#007 Γιατί δεν με καταδιώκεις ΚΩΝΩΠΑ;

Μια ανοιξιάτικη νύχτα του 1989 με ξύπνησε η τότε ιταλίδα σύζυγος σ’ ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο στη Ζάκυνθο: άναψε το φως και είδα ένα μαύρο φωτοστέφανο γύρω απ’ το προσκεφάλι μου. Ένα σμήνος από κουνούπια πάνω απ’ το κεφάλι μου, στο γυμνό τοίχο, κι ούτε ένα τσίμπημα εκ μέρους τους στ’ αυτί μου, ούτε καν μια δαγκωματιά στο λαιμό. Τη Μαρίζα την είχαν κατασπαράξει. Μέχρι τότε με τσιμπούσαν κι εμένα όπως όλους τους κοινούς θνητούς. Πέρασαν αισίως εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια από εκείνη την ημερομηνία, κι ακόμα δεν μ’ έχει τσιμπήσει κουνούπι.


Το απίστευτο αυτό γεγονός (διαθέτω το σώμα μου προς εξέταση κι εξήγηση του φαινομένου), τα τελευταία χρόνια άρχισε να παίρνει μορφή παραπόνου: άλλαξα γυναικείες συντροφιές, κοιμάμαι πλέον τελείως γυμνός εκθέτοντας τα μαλακά σημεία μου σε τσιμπούσι για τους ΚΩΝΩΠΕΣ, μου είναι άγνωστα τα απωθητικά παρασκευάσματα, δεν έχω αγοράσει ποτέ μου σπιράλ, λαμπάκια κι autan, προσδοκώ την αφαίμαξη με λαγνεία παρθένου.

Φέτος το καλοκαίρι άρχισα να ονειρεύομαι την εφόρμησή τους: έκλεινα τα μάτια κι άκουγα να με πλησιάζει ο βόμβος από τα ελικόπτερα του APOCALYPSE NOW, κάποιο μάλιστα κατάφερα να το συνθλίψω προς χάρη της παρούσας συντρόφου, αποκομίζοντας το δευτερογενές προσωπικό μου όφελος, για την απτή απόδειξη της υπάρξεώς τους, γιατί πλέον είχα αρχίσει να αμφιβάλω πως υπάρχουν ΚΩΝΩΠΕΣ.

Επέστρεψα λοιπόν, αλώβητος για άλλο ένα καλοκαίρι, παραμελημένος από τους ΚΩΝΩΠΕΣ, χωρίς ούτε καν ένα ενθύμιο φουσκάλας που πάει ασορτί με το χρώμα της ηλιοθεραπείας, γιατί;

Κάπως έτσι κατάπιαμε φέτος την κάμηλον…

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού