Χριστούγεννα στης μάνας μου το χρόνο
δεν κατοικούνε πια παιδιά και μόνο
το κάρβουνο μου γίνεται διαμάντι
καθώς διαβάζω τον Παπαδιαμάντη
και πάθια και καημοί κοινοί και τόσα
να μου γεννιούνται σαν Χριστός στη γλώσσα
κι αυτό το μαύρο προς τα μέσα χιόνια
να φέρνει από τα παιδικά μου χρόνια
καινούριο ρούχο καθαρό τον ξένο,
δόντια που τρέμουν, να τον περιμένω
χλωρίδα δίνοντας στο σάπιο χρόνο
όπως η μάνα μου ήξερε μόνο
με κάτι λίγο από ανθρώπου γνώση
που όλη την Ιστορία θ’ ακυρώσει.