H βροχή θέλει να ξανακάνει τις πόλεις φύση. Ο Θεός των ξεχασμένων βωμών του Νερούδα.
*
Η βροχή, το κατ’ εξοχήν εμπόδιο για συνάντηση με μιαν αγαπημένη.
*
Πάει ο καιρός που αλήθευα ασκεπής και υπό βροχή πάνω σ’ ένα μηχανάκι από το κέντρο
προς τα περίχωρα της πόλης.
*
Ξόδεψα σχεδόν σαράντα χρόνια μίσους βροχής για να την ξαναγαπήσω.
*
Υπάρχει μια σκέψη βροχής όπως μια σκέψη ανέμου και μια σκέψη ήλιου.
*
Η μητέρα μου που ήταν ομηρική έλεγε βρέχει ο θεός με το θεό. Ωστόσο προχτές έκλεψα
τη φωτιά από τον αέρα σκεπάζοντας το καντήλι του τάφου της και την ένιωσα καλά και
ζεστή.
*
Τα παιδιά στο οικόπεδο, δυο-δυο τρεις-τρεις κάτω από τις ρονιές. Κάποιοι έχουν και την μπάλα.
Και να τρως στραγάλια και να πίνεις νερό από την κάνουλα. Αυτό θα πει αγωνία του υπάρχειν.
*
Σε κάθε βροντή μακριά στο εξήντα έξι, έπαιζαν λίγο τα φώτα και την άκουγες: Μνήσθητι μου
κύριε, και σταυροκοπιόταν.
*
Στην πόρτα του καφενείου με βροχή. Η πόρτα σκαλώνει και δεν ανοίγει. Η μικρή παντομίμα
του κλείνεις ομπρέλα αλλά όχι τόσο πριν σιγουρέψεις ότι άνοιξες.
*
Υπάρχει μια ολόκληρη γκάμα από το πώς το βρεγμένο από βροχή ρούχο αφήνει τη γεύση του
στο στόμα σου. Τα καλύτερα, το μάλλινο και η τσόχα.
*
Οι άνθρωποι του τόπου μου δεν κλαίνε. Κατάλαβαν πως τα δάκρυά τους δεν γράφουν
σε κανένα αρχείο. Κι έτσι αφήνουν για να βλέπουν οι άλλοι να τα πίνει η βροχή.
*
Η αδελφή της βροχής είναι η νύστα.
*
Τη μέρα που γύρισα βρεγμένος και με περίμενε μια πετσέτα και ζεστό νερό στο μπάνιο
έπαψα να βλέπω τη βροχή σαν εχθρό. Έγινε μια μικρή δοκιμασία σθένους.
*
Εκείνη η ομπρέλα από το Κουτσό του Κορτάσαρ κατεβαίνει ακόμα την πλαγιά;
Είδα μιαν άκρη της προχτές στο λαγκάδι δίπλα στο κοιμητήριο.
*
Και η ομπρέλα του πατέρα. Πάνω στο χερούλι της βρίσκω τα νύχια του.