Μια σειρά, και δυο, και τρεις, ποτέ τα λαμπάκια δε θα είναι αρκετά. Πρέπει να τυλίξουν όλο το δέντρο που στόλισες, πρέπει να φτάσουν σε κάθε κλαδί, σε κάθε του μπάλα, σε κάθε εσοχή και εξοχή και εποχή. Τα λαμπάκια πρέπει να σηκώσουν το φορτίο να σου διώξουν το σκοτάδι. Το όποιο σκοτάδι κουβαλάς μέσα και έξω σου. Και το κάνουν αβίαστα. Δεν άκουσα ποτέ λαμπάκια να στενάζουν, ούτε να σε λυπούνται. Κι ας περιμένεις θαύματα από κείνα. Και συνεχίζουν και απλώνονται, όπου εσύ τους επιτρέψεις. Σε έπιπλα, σε τοίχους και πατώματα, σε πόρτες και μπαλκόνια και παράθυρα. Αν θα μπορούσες, θα τύλιγες τη νύχτα όλη με λαμπάκια. Και θα τα άφηνες να καίνε ασταμάτητα, μέχρι να μη σου μείνει ίχνος φόβου, για ό,τι κρύβει το σκοτάδι. Και θα τα κοίταζες πάντα από απόσταση, σαν να μη θες να καταλάβουν πόσο άγχος έχεις να μη σβήσουν. Έρχονται μέρες που τα φωτάκια ξυπνάνε πριν από σένα για να σου πουν καλημέρα. Και νύχτες που δεν κοιμούνται αν πρώτα εσύ δεν κλείσεις τα μάτια σου.
Και γεννάνε το φως. Και γεννάνε το πώς. Πώς θα μπορέσεις το φως να διατηρήσεις. Πώς να το πληρώσεις, να το προστατεύσεις, με τι κριτήρια εσύ να το έχεις και άλλος να το στερείται. Το πορτοφόλι θα είναι πάντα θλιβερή απάντηση. Γιατί δεν έχει δίκαια των πραγμάτων αντίληψη. Αλλού γεμίζει κι αλλού αδειάζει. Χωρίς να ξέρει τι αξίζει και τι όχι να πληρώνει κανείς. Και θα ξορκίζεις το σκοτάδι που φοβάσαι σπαταλώντας το, θα βλέπει όλη η γειτονιά πως δε το λογαριάζεις, το κρεμάς, το γλεντάς, το ξοδεύεις. Και δε θα μάθουν ποτέ πόσο φοβάσαι μια διακοπή του ρεύματος. Έτσι ήταν πάντα οι γιορτές, μία ψαλίδα που όσο πάει και ανοίγει. Σ’ αυτούς που έχουν λόγους να χαρούν, σ’ αυτούς που έχουν πόρους να το δείξουν και σ’ αυτούς που έχουν το σκοτάδι φίλο. Και μέσα στο σκοτάδι λάμπει η ελπίδα τους. Χωρίς καλώδια και πρίζες και πολύχρωμα φωτάκια. Κάποτε είχαμε ένα δέντρο στης γιαγιάς μου το σπίτι και με παρότρυνε να το χαζεύω, χωρίς να έχει αναμμένα τα λαμπάκια του. Δε θα φωτίζει, της έλεγα. Πρέπει να μάθεις να δίνεις εσύ το φως στα πράγματα, μου απαντούσε. Κατάλαβα τι εννοούσε όταν έσβησε το δικό της φως.
