Έφτασα λοιπόν με το καραβάκι στις Καρυές, μεσημέρι και κάθισα στο ταβερνάκι να φάω μια φασολάδα με μπόλικο φρέσκο κρομμύδι συνοδευτικό κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Φαινόμουν παράταιρος με τα πολιτικά ρούχα μου ανάμεσα στους ρασοφόρους. Λυσσομανούσε έξω ο βοριάς και η βροχή, ο καπετάνιος δυσκολεύτηκε να δέσει. Δύσκολος καιρός, Γενάρης καληώρα όπως σήμερα, και οι επισκέπτες σπάνιοι εκείνα τα χρόνια.
Δεν έλεγε να κοπάσει η βροχή, ζήλεψα από κάποιο διπλανό τραπέζι δυο-τρεις αφράτες ξεροψημένες γόπες να κολυμπάν μέσα σο τηγανίσιο λάδι τους και έψαξα τις τσέπες στο παντελόνι μου: μου απέμεινε ένα σωστό πενηντάρικο και φώναξα τον κάπελα, «Κάπελα, φέρε μια κούπα με κρασί. Φέρε μου και δυο γόπες». Έξω καταχνιά και ανεμοβρόχι.
Έριξα μια κλεφτή ματιά έξω από το παράθυρο κι είδα τον επόμενο μέγα ποιητή να προβάλει ρακένδυτος μέσα από τα βάθη της Αφρικής. Έβγαλα το μπλοκάκι μου που το συγκρατούσε ένα συρματάκι και έγραψα «Ο επόμενος ποιητής θα είναι φτωχός». Ζήτησα άλλη μια κούπα με κρασί: συνέχιζε έξω η βροχή και η αντάρα κι όλο ανέβαλα να πάρω το δρόμο για τον προορισμό μου. Με περίμεναν εκείνη τη μέρα στη μονή Σταυρονικήτα να αγιάσω αλλά έπρεπε ακόμη να θυσιάσω στον πρώην κοιλιόδουλο εαυτό μου σπονδή από γόπες και κόκκινο κρασί. Όλο ανέβαλα να διασχίσω τα τελευταία χιλιόμετρα. Το τζάκι μπουμπούνιζε, είχα βγάλει και το μάλλινο πλεκτό της αδελφής μου κι έριξα στο τζάκι το βιβλίο με τα ποιήματα του Νίκου Καρούζου που κουβαλούσα μαζί μου. Αλλά και πάλι δεν αισθανόμουν ελεύθερος.
Όταν είχε αρχίσει κάπως να καταλαγιάζει η βροχή βρήκα το θάρρος να βγω απ’ το όσιο ταβερνάκι στις Καρυές. Δεν ρώτησα καν να μου πουν ποιο δρόμο έπρεπε να πάρω για το μοναστήρι μου. Στο περιβόλι της Παναγιάς δεν χάθηκε κανείς. Όταν είδα θάλασσα στο δεξί μου χέρι κι εισέπνευσα ιώδιο και με τα δυο ρουθούνια, απέθεσα το γυλιό μου κατάχαμα στη λάσπη.
Έβγαλα τον καπνό μου κι έστριψα ένα τσιγαράκι. Δυσκολεύτηκα να το ανάψω με τα νοτισμένα υγρασία σπίρτα μου. Πήρα μια βαθειά εισπνοή τελικά, γεμάτη καπνό. Έψαξα τις τσέπες μου και βρήκα κάποια νομίσματα από το καπηλειό. Τα τελευταία μου. Μάζεψα τα τελευταία ψιλά και τα κράτησα στη χούφτα μου. Έβλεπα πια μπροστά μου μέσα στη νύχτα να υψώνεται ο όγκος της Σταυρονικήτα. Άρχισα να πετώ ένα-ένα τα κέρματα στη θάλασσα. Όταν πέταξε και το τελευταίο πενηνταράκι, αισθάνθηκα ελεύθερος.