Διαβάζω: “Οι μήνες και οι μέρες είναι ταξιδιώτες της αιωνιότητας. Η χρονιά που φεύγει κι η χρονιά που έρχεται είναι επίσης ταξιδιώτες. Γι’ αυτούς που αφήνουν τις ζωές τους να πλέουν πάνω σε καράβια ή γερνάνε οδηγώντας άλογα, όλες οι μέρες τους είναι ταξίδι κι έχουν σπίτι τους το ταξίδι. “
Τριάντα σχεδόν φορές ταξίδεψε η Γη γύρω από τον ήλιο από τότε που επηρεασμένος από την περιπλάνηση των καταστασιακών ήθελα να κάνω ένα ταξίδι μιας μόνο μέρας στην πόλη προς τιμήν του Μπασό και να καταγράψω σε μικρά πεζά και χαϊκού τις ακαριαίες προσφορές στο βλέμμα της πόλης. Έμαθα πια ῶς πάμε με σχέδια ημιτελή και ερείπια προθέσεων…
Είναι αυτό το ίσταμαι στα πόδια μου που ανοίγει όλες τις αποστάσεις. Τα ακίνητα πόδια μου περιέχουν όλα τα ταξίδια. Οι τόποι βρίσκονται εκεί που φτάνει η έγνοια της καρδιάς μου. Τα ταξίδι είναι η υπέρτατη μεταφορά. Το σύμπαν υπάρχει έχοντας την έκταση του εγκεφάλου μου για να μπορεί να το σκεφτεί και να το φανταστεί… Είναι εξαρχής ενανθρωπισμένο… καλύτερα γλωσσοποιημένο.
Από δω και κάτω ξεχνάω κάθε πρόθεση. Ελπίζω σε μιαν ακινησία που θα έκανε τα πράγματα που φαίνονται ακίνητα να αρχίσουν να κινούνται. Δεν ξέρω. Η πρόθεσή μου αποσβέστηκε με όσα έγραψα. Ο ταξιδιωτικός μου σάκος έχει μονάχα είκοσι τέσσερα γράμματα.
Έπιασε μια μεγάλη βροχή, την υποδέχτηκα με μια ομπρέλα πολύχρωμη στο δρόμο, με αμάξια που πέταγαν νερά. Στο δωμάτιο των νεκρών φώταγε μονάχα η σόμπα ένα φως σαν χέρι από αρχαία μητέρα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ καθώς ανοίγονταν τέρατα αποστάσεων… ήξερα πως θα ήταν η τελευταία εικόνα που θα είχα από το παιδικό μου σπίτι. Έφευγε για εκεί που φαντασία και μνήμη κατασκευάζουν. Δεν.
Από τότε άρχισε το σπίτι να ταξιδεύει, να είναι μέσα μου βαδίζοντας κι αυτό χωρίς γωνία να πας να κλάψεις και σε κάθε γωνία πια που το σώμα θα έπαιρνε την κλίση της κατοικίας από κούραση ύπνο ή ονειροπόληση. Για το ποίημα που ξέχασα εκείνες τις στιγμές έγραψα:
δεύτερο ποίημα
το πρώτο που σε γέννησε
που είναι τώρα;
Βγήκα για την ανάγκη μου στο αποχωρητήριο της αυλής. Βββββ ο αέρας κι ο συριγμός από την ανοιχτή πόρτα. Έκανα την ανάγκη μου όπως παιδί τόποι τόποι ζεστή σάρκα και κρύα σάρκα καθισμένος στη λεκάνη κι ένα φεγγάρι δρομέας κομμένο σαν μάτι με ξυράφι από τα σύννεφα. Έκανα ένα ποίημα και το είπα πολλές φορές μη το ξεχάσω:
περιπολία
φεγγάρι και σύνεφα
είστε από μάτι