Ένα Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα μικρό χωριό ένα παιδάκι που ήταν πολύ διαβαστερό: διάβαζε όλα όσα έπεφταν στα χέρια του, από βίους αγίων που μάζευε η μητέρα του έως τους «Άθλιους» του Ουγκώ που είχε ο πατέρας του, κι έπειτα από μόνος του μάζευε κι αντάλλασε με τους φίλους του όλα τα «Κλασικά Εικονογραφημένα», το «Μικρό Ήρωα» κι αργότερα τη «Μάσκα». Διάβαζε, διάβαζε κρυμμένος κάτω από τις κουβέρτες το βράδυ με τον πρώτο φακό μπαταρίας που του είχαν κάνει δώρο κάποια Χριστούγεννα, το μεσημέρι με το λίβα κάτω από την κατάκαρπη ροδακινιά. Διάβαζε μετά τα βιβλία της αδελφής του, φοιτήτρια στην Αθήνα, που τα έκρυβε επιμελώς κάτω από ψεύτικα μπλε πανάρια: Καζαντζάκη και Καβάφη. Χάρη σε μια φιλόλογο που του διάβαζε τις εκθέσεις στην τάξη κι ήταν το χαϊδεμένο της παιδί, το διαβαστερό παιδάκι μας ο Βασιλάκης, άρχισε να της γράφει ποιήματα, στην ουσία ερωτικές εξομολογήσεις που δεν μπορούσε να της αφιερώσει δημόσια. Μετά η φιλόλογος παντρεύτηκε με στρατιωτικό και πέτυχε μετάθεση αφήνοντας το διαβαστερό παιδάκι το Βασιλάκη, στη μέση της χρονιάς.

Εκείνα τα παλιά χρόνια ο Βασιλάκης μάζεψε τα τετράδια με τα ποιήματα που έγραφε για την αγαπημένη του καθηγήτρια και μετά τα Χριστούγεννα, αφού γέμισε την κοιλίτσα του με γεμιστή γαλοπούλα και χοιρινές μπριζόλες και κουραμπιέδες και μελομακάρονα, φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα τη μανούλα του, έσφιξε το χέρι του πατέρα του κι έφυγε να βρει την τύχη του στην Πρωτεύουσα. Όλη τη μέρα των Χριστουγέννων χιόνιζε ασταμάτητα. Το έλκηθρο ενός ξυλοκόπου κατάφερε να τον μεταφέρει μέχρι το Σιδηροδρομικό Σταθμό. Ο Βασιλάκης χουχούλιασε τα χεράκια του δίπλα στη μεγάλη μαντεμένια ξυλόσομπα στην αίθουσα αναμονής και περίμενε, περίμενε.  Η αμαξοστοιχία είχε μεγάλη καθυστέρηση και περίμενε-περίμενε το Βασιλάκη τον πήρε ο ύπνος. Στον ύπνο τον επισκέφτηκαν πολλά πρόσωπα να του ευχηθούν τα Χρόνια Πολλά και να του τραγουδήσουν τα κάλαντα σε διάφορες γλώσσες. Πέρασαν οι αγαπημένοι του συγγραφείς ένας-ένας με τη σειρά και του έσφιξαν το χέρι: ο Ντοστογιέφσκι, ο Ζολά, ο Τολστόι, ο Καμύ, ο Μπέκετ, ο Καραγάτσης, ο Χέμινγουεϊ. Πέρασαν εικόνες γραμμένες σε στίχους, ονειρεύτηκε τα ποιήματα που θα έγραφε μετά από τριάντα χρόνια στα πενήντα του. Βρέθηκε ξαφνικά στην Πρωτεύουσα και πήγε με λαχτάρα να συναντήσει κανα-δυό ζώντες λογοτέχνες που τους είχε γνωρίσει από τα περιοδικά που ήταν συνδρομήτρια η αγαπημένη του καθηγήτρια. Πριν φτάσει στο καθορισμένο τους ραντεβού ο Βασιλάκης πέρα από τα βήματά του πάνω στο χιόνι, άκουγε και τους κτύπους της καρδιάς του: φοβόταν μην τον πιάσουν αδιάβαστο, σαν το μαθητή που τρέμει πριν τις εξετάσεις, ο Βασιλάκης δεν άντεχε στην ιδέα πως δεν θα ήξερε να απαντήσει στις πιο απλές ερωτήσεις: «έχει η θάλασσα πρόβατα;», «είσαι με τον Κάλβο ή τον Σολωμό;», «ποιος είναι ο Πισινόπουλος;». Κοκκίνιζε στην ιδέα πως δεν θα μπορούσε να παρακολουθήσει τις κουβέντες τους αλλά από την άλλη δεν ανέβαλε τη συνάντησή του μαζί τους. Είχε αποφασίσει πως θα έμεινε σιωπηλός, θα άκουγε μονάχα τους καταξιωμένους λογοτέχνες που λάτρευε να μιλούν για τα υψηλά ιδεώδη της λογοτεχνίας και θα ρουφούσε την κάθε τους λέξη. Μέσα στο όνειρό του, αγαλλίαζε με τη σκέψη πως οι λογοτέχνες της Πρωτεύουσας θα του άνοιγαν νέους ορίζοντες στο περιορισμένο οπτικό πεδίο του, ένας φρέσκος άνεμος θα έπνεε μέσα από τα γεμάτα καπνούς καφενεία τους, νέα ποιήματα και νέοι άθλοι ανοίγονταν μπροστά του.  Θα βρίσκονταν επιτέλους με ανθρώπους που αγαπούσαν την Τέχνη περισσότερο από αυτόν, κι ο Βασιλάκης μαζί τους θα μάθαινε να αγαπάει και να υπηρετεί ακόμα πιο πιστά την Τέχνη.

Ονειρεύτηκε όμως λίγο πριν ξυπνήσει, πως η συνάντηση με τους αγαπημένους του λογοτέχνες, ήταν ένας εφιάλτης: αντί για Τέχνη οι λατρεμένοι του λογοτέχνες μιλούσαν μόνο χλευαστικά για τους ομότεχνούς τους. Ο Μέγας είχε βγει εκτός εαυτού γιατί η κόρη του είχε αρραβωνιαστεί κρυφά με έναν Τούρκο. Ο Δείνα συνήθιζε να πλατάγιζε τη γλώσσα του εκφέροντας τον ήχο «τσου» απροειδοποίητα εκεί που μιλούσε. Ο Άλφα έκανε τον κερατά εν γνώση του. Ο Βήτα αγόρασε πακέτο μηνυμάτων από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας και πήρε πρώτος το Βραβείο Αναγνωστών. Ο Γάμα κληρώνεται πάντα σε όλες τις κληρώσεις της Εταιρείας Συγγραφέων για να διαβάσει ποιήματά του στο εξωτερικό. Πάνω εκεί ξύπνησε. Ήταν ακόμη δίπλα στη ξυλόσομπα. Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα. Μετά από μια βδομάδα που είχαν αποκατασταθεί πλέον οι συγκοινωνίες, χωρίς να έχει απομακρυνθεί από τη ξυλόσομπα. Όταν έφτασε στο χωριό του, κανένας δεν πίστεψε πως δεν είχε φτάσει μέχρι την Πρωτεύουσα, και επειδή ο Βασιλάκης επαναλάμβανε συνέχεια τα όνειρα που είδε εκείνες τις επτά ημέρες που κοιμόταν συνεχώς δίπλα στην ξυλόσομπα, πίστεψαν πως είχε πάει στην ξελογιάστρα την Πρωτεύουσα, και ήταν όλα αλήθεια.

Έτυχε να τον ακούσω κι εγώ, αλλά οφείλω να ομολογήσω πως ούτε εμένα κατάφερε να με πείσει πως όλα αυτά που ονειρεύτηκε κάποια χιονισμένα Χριστούγεννα, ήταν μόνο προϊόν ονειροφαντασίας. Τέλος πάντων, κατάφερα να του αποσπάσω ένα αυτόγραφο στο τελευταίο του βιβλίο, που όπως και τα προηγούμενα τα τύπωνε εκεί πάνω στο χωριό μόνος του, συνεχίζοντας να διαβάζει όλα όσα εξακολουθούσαν να πέφτουν στα χέρια του και να μη συναναστρέφεται με κανέναν. Απλώς ξαφνιάστηκα αργότερα όταν το άνοιξα: η ημερομηνία που έγραψε κάτω από την αφιέρωση ήταν εκατό χρόνια μπροστά. Έγραφε 19/12/2013.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού