Nα βαδίσουμε
όπως τρέχει το νερό
αλλ’ ανάποδα.
“Έκανα αυτό το ποίημα στην αρχή του ταξειδιού μου μα ή αλήθεια είναι πως μόλις μπορούσα να κάνω ένα βήμα… φύγαν οι φίλοι και μ’ άφησαν… τότε εἰδα σαν όνειρο ένα άλογο μαύρο λυτὀ μα τρώει μουμπούκια λευκά από τριαντάφυλλα που του πρόσφερε ένα χέρι… πέρναγες τις ξυλαποθήκες και το μύλο το μικρό κοιμητήριο σημαδεμένο από μια συστάδα κυπαρίσσια κι ανέβαινες… κάτω από τα πόδια ο δρόμος του νερού και τα σκέλη των βράχων να κλείνουν από απέναντι μια διχάλα από σκέλη οδηγούνε σε νερά μητέρας… μόνος ως την κραυγή στο παγκάκι με το εικονοστάσι και ημερωμένα ουρλιαχτά από στρατόπεδο.
Aνθίζει ροή
δεν λογαριάζει πόδια
πάει για θάλασσα
ο τόπος βύθος, το μονοπάτι στενό, φλυαρία νερού κι ένα μαράζι… τα παιδιά που δοκίμαζαν πτώσεις στις λεκάνες… έσβηνες τις φωνές κι είχες μονάχα βουβές χειρονομίες τεράτων σώματος… οι παλιές επισκέψεις ξεφλουδίζονταν σε ένα τώρα που έφερνε ως τον καταρράκτη… κυριευμένος από κινούμενο νερό που έπαιζε το χρόνο… τουφεκιές από αντάρτες στο σταθμό χωροφυλακής του Λιτοχώρου… πρόσεχε το νερό σε καλεί να πέσεις… έγραψα
H οξείδωση
σ’ όλα τα ρω του νερού
και στα οστά μου
Τώρα το άλογο ήταν λευκό και ροκάνιζε κατεψυγμένα κόκκινα τριαντάφυλλα… να φύγω, να φύγω γι’ αλλού… είναι η καρδιά που σκιρτάει εναντίον του νου… δεν ξέρει από κτερίσματα… θέλει να προσκυνάς και να τραβάς εμπρός… ειναι και γι’ άλλες γραφές αγαπημένες… το ζήτημα είναι να κρατήσεις τους γνωστούς δρόμους σαν άγνωστους… εγώ είμαι εκεί…
Μια στιγμή μόνο
χρεός από αντίο
κι είπα ευχαριστώ.