείος του Ανγουάρ, Κασέρ, ο οποίος θα συνοδέψει τις σορούς στο Πακιστάν συγκινημένος δηλώνει: «Είμαστε περήφανοι για τα παιδιά μας. Πέθαναν βοηθώντας».
Κανείς από την επίσημη πολιτεία δεν σπεύδει να δώσει ένα παράσημο, να τιμήσει τους επιζώντες και τους συγγενείς των θανόντων δίνοντάς τους τουλάχιστον την ελληνική υπηκοότητα ή νομιμοποιώντας έστω την παραμονή τους στην Ελλάδα. Ούτε φυσικά μέλη της Χρυσής Αυγής πηγαίνουν να ξεπροβοδίσουν τους δύο ξαπλωμένους στα φέρετρα Πακιστανούς στη νέα τους ουράνια κατοικία.
Λίγους μήνες μετά στην Πάρο, ένα 15χρονο κορίτσι πέφτει θύμα ληστείας (και ενδεχομένως βιασμού) από έναν 19χρονο Πακιστανό, ενώ σήμερα ένας δεύτερος Πακιστανός συνελήφθη επειδή φέρεται ότι αποπειράθηκε να βιάσει Αγγλίδα τουρίστρια στα περίφημα Μάλλια (άλλο να τ’ ακούς και άλλο να τα δεις από κοντά).
Κάπως έτσι οι Πακιστανοί γίνονται αμέσως τα σύγχρονα τέρατα της ελληνικής επικράτειας. Ξεχνούμε να μάθουμε πόσοι Πακιστανοί έχουν πέσει θύματα ρατσιστικού ομαδικού ξυλοδαρμού ή αναλογικά πόσοι από αυτούς απασχολούν πραγματικά τις ελληνικές αρχές (αν εξαιρέσουμε το αδίκημα της λαθρομετανάστευσης, οι Πακιστανοί στην Ελλάδα δεν διαπράττουν κανένα άλλο αδίκημα).
Εντωμεταξύ μέλη της Χρυσής Αυγής κυνηγούν σε λιμάνια, δικαστικά μέγαρα και αστυνομικούς σταθμούς τον 19χρονο για να τον τιμήσουν λιντσάροντάς τον, με απόλυτο σεβασμό βέβαια στις αρχές του τόπου όπου γεννήθηκε η δημοκρατία και του (θεωρητικώς ονομαζόμενου) κράτους δικαίου.
Η λήθη κυριαρχεί παντού και τώρα έχει άρωμα από Πακιστάν.
Τελικά, στο μέλλον οι ιστορικοί μπορούν κάλλιστα να ονομάσουν την εποχή αυτή ως εποχή των «Μνημονίων της Λήθης», γιατί οι Έλληνες σοκαρισμένοι από την οικονομικοκοινωνική πραγματικότητα ξεχνούν πολύ γρήγορα σχεδόν τα πάντα.