«Ανάγκη ν’ αγγιχτούν με το μαχαίρι
αινίγματα παλιά , καινούργιοι γρίφοι
ή–κάποτε- το χέρι που μας γλύφει»
Γιάννης Δούκας
Έχοντας συγκρατήσει από «Τα μέσα σύνορα», την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιάννη Δούκα, την έντονη στιχουργικότητα ως κεντρικό στοιχείο που διαπότιζε την θεματική του, εντυπωσιάστηκα από «Το Σύνδρομο Σταντάλ» ως καίρια και πολύπτυχη νοηματική πρόσληψης της ιστορίας, που βεβαιώνει το συνειδητό και ουσιαστικό πέρασμα του Γιάννη Δούκα από την πρωτόλεια μουσικότητα στην ποιητικότητα του βάθους.
Πράγματι στην δεύτερη ποιητική του συλλογή ο Δούκας, έχοντας ήδη βρει στην ποιητική του «Το αντικλείδι του σόλ»[1], δεν αναζητά πλέον μια μορφική-μετρική απλώς συνθήκη ως «….κέλυφος, ανθρώπινη κατάσταση /και μέσα της….» να μπει[2] ͘ αλλά, αφήνοντας τα «μέσα σύνορα», διαλέγει, από αγαλλόμενος σε ρυθμούς παλαιών διδασκάλων χορευτής εσωτερικών χώρων, να μετατραπεί σε χορογράφος-χαρτογράφος της πόλης και της μνήμης ο ίδιος, γράφοντας, ως σύγχρονος αριστοτελικός περιπατητής, το χνάρι του προσωπικού του ποιητικού λόγου στην πόλη. Ενός λόγου που, παρότι κατέχει καλά το ρυθμό της σολωμικής και παλαμικής ποιητικής παράδοσης (ο Δούκας χρησιμοποιεί την μετρική του σονέτου), παραμένει απολύτως γειωμένος στο παρόν και εν επιγνώσει της συγκυρίας, για την οποία αναστοχάζεται και αναρωτιέται, διαπιστώνει ως:
«… εποχή των μονοδρόμων …./άσπρο και μαύρο, αφεντικά και σκλάβοι ,/ αυτός είναι ο καιρός, αυτός ο γνώμων// που δίνει στην κοινή μορφή το σχήμα/ της ένωσης και την αυτονομία/ στη στράτευση…» [3]
Στο «Σύνδρομο Σταντάλ» η εποχή, διαβάζεται από τον ποιητή στους δρόμους και τα μνημεία- αγάλματα της σύγχρονης ελληνικής και ευρωπαϊκής πόλεως ως έχει: ως μονόδρομος μιας εξουσίας εγγεγραμμένης μέσα κι έξω στον καθένα, ως πόλη «που αγαπάει το κελί της», ως γλώσσα που μουδιάζει για την εικόνα, ως καιρός που την υπηρετεί σαν ψευδοπροφήτης, που δεν διστάζει να εξαγοράσει αναγίαστο το σώμα – το ατομικό και το κοινωνικό- μπολιάζοντάς το με το αγαλματώδες στην γλώσσα και την πράξη:
«…Είναι ο καιρός, θα πει, ψευδοπροφήτης, / την σάρκα συζητά και την προσβάλλει// Μα εγώ εδώ την γνώρισα, την είδα/την Ίριδα –κι αλλάξαμε πατρίδα…»[4]
αλλά εξίσου διαβάζεται και ως σχέση αλληλόδρασης υποκειμένου -κοινότητας στις διαδρομές των εσωτερικών μονοδρόμων καθενός, στο πάγωμα των κοινωνικών δεσμών, στην ακινητοποίηση των σχέσεων στο αγαλματώδες, το ανίερο αλλά και στο απάνθρωπο:
«άνθρωποι θα καίγονται στο μέλλον /εδώ που κάποτε έκαιγαν βιβλία»[5]
«ξεμείναμε κι εμείς και τώρα πάμε /στην άρνηση και προχωράμε ακόμη/παρόλο που θα θέλαμε μια γνώμη/κάπως «πνευματική»[6] .