Τα Χριστούγεννα τα είχα συνδέσει με την εικόνα της, όπως τη θυμάμαι τότε, με το σβησμένο δέντρο, το γεμάτο βαμβάκι για χιόνι, που μαζί ανοίγαμε μπουκιές – μπουκιές να απλώσουμε στα κλαδιά του. Με τάιζε μπουκιές χιόνι, την τάιζα μπουκιές χαράς. Που με άφηνε να βάζω τις πολύχρωμες μπάλες, που έπεφταν από τα χέρια μου και έσπαγαν στο πάτωμα. Που ταραζόμουν πιο πολύ από εκείνη για τις ζημιές που προκαλούσα. Οι μπάλες είναι για να σπάνε, μου έλεγε. Μαζί με τα σπασμένα τους κομμάτια μάζευα ασυναίσθητα ό,τι μπορούσα από κείνες τις στιγμές. Ποτέ δε θα μπορέσω να νιώσω το ίδιο όπως τότε, κανένα δέντρο δε μου έδωσε παρόμοια χαρά να το στολίζω, όπως αυτό που στολίζαμε μαζί, που με σήκωναν στα χέρια για να φτάσω το αστέρι της κορυφής. Έτσι είναι φαντάζομαι για πολλούς ανθρώπους, τα παιδικά να είναι πάντα τα ομορφότερα Χριστούγεννα που μπορούν να θυμηθούν, τώρα που δεν είμαστε παιδιά, που οι μπάλες έγιναν πλαστικές για να μη φθείρονται, για να μη σπαταλάμε χρήματα αγοράζοντας κάθε χρονιά καινούργιες, που το χιόνι λερώνει, που τα χέρια λερώνουν, που η αγάπη λερώνει και τίποτα δε βρίσκεται εύκολο να την καθαρίσει.
Η γιαγιά μου δεν ήξερε να πλέκει. Τουλάχιστον δε τη θυμάμαι ποτέ να πλέκει. Έβαφε όμως, ζωγράφιζε υφάσματα, τόπια ολόκληρα από υφάσματα που στη συνέχεια έραβε σε διάφορα σχήματα. Είχε ένα τραπέζι στη μέση του καθιστικού της και το τραπέζι αυτό είχε όλα τα χρώματα πάνω του, ήταν η παλέτα της. Και πήγαινα και την έβλεπα να βουτά το πινέλο στο τραπέζι και να δίνει ζωή στο άσπρο ύφασμα. Ακόμα και το τραπέζι αυτό στα μάτια μου έλαμπε κι ας μην είχε πρίζα κι ας μην είχε ανάγκη καμιά εταιρεία ηλεκτροδότησης. Όταν εκείνη έφυγε απ’ τη ζωή, ήθελα να βρω αυτό το τραπέζι και να κουρνιάσω πάνω του, πίστευα θα με ζεστάνει, όπως η αγκαλιά της. Δεν το βρήκα, αλλά το έχω στον νου μου πάντα να φέγγει. Θα μου άρεσε ο κάθε άνθρωπος να έχει μέσα του τέτοια τραπέζια, τέτοιες εικόνες που φέγγουν και να τις μπλέκει με το παρόν του. Να τις πλέκει. Και το πλεχτό του αυτό να μη ξηλώνεται, να παίρνει σάρκα, μέγεθος, εμβαδόν και υπόσταση. Αν μάθαινα ποτέ εγώ να πλέκω, θα ήταν για να έχω κάτι να της μάθω. Και ναι, θα έντυνα κι εγώ τις νεραντζιές όλου του κόσμου. Θα έφτιαχνα πλεκτά να ντύσουν όσα δέντρα δεν προλάβαμε να κόψουμε. Θα ήταν κι αυτό μια ζεστασιά, ένα σημάδι ότι ξέρω ζεστασιά τι σημαίνει.
Είμαι κι εγώ σ’ αυτούς που οι γιορτές τους προκαλούν μία γενναία δόση θλίψης. Γι’ αυτούς που λείπουν, γι’ αυτούς που είναι εδώ και δε τις βρίσκουν τις χαρές τους εύκολα, γι’ αυτούς που στολίζουν τα σπίτια τους μα όχι τις καρδιές τους, γι’ αυτούς που έχουν σκέψη αλλά δεν την εκφράζουν, για όσα δέντρα ακόμα δε ντύθηκαν, για τους ανήμπορους που θέλουν κι αυτοί να γίνουν δέντρα να ριζώσουν, να’ χουν χώμα έστω και νερό και ήλιο και τη ζέστη του. Και για του κόσμου όλου τα λαμπάκια και τις πρίζες που αναζητούν, να κάνουν ό,τι περνά απ’ το καλώδιό τους, να μας διώξουν τα σκοτάδια, να φωτίσουν τα βλέμματά μας, τα ψέματά μας, τα λάθη και τα σωστά μας, να μας κάνουν λίγο να γελάσουμε. Αν θα μπορούσαμε, θα τύλιγαμε τη νύχτα όλη με λαμπάκια. Και θα τα αφήναμε να κλαίνε ασταμάτητα, μέχρι να μη μας μείνει ίχνος φόβου, για ό,τι κρύβει το σκοτάδι.