Συχνά ο Δούκας κατονομάζει ευθέως και τα πιο εσωτερικά ακόμη, τα ψυχικά αίτια της παθολογίας της εποχής. Αίτια που είναι κι αποτελέσματα μαζί ͘ κι εκεί, στην κοινοτοπία του κακού, μοιάζει να συναντά ίσως την σκέψη της Χάνα Άρεντ κι εκεί που εκείνη γράφει:
«…ο καθένας κοιτάζει τον εαυτό του και του διαόλου του μένουν τα αποφάγια…»[7]
ο Δούκας αντιπαραβάλλει:
«…κάθε ψυχή κοιτά τον εαυτό της και ο Θεός μαστιγωτής επαρχιώτης…» [8]
Και καθώς το μάτι Θεού σήμερα γίνεται το μάτι του τηλεοπτικού θεατή, του big brother παραγωγού, του έκαστος και το δικαίωμα του στο τίποτα ο Γιάννης Δούκας αναστοχάζεται πάνω στον Μαξ Στίρνερ και σημειώνει πως καθένας :
«στην εποχή της λάμψης και του κρότου θα ναι ο μοναδικός και το δικό του»[9]
Στην εποχή «της λάμψης και του κρότου», που η γλώσσα μουδιάζει για εικόνα, για τον Δούκα όπως και για το Σεφέρη παλαιότερα –τον οποίον και μνημονεύει- το ίδιο το υποκείμενο είναι στην πραγματικότητα το άγαλμα.
Αυτό, που είναι «ένας άλλος» : ο άλλος του καθρέφτη, ο άλλος ως η εικόνα μας η ίδια που μας αγαλλιεί στον καθρέφτη, στην οθόνη, στα μάτια των της επιθυμίας των άλλων και μας εγκλωβίζει εκεί στην ακινησία του, στην ακοινωνησία του, καθρεφτίζοντας ό, τι είναι πια στην εποχή μας το σύγχρονο υποκείμενο: αβάδιστο άγαλμα, εγκλωβισμένο στην εικόνα του ως άλλου, στην εικόνα των ματιών του ως ματιών άλλου, σχεδόν νεκρωμένο από κάθε ενορμητική κίνηση ζωής που θα το ωθούσε εκ των έσω σε επιλογές βίου και πολιτείας αντίστοιχες του αριστοτελικού συνείναι: εκεί που ίσχυε άλλοτε το «ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό» ο Δούκας αγγελιοφόρος Τειρεσίας μας φέρνει την είδηση το μαντάτο του νεκροζώντανού μας ποιητικά :
«…Ειδήσεις: Σαν επιδημία /η νεκρωμένη επιθυμία/Σε ζωντανή μετάδοση/Σε λάθος χρόνο κι εποχή/Βγαίνει για βόλτα στη βροχή/κι επινοεί παράδοση….//Πάλι μιλας με την οθόνη/Που σε κοιτά και διορθώνει τα πρόσωπα, τα σώματα /Κι εκει που αδειάζει ο καμβάς /Όλα παγώσανε μεμιάς/Κέρινα ομοιώματα…»[10]
Κι αλλού:
«Κανένας τους τον άλλο δεν κοιτάζει,/ξυπόλητοι κι ημίγυμνοι , φοράνε/θηλιά , σαν περιλαίμιο, για να ναι/κλειδί του κάστρου αυτού, της πόλης Χάζι…..»[11]
Κι η ανάγνωση του παλιού οδηγεί για μια ακόμη φορά στην διατύπωση του ίδιου παλαιού ερωτήματος :
«τι μας κάνει ανθρώπους που την νόσο προσκυνάνε; /Στο σώμα σου ή στο δικό μου να ναι;» [12]
Σαν απάντηση καταγράφονται στίχοι όπως:
«Βρήκε ο καιρός παράθυρα και μπήκε σαν την σκόνη /Στην κλειδωμένη Ανατολή, στο Ζάγκρεμπ, στη Λειψία/και στα διαμερίσματα τις πολυκατοικίες /τους πεθαμένους σκέπασε με χθεσινό σεντόνι» [13]
« Η πόλη όλη άγαλμα θα μοιάζει /κι εμείς , οι θλιβεροί της υπνοβάτες,/εικόνα με σουβλάκι και πατάτες»[14]
« το σώμα το νεκρό: τοτέμ, απάτη, πορνό, για ν’ αυνανίζονται τα κράτη»[15]
Σ’ αυτή τη συγκυρία -και σχεδόν προφητικά πριν φανερωθούν τα ευρήματα της Αμφιπόλεως- ο Γιάννης Δούκας χαρτογραφεί την νεοελληνική αμφιθυμία στην σχέση της με τον τρόπο που προσλαμβάνει την κλασσική παράδοση (σχέση που τον απασχολεί ήδη από την πρώτη συλλογή). Αναζητώντας το υπόλοιπο από την διαίρεση του χθες με το σήμερα και χρησιμοποιώντας αναλογικά τα μέτρα και σταθμά του κλασσικά «υψηλού» (το ύφος του σολωμικού ύμνου π.χ.) αντιπαραβάλλει το «ευτελές» σήμερα ως το πραγματικό έναντι του φαντασιακού, για να καταδείξει στο μηδενικό υπόλοιπο την άπραγη κόψη του ονείρου στην τέχνη και την πόλη: